Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Λέων Τρότσκι: Βοναπαρτισμός και φασισμός


           Βοναπαρτισμός και φασισμός

Το κείμενο αυτό του Λέων Τρότσκι γράφτηκε στις 15 Ιουλίου 1934 και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The New International τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Στα ελληνικά δημοσιεύθηκε στην Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση τεύχος Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 1984. Aναδημοσιεύουμε από τον Εργάτη.

      o        Βοναπαρτισμός και φασισμός


Η τεράστια πρακτική σημασία ενός σωστού θεωρητικού προσανατολισμού παρουσιάζεται πιο καθαρά σε μια περίοδο έντονων κοινωνικών συγκρούσεων, γρήγορων πολιτικών στροφών, απότομων αλλαγών στην κατάσταση. Σε τέτοιες περιόδους, οι πολιτικές αντιλήψεις και γενικεύσεις γρήγορα εξαντλούνται και απαιτούν, είτε την πλήρη αντικατάσταση τους (που είναι ευκολότερο) είτε τη συγκεκριμενοποίηση τους, την ακρίβεια ή την μερική διόρθωση (που είναι δυσκολότερο). Ακριβώς σε τέτοιες περιόδους είναι που όλα τα είδη των μεταβατικών, ενδιάμεσων καταστάσεων και συνδυασμών έρχονται στην επιφάνεια σαν αναγκαιότητα, που ανατρέπει τα συνηθισμένα μοντέλα και απαιτεί αφάνταστα πιο δυνατή θεωρητική προσοχή. Με μια λέξη, αν στην ειρηνική και οργανική περίοδο (πριν από τον πόλεμο) μπορούσε να ζει κανείς από τα εφόδια έτοιμων αφαιρέσεων, στην εποχή μας κάθε νέο γεγονός δυναμικό φέρνει στην επιφάνεια τους πιο σημαντικούς νόμους της διαλεκτικής: η αλήθεια είναι πάντοτε συγκεκριμένη.

Η σταλινική θεωρία για το φασισμό αναμφισβήτητα αντιπροσωπεύει ένα από τα πιο τραγικά παραδείγματα επιζήμιων πρακτικών συνεπειών που μπορούν να επακολουθήσουν, από την αντικατάσταση της διαλεκτικής ανάλυσης της πραγματικότητας, σε κάθε συγκεκριμένη φάση της , σε όλες τις μεταβατικές της βαθμίδες, δηλαδή στις βαθμιαίες της αλλαγές, καθώς επίσης και στα επαναστατικά (ή αντεπαναστατικά) της άλματα. Από αφηρημένες κατηγορίες που σχηματίστηκαν πάνω στη βάση μερικών ή ατελών ιστορικών εμπειριών (ή στενών και μερικών απόψεων του όλου). Οι σταλινικοί υιοθέτησαν την ιδέα ότι στη σημερινή περίοδο, το χρηματιστικό κεφάλαιο δεν μπορεί να εξυπηρετείται με την κοινοβουλευτική δημοκρατία και είναι υποχρεωμένο να καταφεύγει στον φασισμό. Από αυτήν την ιδέα, απόλυτα σωστή μέσα σε ορισμένα όρια, εξάγουν με ένα καθαρά επαγωγικό τρόπο, με τη μέθοδο της τυπικής λογικής τα ίδια συμπεράσματα για όλες τις χώρες και όλες τις φάσεις ανάπτυξης. Για αυτούς, ο Πρίμο ντε Ριβέρα [1], ο Μουσολίνι, ο Τσιάγκ-Κάι – Σεκ [2], ο Μαζαρίκ [3], ο Μπρίνιγκ [4], ο Ντόλφους [5], ο Πιλσούδσκι [6], ο βασιλιάς της Σερβίας Αλέξανδρος [7], ο Σέβεριγκ [8], ο Μακντόναλντ [9] κ.λ.π. είναι εκπρόσωποι του φασισμού. Κάνοντας το αυτό ξεχνούν: α) ότι και στο παρελθόν, ο καπιταλισμός ποτέ δεν εξυπηρετήθηκε από την «καθαρή» δημοκρατία, την μια εφοδιάζοντας την με ένα καθεστώς ανοικτής καταπίεσης, την άλλη αντικαθιστώντας την με αυτό, β) Ότι «καθαρός» χρηματιστικός καπιταλισμός δεν υπάρχει πουθενά, γ) ότι το χρηματιστικό κεφάλαιο ακόμα και όπου κατέχει μια κυρίαρχη θέση, δεν ενεργεί στο κενό και είναι υποχρεωμένο να λογαριάζει τα άλλα στρώματα της μπουρζουαζίας και την αντίσταση των καταπιεζόμενων τάξεων, δ) ότι τελικά, ανάμεσα στην κοινοβουλευτική δημοκρατία και το φασιστικό καθεστώς μια σειρά από μεταβατικές μορφές, η μία μετά την άλλη, αναπόφευκτα εναλλάσσονται, τη μια «ειρηνικά», την άλλη με εμφύλιο πόλεμο. Και κάθε μια από αυτές τις μεταβατικές μορφές, αν θέλουμε να προχωρήσουμε και όχι να γυρίσουμε πίσω, απαιτεί μια σωστή θεωρητική εκτίμηση και μια αντίστοιχη πολιτική για το προλεταριάτο.

Στη βάση της γερμανικής εμπειρίας, οι Μπολσεβίκοι-Λενινιστές προσδιόρισαν για πρώτη φορά την μεταβατική κυβερνητική μορφή (αν και μπορούσε και έπρεπε ήδη να είχε εγκαθιδρυθεί στη βάση της ιταλικής εμπειρίας) που ονομάστηκε Βοναπαρτισμός (οι κυβερνήσεις των Μπρίνιγκ, Πάπεν [10] και Σλάιχερ [11]). Ουσιαστικά σε μια όλο και πιο καθαρά αναπτυσσομένη μορφή, εντοπίστηκε το βοναπαρτιστικό καθεστώς στην Αυστρία. Ο ντετερμινισμός αυτής της μεταβατικής μορφής έγινε υπόδειγμα, φυσικά όχι με τη φαταλιστική, αλλά με τη διαλεκτική έννοια, δηλαδή σε χώρες και σε περιόδους που ο φασισμός με αυξανόμενη επιτυχία, δίχως να απαριθμούσε την νικηφόρα αντίσταση του προλεταριάτου, επιτέθηκε στις θέσεις της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ώστε αμέσως μετά να στραγγαλίσει το προλεταριάτο.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου των Μπρίνιγκ-Σλάιχερ, οι Μανουίλσκι [12] και Κουουζίνεν [13] ήδη διακήρυσσαν: «ο φασισμός είναι ήδη εδώ». Η θεωρία της ενδιάμεσης, βοναπαρτιστικής φάσης δήλωναν ότι αποτελεί μια προσπάθεια φτιασιδώματος και απόκρυψης του φασισμού ώστε να γίνει ευκολότερη για τη Σοσιαλδημοκρατία η πολιτική του «μικρότερου κακού». Εκείνη την περίοδο τους Σοσιαλδημοκράτες τους αποκαλούσαν σοσιαλφασίστες, και την «αριστερά» των Σοσιαλδημοκρατών των Ζιρόμσκι και Μαρσό Πιβέρ – μετά τους Τροτσκιστές- για τους πιο επικίνδυνους σοσιαλφασίστες που πέρασαν.

Όλα αυτά τώρα έχουν αλλάξει. Σε ότι αφορά τη σημερινή Γαλλία, οι σταλινικοί δεν τολμούν να επαναλαμβάνουν: «Ο φασισμός είναι ήδη εδώ». Αντίθετα, αποδέχονται την πολιτική του ενιαίου μετώπου, που απέρριπταν χθες για να εμποδίσουν τη νίκη του φασισμού στη Γαλλία. Εξαναγκάστηκαν να διακρίνουν το καθεστώς Ντουμέργκ [14] από το φασιστικό καθεστώς. Όμως έφτασαν σε αυτή τη διάκριση σαν εμπειριστές και όχι σαν Μαρξιστές. Ακόμα δεν προσπάθησαν να δώσουν έναν επιστημονικό ορισμό για το καθεστώς του Ντουμέργκ. Αυτός που κινείται στην περιοχή της θεωρίας με αφηρημένες κατηγορίες καταδικάζεται να συνθηκολογεί τυφλά στα γεγονότα. Και εντούτοις είναι ακριβώς στη Γαλλία που το πέρασμα από τον κοινοβουλευτισμό στον βοναπαρτισμό (ή ακριβέστερα η πρώτη φάση αυτού του περάσματος) παρουσίαζε έναν ιδιαίτερα καθαρό και ενδεικτικό χαρακτήρα. Φτάνει να θυμηθεί κανείς ότι η κυβέρνηση Ντουμέργκ εμφανίστηκε ανάμεσα στην πρόβα τζενεράλε εμφύλιου πολέμου από τους φασίστες (στις 6 Φλεβάρη) και την γενική απεργία του προλεταριάτου (στις 12 Φλεβάρη).
 
Μόλις τα εχθρικά στρατόπεδα έλαβαν θέσεις μάχης στα δύο άκρα της καπιταλιστικής κοινωνίας, έγινε καθαρό ότι η πρόσθετη κοινοβουλευτική μηχανή έχασε όλη της την σημασία. Είναι αλήθεια ότι με μια επιπόλαια ματιά, η κυβέρνηση Ντουμέργκ φαίνεται να κυβερνάει, όπως οι κυβερνήσεις Μπρίνιγκ- Σλάιχερ στις μέρες τους, με τη συγκατάθεση του κοινοβουλίου. Αλλά είναι ένα κοινοβούλιο που έχει παραιτηθεί, ένα κοινοβούλιο που γνωρίζει ότι σε περίπτωση που αντισταθεί η κυβέρνηση θα έκανε χωρίς αυτό. Χάρη στη σχετική ισορροπία ανάμεσα στο στρατόπεδο της αντεπανάστασης που επιτίθεται και στο στρατόπεδο της επανάστασης που αμύνεται, χάρη στην προσωρινή ουδετεροποίηση της, το κέντρο της εξουσίας ανεβαίνει πάνω από τις τάξεις και πάνω από τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους τους. Είναι αναγκαίο να αναζητάμε το κέντρο της κυβέρνησης έξω από το κοινοβούλιο και «έξω από τα κόμματα». Ο επικεφαλής της κυβέρνησης κάλεσε δύο στρατηγούς σε βοήθεια του. Αυτή η τρόικα στηρίζεται από τα δεξιά και τα αριστερά από συμμετρικά παραταγμένους κοινοβουλευτικούς ομήρους. Η κυβέρνηση ποτέ δεν εμφανίζεται σαν εκτελεστικό όργανο της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας αλλά σαν ένας διαιτητής ανάμεσα σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα.

Η κυβέρνηση που αναδύεται πάνω από το έθνος, δεν είναι ξεκρέμαστη. Το πραγματικό κέντρο της σημερινής κυβέρνησης περνάει μέσα από την αστυνομία, την γραφειοκρατία, την στρατοκρατική κλίκα. Είναι μια αστυνομικό-στρατιωτική δικτατορία αυτή που αντιμετωπίζουμε, ελάχιστα κρυμμένη πίσω από τη βιτρίνα του κοινοβουλευτισμού. Αλλά μια κυβέρνηση σκληρή σαν ρυθμιστής του έθνους – αυτό ακριβώς είναι ο βοναπαρτισμός.

Η κυβέρνηση η ίδια δεν έχει ανεξάρτητο πρόγραμμα. Αυτή είναι ένα όργανο «τάξης». Συγκροτείται για να εξασφαλίσει αυτό που υπάρχει. Άλλωστε αναδυόμενος πολιτικά πάνω από τάξεις, ο βοναπαρτισμός,όπως ο πρόδρομος του, ο καισαρισμός, αντιπροσωπεύει από κοινωνική σκοπιά, πάντοτε και σε όλες τις εποχές, την κυβέρνηση του πιο ισχυρού και σταθερού τμήματος των εκμεταλλευτών. Συνεπώς, ο σημερινός βοναπαρτισμός δεν μπορεί παρά να είναι η κυβέρνηση του χρηματιστικού κεφαλαίου που κατευθύνει, εμπνέει και διαφθείρει την κορυφή της γραφειοκρατίας, την αστυνομία, την κάστα των επισήμων και τον Τύπο.

Οι «συνταγματικές αλλαγές» που τόσο πολύ έχουν διατυμπανιστεί τους τελευταίους μήνες, έχουν σαν μοναδικό τους καθήκον την προσαρμογή των κρατικών θεσμών στις επείγουσες ανάγκες και στις ευκολύνσεις της βοναπαρτιστικής κυβέρνησης. Το χρηματιστικό κεφάλαιο αναζητά νόμιμους τρόπους που θα του έδιναν την δυνατότητα κάθε φορά να επιβάλλει πάνω στο έθνος τον πιο κατάλληλο διαιτητή με την δυναμική του συγκατάθεση του μισό- κοινοβουλίου. Είναι ολοφάνερο ότι η κυβέρνηση Ντουμέργκ δεν αποτελεί το πρότυπο μιας «ισχυρής» κυβέρνησης. Όλο και περισσότεροι κατάλληλοι υποψήφιοι βοναπάρτες υπάρχουν σε εφεδρεία. Νέες εμπειρίες και νέοι συνδυασμοί είναι δυνατοί σε αυτήν την περιοχή αν η μελλοντική πορεία της ταξικής πάλης τους αφήσει αρκετό καιρό.

Σαν πρόγνωση, είμαστε αναγκασμένοι να επαναλάβουμε αυτό που έλεγαν σε κάποια στιγμή οι Μπολσεβίκοι- Λενινιστές για την Γερμανία: οι πολιτικές ευκαιρίες του σημερινού γαλλικού βοναπαρτισμού δεν είναι μεγάλες. Η σταθερότητα του καθορίζεται από την προσωρινή και κατά βάθος ασταθή ισορροπία ανάμεσα στα στρατόπεδα του προλεταριάτου και του φασισμού. Ο συσχετισμός των δυνάμεων αυτών των δύο στρατοπέδων θα πρέπει να αλλάξει γρήγορα, εν μέρει κάτω από την επίδραση κρίσιμων οικονομικών περιστάσεων, αλλά κατά κύριο λόγο θα εξαρτηθεί από την ποιότητα της πολιτικής της προλεταριακής πρωτοπορίας. Η σύγκρουση ανάμεσα σε αυτά τα δύο στρατόπεδα είναι αναπόφευκτη. Η διαδικασία της κλιμάκωσης, θα μετριέται σε μήνες και όχι σε χρόνια. Ένα σταθερό καθεστώς θα μπορούσε να εγκαθιδρυθεί μόνο ύστερα από την σύγκρουση και θα εξαρτάται από τα αποτελέσματα της.

Ο φασισμός στη εξουσία, όπως και ο βοναπαρτισμός, δεν μπορεί παρά να αποτελεί την κυβέρνηση του χρηματιστικού κεφαλαίου. Με αυτήν τηνκοινωνική έννοια (ο φασισμός), όχι μόνο δεν ξεχωρίζει από τον βοναπαρτισμό αλλά ακόμα και από την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Κάθε φορά οι σταλινικοί κάνουν αυτή την ανακάλυψη παντού, ξεχνώντας ότι τα κοινωνικά ζητήματα στην ουσία είναι πολιτικά. Η δύναμη του χρηματιστικού κεφαλαίου δεν βρίσκεται στην ικανότητα του να εγκαθιστά μια κυβέρνηση οποιουδήποτε είδους και σε κάθε χρόνο, σύμφωνα με τα κέφια του. Δεν υπάρχει τέτοια ικανότητα. Η δύναμη του βρίσκεται στο ότι κάθε μη-προλεταριακή κυβέρνηση αναγκάζεται να υπηρετήσει το χρηματιστικό κεφάλαιο ή ακόμα καλύτερα, ότι το χρηματιστικό κεφάλαιο κατέχει τη δυνατότητα να αντικαθιστά κάθε ένα από τα συστήματα του που παρακμάζει, με ένα άλλο σύστημα που αντιστοιχεί καλύτερα στις αλλαγμένες συνθήκες. Ωστόσο, το πέρασμα από το ένα σύστημα στο άλλο σημαίνει πολιτική κρίση, που με την συγκέντρωση της δραστηριότητας του επαναστατικού προλεταριάτου, μπορεί να μετατραπεί σε κοινωνικό κίνδυνο για την μπουρζουαζία. Το πέρασμα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στον ίδιο τον βοναπαρτισμό συνοδεύτηκε στη Γαλλία από μια εμφυλιοπολεμική έξαρση. Οι προοπτικές του περάσματος από τον βοναπαρτισμό στον φασισμό εγκυμονούν άπειρα πιο ισχυρές ταραχές και συνεπώς επαναστατικές δυνατότητες.

Μέχρι χθες, οι σταλινικοί θεωρούσαν ότι το κύριο λάθος μας ήταν να βλέπουμε στο φασισμό την μπουρζουαζία και όχι το χρηματιστικό κεφάλαιο. Και σε αυτήν την περίπτωση έβαζαν αφηρημένες κατηγορίες στην θέση της διαλεκτικής των τάξεων. Ο φασισμός αποτελεί ένα ειδικό μέσο κινητοποίησης και οργάνωσης της μπουρζουαζίας στα κοινωνικά συμφέροντα του χρηματιστικού κεφαλαίου. Στη διάρκεια του δημοκρατικού καθεστώτος, το κεφάλαιο αναπόφευκτα προσπάθησε να μπολιάσει στους εργάτες, την εμπιστοσύνη στην ρεφορμιστική και ειρηνιστική μικρομπουρζουαζία. Το πέρασμα στον φασισμό, αντίθετα, είναι αδιανόητο χωρίς την προηγούμενη διείσδυση του μίσους της μικρομπουρζουαζίας προς το προλεταριάτο. Η κυριαρχία της μοναδικής υπερτάξης του χρηματιστικού κεφαλαίου, βασίζεται και στα δύο αυτά συστήματα με σχέση άμεσης αντίθεσης με τις καταπιεσμένες τάξεις.

Η πολιτική κινητοποίηση της μικρομπουρζουαζίας ενάντια στο προλεταριάτο, είναι ωστόσο αδιανόητη χωρίς εκείνη την κοινωνική δημαγωγία που σημαίνει να παίζεις με τη φωτιά για το συμφέρον της μεγάλης μπουρζουαζίας. Ο κίνδυνος της «τάξης» από την απελευθερωμένη αντίδραση της μικρομπουρζουαζίας έχει επιβεβαιωθεί από τα πρόσφατα γεγονότα της Γερμανίας. Να γιατί, ενώ υποστηρίζει και ενεργά χρηματοδοτεί την αντιδραστική ληστεία, με την μορφή μιας από τις πτέρυγες της, η γαλλική μπουρζουαζία αναζητάει να μην σπρώξει τα πράγματα μέχρι την πολιτική νίκη του φασισμού, στοχεύοντας μόνο στο να εγκαθιδρύσει μια «ισχυρή» εξουσία, που σε τελευταία ανάλυση, να πειθαρχήσει τα δύο ακραία στρατόπεδα.

Από ότι είπαμε, φαίνεται καθαρά πόσο σπουδαίο είναι να διακρίνεις τη βοναπαρτιστική μορφή εξουσίας από την φασιστική μορφή. Εντούτοις, θα ήταν ασυγχώρητο λάθος να πέσεις στο αντίθετο άκρο, δηλαδή να μετατρέψεις το βοναπαρτισμό και τον φασισμό σε δύο λογικά ασυμβίβαστες κατηγορίες. Ακριβώς όπως ο βοναπαρτισμός ξεκινάει με το να συνδυάζει το κοινοβουλευτικό καθεστώς με το φασισμό, έτσι και ο νικηφόρος φασισμός βρίσκεται αναγκασμένος όχι μόνο να κάνει συμμαχία με τους βοναπαρτιστές, άλλα ακόμα περισσότερο, να προσεγγίσει εσωτερικά το βοναπαρτιστικό σύστημα. Η παρατεταμένη κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου μέσα από την αντιδραστική κοινωνική δημαγωγία και την μικροαστική τρομοκρατία είναι αδύνατη. Φτάνοντας στην εξουσία, οι φασίστες αρχηγοί αναγκάζονται, μέσω της κρατικής μηχανής, να φιμώσουν τις μάζες που τους ακολουθούν. Με τον ίδιο τρόπο, χάνουν την υποστήριξη των πλατιών μικροαστικών μαζών. Ένα μικρό μέρος τους αφομοιώνεται από την γραφειοκρατική μηχανή. Ένα άλλο βυθίζεται στην αδιαφορία. Ένα τρίτο κάτω από διάφορες σημαίες, περνάει στην αντιπολίτευση. Όμως ενώ χάνει την κοινωνική μαζική του βάση, ο φασισμός στηριζόμενος στην γραφειοκρατική μηχανή και ταλαντευόμενος ανάμεσα στις τάξεις, ξαναμετατρέπεται σε βοναπαρτισμό.

Εδώ επίσης η βαθμιαία εξέλιξη αποκόβεται με βίαια και αιματηρά επεισόδια. Διαφέροντας από τον προφασιστικό ή προληπτικό βοναπαρτισμό (οι Τζιολίτι [15], Μπρίνιγκ-Σλάιχερ, Ντούμεργκ, κ.λ.π.) που αντανακλά την εντελώς ασταθή και κοντοπρόθεσμη ισορροπία ανάμεσα στα εμπόλεμα στρατόπεδα, ο φασιστικής καταγωγής βοναπαρτισμός ( Μουσολίνι- Χίτλερ, κ.λ.π.) που αναπτύχθηκε από την καταστροφή, την διάλυση και την εξαχρείωση των δύο στρατοπέδων και των μαζών, διακρίνεται από την πολύ μεγάλη σταθερότητα.

Το ερώτημα «φασισμός ή βοναπαρτισμός» έχει προκαλέσει ορισμένες διαφορές στο ζήτημα του Πιλσούδσκι και ανάμεσα στους Πολωνούς συντρόφους. Η ίδια η δυνατότητα τέτοιων διαφορών μαρτυράει με τον καλύτερο τρόπο το γεγονός ότι ασχολούμαστε, όχι με εύκαμπτες λογικές κατηγορίες αλλά με ζωντανούς κοινωνικούς σχηματισμούς που αντιπροσωπεύουν εντελώς σαφείς ιδιαιτερότητες σε διάφορες χώρες και σε διαφορετικές βαθμίδες.

Ο Πιλσούδσκι ήλθε στην εξουσία στο τέλος μιας εξέγερσης βασισμένης στο μαζικό κίνημα της μικρομπουρζουαζίας και σκόπευε άμεσα στην κυριαρχία των παραδοσιακών αστικών κομμάτων στο όνομα του «ισχυρού κράτους». Αυτό είναι ένα κύριο φασιστικό χαρακτηριστικό του κινήματος και του καθεστώτος. Όμως το ειδικό πολιτικό βάρος, δηλαδή η μάζα του πολωνικού φασισμού ήταν πολύ πιο αδύνατο από εκείνο του ιταλικού φασισμού στον καιρό του και ακόμα περισσότερο από εκείνο του γερμανικού φασισμού. Σε όλο και πιο μεγάλο βαθμό, ο Πιλσούδσκι έπρεπε να χρησιμοποιεί μεθόδους στρατιωτικής συνωμοσίας και να θέτει το ζήτημα των οργανώσεων των εργατών με ένα όλο και πιο προσεκτικό τρόπο. Ικανοποιείται να θυμάται ότι το πραξικόπημα του Πιλσούδσκι έγινε με τη συμπάθεια και την υποστήριξη του πολωνικού σταλινικού κόμματος.

Η αυξανόμενη εχθρότητα της ουκρανικής και εβραϊκής μικρομπουρζουαζίας απέναντι στο καθεστώς του Πιλσούδσκι, του δημιουργεί με τη σειρά του, μεγαλύτερη δυσκολία στο να επιχειρήσει μια γενική επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη.

Σαν αποτέλεσμα μιας τέτοιας κατάστασης, η ταλάντευση ανάμεσα σε τάξεις και τα εθνικά μέρη των τάξεων κατέχει στο καθεστώς Πιλσούδσκι πολύ μεγαλύτερη έκταση, από ότι μαζικό φόβο, παρά στις αντίστοιχες περιόδους του Μουσολίνι και του Χίτλερ. Υπάρχουν στοιχεία βοναπαρτισμού στο καθεστώς του Πιλσούδσκι. Πλην όμως θα ήταν ολοφάνερο λάθος να συγκρίνουμε τον Πιλσούδσκι με τον Τζιολίτι ή τον Σλάιχερ περιμένοντας να πέσει από έναν νέο Πολωνό Μουσολίνι ή Χίτλερ. Είναι μεθοδολογικό λάθος να σχηματίσουμε μια εικόνα ενός κάποιου «ιδεατού» φασισμού και να την αντιθέτουμε σε αυτό το πραγματικό καθεστώς που αναπτύχθηκε με όλες τις ιδιαιτερότητες και αντιφάσεις, πάνω στο έδαφος των σχέσεων των τάξεων και των εθνοτήτων του πολωνικού κράτους. Θα είναι ικανός ο Πιλσούδσκι να καταστρέψει μέχρι το τέλος τις οργανώσεις του προλεταριάτου – και η λογική αυτής της κατάστασης τον οδηγεί αναπόφευκτα σε αυτό το δρόμο- ότι δεν εξαρτάται από τον τυπικό ορισμό του « φασισμού καθαυτού», αλλά από τον πραγματικό συσχετισμό των δυνάμεων από την δυναμική των πολιτικών προτσές που συμβαίνουν στις μάζες, από την στρατηγική της προλεταριακής πρωτοπορίας και τελικά από την πορεία των γεγονότων στη Δυτική Ευρώπη και πάνω από όλα στη Γαλλία.

Η ιστορία μπορεί με επιτυχία να εγγράψει το γεγονός ότι ο πολωνικός φασισμός ανατράπηκε και έγινε σκόνη προτού πετύχει να βρει για τον εαυτό του μια «ολοκληρωμένη» μορφή έκφρασης.

Είπαμε παραπάνω ότι η καταγωγή του φασιστικού βοναπαρτισμού είναι ασύγκριτα πιο σταθερή από τα προληπτικά βοναπαρτιστικά πειράματα στα οποία η μεγάλη μπουρζουαζία καταφεύγει με την ελπίδα να αποφύγει ένα φασιστικό αιματοκύλισμα. Πλην όμως, είναι ακόμα πιο σημαντικό- από θεωρητική και πρακτική άποψη- να τονίσουμε ότι το ίδιο γεγονός της αναγέννησης του φασισμού σε βοναπαρτισμό σημαίνει και την αρχή του τέλους του. Πόσο καιρό θα διαρκέσει το σβήσιμο του φασισμού και σε ποια στιγμή η ασθένεια του θα μετατραπεί σε επιθανάτια αγωνία, εξαρτάται από πολλές εσωτερικές και εξωτερικές αιτίες. Αλλά το γεγονός ότι η αντεπαναστατική δραστηριότητα της μικρομπουρζουαζίας σβήνει, ότι βγαίνει από τις αυταπάτες, ότι διαλύεται και ότι η επίθεση της πάνω στο προλεταριάτο εξασθενίζει, ανοίγει τελείως νέες επαναστατικές δραστηριότητες. Ολόκληρη η ιστορία δείχνει ότι είναι αδύνατο να κρατήσεις αλυσοδεμένο το προλεταριάτο με την βοήθεια απλώς της αστυνομικής μηχανής. Είναι αλήθεια ότι η εμπειρία της Ιταλίας δείχνει ότι η ψυχολογική κληρονομιά τεράστιων καταστροφών, διατηρήθηκε ανάμεσα στις εργαζόμενες τάξεις πολύ περισσότερο από την σχέση ανάμεσα σε δυνάμεις που προκάλεσαν την καταστροφή.

Όμως η ψυχολογική αδράνεια της ήττας δεν μπορεί παρά να είναι αβέβαιο στήριγμα. Μπορεί να συντριβεί με ένα απλό φύσημα κάτω από την επίδραση ενός ισχυρού σπασμού. Ένας τέτοιος σπασμός – για την Ιταλία, την Γερμανία, την Αυστρία και τις άλλες χώρες- θα μπορούσε να είναι η πετυχημένη πάλη του γαλλικού προλεταριάτου.

Το επαναστατικό κλειδί της κατάστασης στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο βρίσκεται τώρα, πάνω από όλα στη Γαλλία!

o        Σημειώσεις


[1] Πρίμο ντε Ριβέρα, Μιγκέλ (1870-1930) ήταν στρατηγός του αποικιακού ισπανικού στρατού. Το 1923 – και έχοντας ήδη καταστείλει τις εργατικές αναταραχές της περασμένης δεκαετίας – κήρυξε πραξικόπημα στην Μαδρίτη και κυβέρνησε με εισαγωγή μέτρων κενσιανής πολιτικής και οικονομικού εθνικισμού μέχρι που η κρίση του 1929 τον οδήγησε σε παραίτηση ένα χρόνο μετά. Πέθανε αυτοεξόριστος λίγους μήνες μετά, έχοντας ανοίξει ωστόσο το δρόμο στο στράτευμα σε καθαρόαιμους φασίστες αξιωματικούς όπως ο Φράνκο.

[2] Τσιάγκ-Κάι – Σεκ, (1887-1975) ήταν ο στρατηγός ηγέτης των εθνικιστών στην πρώτη φάση της Κινέζικης Επανάστασης του 1926-27. Το κόμμα τους το Κουιμοτάγκ, ήταν το κόμμα της εθνικής αστικής τάξης που ξεσηκώθηκε ενάντια στην αυτοκρατορία. Το νεαρό ΚΚ Κίνας αναγκάστηκε από την Κομιντερν να συμμαχήσει μαζί το Κουιμοτάγκ, και όταν αυτό στράφηκε εναντίον του και κατέστειλε τα εργατικά σοβιέτ ο Τσιαγκ-Και-Σεκ, κήρυξε δικτατορία. Αργότερα ο Τσιαγκ-Κάι-Σεκ, οδήγησε τις δυνάμεις του πρώτα σε αποτυχημένο πόλεμο ενάντια στην Ιαπωνία και μετά ενάντια στον Κινέζικο Κόκκινο Στρατό του Μάο. Όταν ηττήθηκε κατέφυγε στην Φορμόζα το 1947 την οποία απέσπασε από την Κίνα, κυβερνώντας δικτατορικά μέχρι τον θάνατο του.

[3] Μαζαρίκ, Τόμας Γκάριγκ (1850-1937) ήταν Σλοβάκος κοινωνιολόγος και φιλόσοφος, εισηγητής της φιλελεύθερης πολιτικής στην Τσεχοσλοβακία. Συμμετείχε στις παν-σλαβικές πολιτικές κινήσεις της Τσεχοσλοβακίας κάτω από την μπότα της Αυστρο-Ουγγαρίας, και πάλευε με ένα αστικό δημοκρατικό πολιτικό προσανατολισμό. Κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αυτός και το κόμμα του συνεργάστηκαν με τους δυτικούς συμμάχους ενάντια στην Αυστρο-Ουγγαρία. Ο Μάζαρικ, τοποθετήθηκε πρόεδρος στην νέα χώρα και κυβέρνησε με ένα αστικο-δημοκρατικό αλλά αυταρχικό τρόπο μέχρι το 1935.

[4] Μπρίνιγκ, Χάϊνριχ (1885-1970) ήταν ο καγκελάριος της Γερμανίας μεταξύ 1930 και 1932. Ξεκίνησε σαν συντηρητικός συνδικαλιστής των κίτρινων σωματείων των δικηγόρων κατά την διάρκεια της επανάστασης του 1919. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 20, έβαλε τις βάσεις για την ανάπτυξη της πολιτικής θεωρίας της Χριστιανοδημοκρατίας και του «ειρηνικού δρόμου για την ανακατάληψη του Ρουρ» μέσα στο Κεντρώο κόμμα. Εκλέχτηκε καγκελάριος και κλήθηκε να πάρει πολύ σκληρά οικονομικά μέτρα μετά την κρίση του 29. Ήταν τότε που συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες στο πρόσωπο του και με την ανοχή των Σοσιαλδημοκρατών προσπάθησε να επιβιώσει ανάμεσα στους Κομμουνιστές και τους Φασίστες. Όταν η κυβέρνηση του οδηγήθηκε σε αποστασία και πτώση, παρέμεινε πιστός στους επιγόνους του ακόμη και όταν ψήφιζαν τις έκτακτες εξουσίες του Χίτλερ. Το 1934 το έσκασε από την Ναζιστική πλέον Γερμανία και διέφυγε στις ΗΠΑ.

[5] Ντόλφους, Ενγκελμπερτ (1892-1934) ο δεξιός δικτάτορας της Αυστρίας μεταξύ 1933 και 1934. Ήρθε στην εξουσία ως το άμεσο αποτέλεσμα της ήττας του αυστριακού εργατικού κινήματος. Ο Ντόλφους στηρίχτηκε κατά βάση στο κομμάτι της αυστριακής αστικής τάξης που δεν ήθελε την απορρόφηση της από την Γερμανία, επιζητώντας μια πρόσκαιρη συμμαχία στον Ιταλικό φασισμό. Ωστόσο μετά την εξέγερση της Βιέννης του 1934 και την αποδυνάμωση του καθεστώτος του Ντόλφους από αυτήν (αν και την κατέστειλε), οι φιλογερμανοί ναζί έκαναν αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος στην οποία όμως δολοφονήθηκε ο Ντόλφους.

[6] Πιλσούδσκι, Γιόζεφ Κλέμενς (1867-1935) ο δικτάτορας της Πολωνίας από το 1926 έως τον θάνατο του. Ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα σαν μέλος των Ναρόντνικων και κατόπιν ως ηγέτης του παράνομου Πολωνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος που πάλευε κάτω από τον Τσαρικό ζυγό και για την ανεξαρτησία της Πολωνίας έχοντας προτάξει το εθνικό ζήτημα πάνω από το κοινωνικό, κάτι που το έφερε σε διάσπαση με την πολωνική σοσιαλδημοκρατία. Κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, έφτιαξε τις παραστρατιωτικές Πολωνικές Λεγεώνες στο πλευρό του Αυστριακού στρατού. Με την οκτωβριανή επανάσταση η Πολωνία έγινε ανεξάρτητη το 1918 και ο Πιλσούδσκι εκλέχτηκε πρώτος πρόεδρος της από την Συντακτική Συνέλευση. Παρά τους αρχικούς δισταγμούς του το 1919, συμμετείχε μαζί με τους δυτικούς στην επίθεση κατά της σοβιετικής δημοκρατίας καταστέλλοντας στο εσωτερικό της χώρας, τους κομμουνιστές. Η αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού ήταν σαρωτική και μετά βίας η Βαρσοβία σώθηκε. Μετά την συνθήκη ειρήνης ο Πιλσούδσκι παραιτήθηκε από την ενεργό πολιτική όταν η Πολωνία προσπαθούσε να ελιχθεί ανάμεσα στις κοινωνικές κρίσεις και τα άλυτα εθνικά ζητήματα. Ένα πραξικόπημα οργανώθηκε το 1926 που στηρίχτηκε από το εθνικιστικό Πολωνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Κόμμα των Αγροτών και έχοντας την ανοχή και κριτική στήριξη του ΚΚ Πολωνίας και της Κομιντέρν την εποχή των αποφάσεων του 5ου συνεδρίου της, που προσπαθούσε να βρει «αριστερούς δημοκράτες εθνικιστές» για να συμμαχήσει μαζί τους. Στην αρχή η δικτατορία πήρε «ήπια μέτρα» αλλά ήδη μετά το 29, στράφηκε στην σκληρή καταστολή. Στην εξωτερική πολιτική υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με την ΕΣΣΔ και μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του να πείσει την Γαλλία σε προληπτικό πόλεμο κατά της Γερμανίας, υπέγραψε με τους Ναζί σύμφωνο επίθεσης λίγο πριν πεθάνει. Είναι τότε που το ΚΚ Πολωνίας τον καταγγέλει ως φασίστα.

[7] Αλέξανδρος βασιλιάς της Σερβίας, Καραγεώργεβιτς (1888-1934) ήταν ο πρώτος βασιλιάς του Βασιλείου των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων, που φτιάχτηκε μετά την ήττα της Αυστρο-Ουγγαρίας στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Μετά την εξέγερση των Κροατών, το 1929 κήρυξε προσωπική δικτατορία μετατρέποντας το βασίλειο σε βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας. Προσπάθησε να ελιχθεί ανάμεσα στις διαφορετικές εθνότητες της χώρας και την γενικευμένη λαϊκή αγροτική και εργατική δυσαρέσκεια. Δολοφονήθηκε από κοινή ενέργεια των Μακεδόνων αυτονομιστών της IMRO, των Κροατών Ουστάσι και των μυστικών υπηρεσιών της φασιστικής Ιταλίας, το 1934 σε επίσημη επίσκεψη στην Γαλλία.

[8] Σέβεριγκ, Καρλ Βίλχελμ (1875-1952) σοσιαλδημοκράτης πολιτικός και υπουργός εσωτερικών στην σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση το 1928-30. Ήταν στην δεξιά πτέρυγα του κόμματος ως επικεφαλής του μυστικού επανεξοπλισμού του γερμανικού στρατού που παραβίασε τις Συνθήκες των Βερσαλλιών. Για αυτό ανακρίθηκε κατά την διάρκεια των δικών της Νυρεμβέργης αλλά απαλλάχτηκε των κατηγοριών επικαλούμενος «αγνό πατριωτικό καθήκον» και ανάγκη προστασίας της χώρας από την ΕΣΣΔ και τον «εσωτερικό εχθρό».

[9] Μακντόναλντ, Τζέιμς Ράμσεϊ (1866-1937) ηγέτης των Εργατικών στην Αγγλία και δύο φορές πρωθυπουργός το 1924-25 και το 1929. Αν και ξεκίνησε από την «αριστερή πτέρυγα» των Εργατικών παραιτούμενος από τα ηγετικά αξιώματα όταν αυτοί ψήφισαν τον πολεμικό προϋπολογισμό του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, μετά την οκτωβριανή επανάσταση κατέληξε να είναι ο φανατικότερος αντι-κομμουνιστής στις γραμμές των Εργατικών. Με αυτή την αντίληψη έσπασε από το Εργατικό Κόμμα φτιάχνωντας το Εθνικό Εργατικό Κόμμα που στηριγμένο από του Συντηρητικούς προσπάθησε να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 30 σε κυβέρνηση «εθνικής ενότητας». Η κακή κατάσταση της υγείας του το οδήγησε σε παραίτηση το 1935.

[10] Πάπεν, Φράντς φον (1879-1969) ήταν ο φιλομοναρχικός δεξιός καγκελάριος που κυβέρνησε την Γερμανία διαδεχόμενος τον Μπρύνιγκ και ανοίγοντας τον δρόμο στον Χίτλερ, ως αντι-καγκελάριος του για μια σύντομη περίοδο μεταξύ 1933-34. Μέλος του Κεντρώου κόμματος ήταν ο επικεφαλής της δεξιάς πτέρυγας του και στήριξε τον στρατηγό Χίντεμπουργκ για την προεδρία. Αυτός του ανταπέδωσε το 1932, ορίζοντας την κυβέρνηση αποστατών που έριξε τον Μπρύνιγκ από την εξουσία. Πιστεύοντας ότι μπορεί να τιθασεύσει τους Ναζί του Χίτλερ δέχτηκε να συγκυβερνήσει μαζί του το 1933 μέχρι που οι Ναζί τον έδιωξαν από την αντι-καγκελαρία και το έστειλαν πρεσβευτή στην Αυστρία και κατά την διάρκεια του πολέμου στην Τουρκία. Μετά τον πόλεμο, συνεργάστηκε με τους Συμμάχους και το Βατικανό και έτσι αθωώθηκε στην Νυρεμβέργη. Ήταν από τους βασικούς ιδρυτές της Χριστιανο-Κοινωνικής ένωσης της Βαυαρίας και βασικός εισηγητής στην Γερμανία της ιδέας της Ενωμένης Ευρώπης.

[11] Σλάιχερ, Κουρτ φον (1882-1934) ήταν ο τελευταίος καγκελάριος της Γερμανίας πριν τον Χίτλερ. Πρώσος αξιωματικός και στενός συνεργάτης του Χίντεμπουργκ, που τον προωθούσε παρασκηνιακά ήδη από την εποχή που ήταν υφυπουργός Αμύνης στις κυβερνήσεις Μπρύνιγκ και Πάπεν. Είχε μια πολιτική συμβιβασμού ανάμεσα σε αυτούς τους δύο και για αυτό προωθήθηκε να εξισορροπήσει τις αντιθέσεις ανάμεσα στα κόμματα της δεξιάς. Όταν ο Χίτλερ ήρθε στην εξουσία, ήταν από τα πρώτα θύματα του κατά την διάρκεια των διωγμών της «Νύχτας των μεγάλων μαχαιριών» στις 30 Ιουνίου 1934.

[12] Μανουίλσκι, Ντιμίτρι (1893-1952) ήταν για ένα μεγάλο διάστημα εκ των ηγετών της σταλινικής Κομιντέρν. Πρώην μέλος των δι-αχτιδικών σοσιαλδημοκρατών (Μεζραγιότζι) που βρίσκονταν μαζί τον Τρότσκι, τον Λουνατσάρσκι και άλλους, ανάμεσα σε μπολσεβίκους και μενσεβίκους. Ενώθηκαν με τους μπολσεβίκους τον Ιούλιο του 1917. Αναρριχήθηκε στην Διεθνή πολεμώντας ενάντια στον Ρακόφσκι σε συμμαχία με τον Στάλιν από το 1923 και από το 1931 μέχρι και την διάλυση της Κομιντέρν το 1943, ήταν γραμματέας της.

[13] Κουουζίνεν, Όττο (1881-1964) ήταν ο ηγέτης του Φινλανδικού Κομμουνιστικού Κόμματος κατά την διάρκεια της Φινλανδικής επανάστασης το 1918. Η ατολμία του κατά την διάρκεια της επανάστασης, κόστισε μια τραγική ήττα με 100.000 νεκρούς προλετάριους και στιγματίστηκε στην Κομιντέρν ως παράδειγμα προς αποφυγή στα πρώτα συνέδρια της. Ωστόσο ο Κουουζίνεν ως ισόβιος γραμματέας του ΚΚ Φινλανδίας, άρχισε να παίζει ηγετικό ρόλο στην Διεθνή, προωθούμενος από τον Στάλιν.

[14] Ντουμέργκ, Γκαστόν (1863-1937), ήταν ο πρωθυπουργός στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας που ανέλαβε να σταθεροποιήσει την κατάσταση στην Γαλλία αμέσως μετά την αποτυχημένη απόπειρα των γάλλων φασιστών στις 4 Φλεβάρη του 1934 να κάνουν πραξικόπημα και την συνακόλουθη γενική απεργία του γαλλικού προλεταριάτου που ακολούθησε, δίνοντας το έναυσμα σε μια περίοδο σκληρής ταξικής πάλης στην χώρα μέχρι την νίκη του Λαϊκού Μετώπου το 1936. Ο Ντουμέργκ αν και ξεκίνησε την καριέρα του ως Ριζοσπάστης, στράφηκε δεξιά κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου υπηρετώντας σε αρκετές κυβερνήσεις.

[15] Τζιολίτι, Τζιοβάνι (1842-1928) ήταν ο δεξιός πρωθυπουργός της Ιταλίας το οποίο διαδέχτηκε ο Μουσολίνι. Αν και φιλελεύθερος πολιτικός στράφηκε δεξιά μετά την οκτωβριανή επανάσταση και μετά το κίνημα εργατικών καταλήψεων στην Βόρεια Ιταλία το 1919. Υποστήριξε την πορεία των Ιταλών μελανοχιτώνων του Μουσολίνι. Οι φασίστες στήριξαν την τελευταία κυβέρνηση του.
 
http://avantgarde2009.wordpress.com/2012/12/13/%ce%b2%ce%bf%ce%bd%ce%b1%cf%80%ce%b1%cf%81%cf%84%ce%b9%cf%83%ce%bc%cf%8c%cf%82-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%cf%86%ce%b1%cf%83%ce%b9%cf%83%ce%bc%cf%8c%cf%82/

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Ετιέν Μπαλιμπάρ: Για τη δικτατορία του προλεταριάτου


Ετιέν Μπαλιμπάρ: Για τη δικτατορία του προλεταριάτου

ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Να τι λέει ο Λουί Αλτουσέρ για το βιβλίο του Μπαλιμπάρ: «Το βιβλίο αυτό εξηγεί καθαρά και απλά τι εννοούσαν ο Μαρξ και ο Λένιν με τον όρο “δικτατορία του προλεταριάτου”. Το ζήτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου τέθηκε δημόσια από το 22ο Συνέδριο του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ενδιαφέρει όλους τους Γάλλους πού μάχονται για την ενότητα της αριστεράς, με τους κομμουνιστές στην πρώτη γραμμή. Το βιβλίο αυτό, στο όποιο αναδημοσιεύονται ντοκουμέντα του 22ου Συνεδρίου και κείμενα των κλασσικών του μαρξισμού, αποτελεί συμβολή στο διάλογο πού έχει ανοίξει στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα πάνω στη δικτατορία τού προλεταριάτου.» Το μεγαλύτερο προτέρημα του βιβλίου είναι, πράγματι, η σαφήνεια και η απλότητα της έκθεσης και η επιμονή στον ακριβή ορισμό της έννοιας της δικτατορίας του προλεταριάτου. Βέβαια, όπως λέει κι ο ίδιος ο συγγραφέας, τα πολιτικά προβλήματα δεν λύνονται με ορισμούς. Γίνεται όμως αναγκαία η θεωρητική τοποθέτηση και το ιδεολογικό ξεκαθάρισμα των λογαριασμών όταν υπάρχει ο κίνδυνος να αποδοθεί, μέσα από τις πιέσεις μιας τρέχουσας πολιτικής,σε έννοιες τόσο σημαντικές όχι το μαρξιστικό τους περιεχόμενο αλλά εκείνο που επιδιώκει να επιβάλει η πίεση της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας.

Ετιέν Μπαλιμπάρ

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Ο Μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων

Ο Μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ FREE photo hosting by Fih.gr
Η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην Ανατολική Ευρώπη και την πρώην ΕΣΣΔ συνέπεσε με μια γενική υποχώρηση της μαρξιστικής θεωρίας στο δυτικό κόσμο. Ο μαρξισμός, που σχεδόν ήταν «μόδα» στις χώρες της Δύσης κατά τη δεκαετία του 1970, υποχώρησε από πολλά παραδοσιακά οχυρά του (μερίδες της διανόησης, των επιστημόνων και της νεολαίας, τα πανεπιστήμια και οι ακαδημαϊκές συζητήσεις, οι επιφυλλίδες του «σοβαρού» τύπου κ.ο.κ.) προς όφελος άλλων, αντίπαλων προς το μαρξισμό, θεωρητικών ρευμάτων. Η συγκυρία αυτή δημιούργησε ένα αίσθημα ευφορίας σ’ όλους όσους αντιστρατεύονταν θεωρητικά και πολιτικά το μαρξισμό. Έτσι, πολλοί από τους αντιμαρξιστές διανοούμενους και πολλοί περισσότεροι από τους υπαλλήλους των ιδεολογικών μηχανισμών του (καπιταλιστικού) κράτους διείδαν, για μια ακόμα φορά1, τον επερχόμενο «οριστικό» θάνατο του μαρξισμού. Για την τεκμηρίωση του ισχυρισμού αυτού επιστρατεύεται συνήθως ένας πρωτόγονος εμπειρισμός (βλ. και Δημούλη 1994, σελ. 34): Ο μαρξισμός «έγινε πράξη» στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Η κατάρρευση των χωρών αυτών αποδεικνύει ότι ο μαρξισμός απέτυχε. Άρα ο μαρξισμός ήταν λάθος και συνεπώς το τέλος του έφθασε.
Γιάννης Μηλιός
Ο Μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων – Διαβάστε το.pdf

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Η Αγία Οικογένεια


Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Η Αγία Οικογένεια

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

[...] Η «Αγία Οικογένεια» είναι μια χλευαστική ονομασία των φιλοσόφων, αδελφών Μπάουερ, και των οπαδών τους. Οι κύριοι αυτοί εκήρυτταν ότι η κριτική τοποθετείται πάνω από κάθε πραγματικότητα, πάνω απʼ τα κόμματα κι απ' την πολιτική, αρνιέται κάθε πρακτική δράση και περιορίζεται να παρατηρεί, με «πνεύμα κριτικής», τον κόσμο, που μας περιβάλλει και τα περιστατικά που εκτυλίσσονται σ' αυτόν. Αυτοί οι κύριοι Μπάουερ έκριναν αφ' υψηλού το προλεταριάτο και το θεωρούσαν σαν μια μάζα στερημένη από πνεύμα κριτικής. Ο Μαρξ κι ο Ένγκελς αντέδρασαν αποφασιστικά εναντία σ' αυτή την τάση που είναι τόσο βλαβερή όσο είναι γελοία. Στην «Αγία Οικογένεια», ο Μαρξ και ο Ένγκελς αποδείχνουν ότι οι νεοχεγκελιανοί παραμορφώνουν, όπως όλοι οι ιδεαλιστές την πραγματική εικόνα του σύμπαντος, και μεταμορφώνουν τον άνθρωπο και τη φύση σε κατηγορίες καθαρά λογικές. Οι νεο-χεγκελιανοί ισχυρίζοντο ότι «τα άτομα που είναι προικισμένα με πνεύμα κριτικής αποτελούσαν τη βασική κινητήρια δύναμη της ιστορίας, αρνιούνταν τον αντικειμενικό χαρακτήρα των κοινωνικών νόμων και την αξία της δράσης των λαϊκών μαζών. Κηρύσσοντας τη| λατρεία του ατόμου, τοποθετούσαν το άτομο επάνω απʼ το λαό και θεωρούσαν το προλεταριάτο, τον εργαζόμενο λαό σαν μια «άχρωμη μάζα» Ανίκανη για μια ξεχωριστή ιστορική πράξη. Οι θεωρίες και οι αντιλήψεις των νεο- χεγκελιανών ήταν ένα σοβαρό εμπόδιο στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Στην «Αγία Οικογένεια» ο Μαρξ κι ο Ενγκελς ξεσκέπαζαν αυτές τις αντιδραστικές θεωρίες. Αντιτάσσοντας την υλιστική αντίληψη για τη φύση και για την κοινωνία, στον ιδεαλισμό των νεο-χεγκελιανών, ο Μαρξ κι ο Ένγκελς απέδειξαν ότι το κύριο περιεχόμενο της ιστορίας είναι η πάλη των εργαζομένων τάξεων ενάντια στους εκμεταλλευτές. Στην «Άγια Οικογένεια» διατύπωσαν την ιδέα: του προλεταριάτου, «νεκροθάφτη του καπιταλισμού». Σ' αυτό το βιβλίο βρίσκουμε να εκτίθεται η άποψη που καθόρισαν σχεδόν ολοκληρωμένα ο Μαρξ κι ο Ενγκελς σχετικά με τον έπανατστατικό ρόλο του προλεταριάτου.

«Η Αγία Οικογένεια» περιέχει σημαντικές απόψεις για την ιστορία της φιλοσοφίας, σαν ιστορίας της πάλης του υλισμού ενάντια στον ιδεαλισμό. Μέγα μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στην ιστορία του υλισμού στην Αγγλία και στην Γαλλία και στην ιστορία του μηχανιστικού υλισμού. Μολονότι αυτό το έργο δεν τοποθετεί σκόμα κύρια ζητήματα, όπως είναι η δικτατορία του προλεταριάτου, είναι εντούτοις ένας σημαντικός σταθμός στο δρόμο προς τον επιστημονικό κομμουνισμό. Το βιβλίο αυτό, όπως το είπε ο Λένιν, βάζει τα θεμέλια τού υλιστικού, επαναστατικού σοσιαλισμού
Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Εξέγερση και μελαγχολία

Εξέγερση και μελαγχολία
Ο ρομαντισμός στους Αντίποδες της Νεοτερικότητας
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
FREE photo hosting by Fih.grTι είναι ο ρομαντισμός; Αίνιγμα που παραμένει άλυτο, ο ρομαντισμός σαν γεγονός, φαινομενικά δείχνει να μην υπόκειται σε ανάλυση, όχι μόνο διότι η οργιαστική πολλαπλότητά του αντιστέκεται στις προσπάθειες για αναγωγή του σʼ έναν κοινό παρονομαστή,, αλλά επίσης, και κυρίως, εξαιτίας του αφάνταστα αντιφατικού του χαρακτήρα, της φύσης του ως coincidentia oppositorum: ταυτόχρονα (ή άλλοτε) επαναστατικός και αντεπαναστατικός, ατομικιστικός και κοινοτιστικός, κοσμοπολίτικος και εθνικιστικός, ρεαλιστικός και φανταστικός, οπισθοδρομικός και ουτοπικός, εξεγερσιακός και μελαγχολικός, δημοκρατικός και αριστοκρατικός, ακτιβιστικός και θεωρησιακός, δημοκρατικός και μοναρχικός, κόκκινος και λευκός, μυστικιστικός και αισθησιακός. .. Δεν πρόκειται λοιπόν για εύρεση “λύσεων” σε κάποια “προβλήματα”, αλλά για τη διαμόρφωση μιας συνολικής εναλλακτικής πρότασης στην υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων, για ένα νέο πολιτισμό, έναν τρόπο ζωής άλλο, που δεν θα είναι η αφηρημένη άρνηση της νεοτερικότητας, αλλά η “ανύψωση” της (Aufhebung), η καθορισμένη άρνησή της, η διατήρησή των καλύτερων κατακτήσεων της, και η υπέρβασή της προς μια ανώτερη μορφή πολιτισμού... Αυτό δεν σημαίνει επιστροφή στο παρελθόν, αλλά μια παράκαμψη μέσω του παρελθόντος, προς ένα νέο μέλλον, παράκαμψη που επιτρέπει στο ανθρώπινο πνεύμα να συνειδητοποιήσει όλο τον πολιτιστικό πλούτο, όλη την κοινωνική ζωτικότητα που θυσιάστηκαν από την ιστορική πρόοδο που μπήκε σε κίνηση από την βιομηχανική επανάσταση... Αυτή η ουτοπία έχει ισχυρές ρίζες στο παρόν και το παρελθόν: στο παρόν, γιατί στηρίζεται σʼ όλες τις δυνατότητες και αντιφάσεις της νεοτερικότητας για να οδηγήσει στην έκρηξη του συστήματος και στο παρελθόν, γιατί βρίσκει στις προνεωτερικές κοινωνίες συγκεκριμένα παραδείγματα και απτές αποδείξεις ενός τρόπου ζωής ποιοτικά διαφορετικού και διακριτού από το βιομηχανικό καπιταλιστικό πολιτισμό (και από μερικές απόψεις ανώτερο του). Χωρίς νοσταλγία του παρελθόντος δεν μπορεί να υπάρξει αυθεντικό όνειρο για το μέλλον. Υπʼ αυτή την έννοια, η ουτοπία ή θα είναι ρομαντική ή δεν θα υπάρχει.
Michael LowyRobert Sayre
Εξέγερση και μελαγχολία (Αρχείο DJVU, 4 MB)
Εξέγερση και μελαγχολία (Αρχείο PDF, 9 MB)

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Μαρξισμός και επαναστατικός ρομαντισμός

Μαρξισμός και επαναστατικός ρομαντισμός
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
FREE photo hosting by Fih.grΕίναι ο ρομαντισμός ένα κίνημα συντηρητικό και αντιδραστικό; Ή μήπως η αντίθεσή του στον καπιταλισμό και την αστική κοινωνία περικλείει επαναστατικές δυνατότητες; Τα ερωτήματα αυτά και, με ένα τρόπο πιο συγκεκριμένο, τη σχέση ανάμεσα στο μαρξισμό και το ρομαντισμό εξετάζουν τα δοκίμια αυτού του τόμου που αφιερώνονται στο έργο του Georg Lukacs και της Ρόζας Λούξεμπουργκ, δύο στοχαστές που συνδέονται χαρακτηριστικά με τη ρομαντική παράδοση. Είναι περιττό να τονίσουμε ότι η προβληματική αυτού του έργου δεν έχει απολύτως τίποτα το κοινό με ένα καινούργιο εμπορικό κατασκεύασμα που κατέκλυσε πρόσφατα την πολιτιστική αγορά με την ετικέτα «νέος ρομαντισμός».
MICHAEL LOWY
Μαρξισμός και επαναστατικός ρομαντισμός – Διαβάστε το
Μαρξισμός και επαναστατικός ρομαντισμός (Αρχείο PDF, 4 MB)


Μαρξισμός και επαναστατικος ρομαντισμός

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

E. W. Said: Διανοούμενοι και εξουσία (Διαλέξεις Reith 1993)

E. W. Said: Διανοούμενοι και εξουσία (Διαλέξεις Reith 1993)
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
FREE photo hosting by Fih.grO Edward W. Said, στα συναρπαστικά δοκίμια αυτού του τόμου, τα οποία στηρίζονται στις διαλέξεις Reith που έδωσε για λογαριασμό του BBC το 1993, εξετάζει τη σημασία και το ρόλο του διανοούμενου στη σύγχρονη εποχή. Καθήκον του διανοούμενου, λέει ο συγγραφέας, είναι η έκφραση (η "αναπαράσταση") ενός μηνύματος ή μιας άποψης όχι μόνον ενώπιον αλλά και εκ μέρους ενός κοινού. Επιπλέον, ο διανοούμενος οφείλει να δρα ως "ξένος", από περιθωριακή θέση, ως άνθρωπος που αρνείται να αφομοιωθεί στους κόλπους της εκάστοτε κυβέρνησης και των διαφόρων εταιριών. «Ποια η σχέση των διανοουμένων με τους θεσμούς και τις κοσμικές εξουσίες;» αναρωτιέται ο Έντουαρντ Σάιντ. «Ποιος είναι ο ρόλος τους και τι καθορίζει την στάση τους;» Αυτός, ένας στοχαστής της διασποράς, στρατευμένος στην υπόθεση της ανθρώπινης ελευθερίας, της αλήθειας και της αξιοπρέπειας, πολέμιος της καταπίεσης και της αδικίας, επιχειρεί να δώσει τις απαντήσεις, μιλώντας, πρώτα απ όλα, για τον ίδιο του τον εαυτό, εκθέτοντας τα δικά του κριτήρια και τις δικές του αγωνίες. «Κανένα άλλο στοιχείο δεν παραμορφώνει το δημόσιο πρόσωπο του διανοουμένου, περισσότερο από τη λοξοδρομία, την επιφυλακτική σιωπή, τον πατριωτικό φανφαρονισμό, τη μελοδραματική αναδρομική αποστασία», σημειώνει, για να υπογραμμίσει ρητά: «Αντίθετα μ αυτούς που προωθούν τα ατομικά συμφέροντα, οι διανοούμενοι έχουν την υποχρέωση να θέτουν υπό αμφισβήτηση τον πατριωτικό εθνικισμό, τη συντεχνιακή νοοτροπία και την όποια αίσθηση ανωτερότητας λόγω τάξης, φυλής ή γένους», και αλλού: «Θεωρώ πρωταρχικό καθήκον του διανοουμένου την απελευθέρωση από κάθε είδους πιέσεις. Γι αυτό και τον παρουσιάζω ως εξόριστο, περιθωριακό κι ερασιτέχνη, ως άνθρωπο, που, απέναντι στην εξουσία, μιλά τη γλώσσα της αλήθειας - τη γλώσσα του».
Edward W. Said
ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ (Αρχείο PDF, 2.95 MB)

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Άπαντα FR. ENGELS

Άπαντα FR. ENGELS
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΑ 3 ΒΙΒΛΙΑ FREE photo hosting by Fih.gr
Ο Φρίντριχ Ένγκελς, μαζί με τον Καρλ Μαρξ, θεωρήθηκαν από τον Λένιν "Οι πιο σπουδαίοι οδηγοί και δάσκαλοι του σύγχρονου προλεταριάτου ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου." Ο Ένγκελς γεννήθηκε στο Μπάρμεν της Ρηνανίας στις 28 Νοέμβρη 1820 από μεγαλοαστική οικογένεια με εξαιρετικό κοινωνικό κύρος. Ο πατέρας του ήταν συνεταίρος σε εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας στο Μάντσεστερ της Αγγλίας. Όπως έγραψε κάποτε η Ελεονόρα Μαρξ “ποτέ δεν γεννήθηκε σε τέτοιου είδους οικογένεια γιος που να ξεστρατίσει τόσο πολύ”. Το 1838, πριν προλάβει να ολοκληρώσει τις ανώτερες σπουδές του, αναγκάστηκε από τις οικογενειακές συνθήκες να εργαστεί σε εμπορικό οίκο στο Μπάρμεν. Στην συνέχεια υπηρέτησε ένα χρόνο στο στρατό σαν εθελοντής στο Βερολίνο, και το 1842 πήγε στο Μάντσεστερ όπου έμεινε δύο χρόνια. Στον ελεύθερο χρόνο του μελέτησε πολιτική και επιστήμη και επηρεάστηκε από τη διδασκαλία του Γερμανού φιλοσόφου Γκεόργκ Χέγκελ.
Φρ. Ένγκελς
Fr. Engels, Ο ρόλος της βίας στην ιστορία
Fr. Engels, Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία (τ. Α' + Β΄)
Fr. Engels - K. Marx, Αλληλογραφία (τ. Α΄+ Β')

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΝΤΟΝΙΟ ΓΚΡΑΜΣΙ (1891-1937)

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΝΤΟΝΙΟ ΓΚΡΑΜΣΙ (1891-1937)
 
FREE photo hosting by Fih.grΓια τον Γκράμσι το ερώτημα «πώς γεννιέται η ιστορική κίνηση πάνω στη βάση της οικονομίας» αποτελεί κομβικό σημείο του ιστορικού υλισμού. H απάντηση του Γκράμσι στο ερώτημα αυτό στηρίζεται εξολοκλήρου στο μαρξισμό, στον επαναστατικό μαρξισμό. Απορρίπτει όλες τις μηχανιστικές ερμηνείες, αυτές που προϋποθέτουν τάχα κάποιους αυτοματισμούς. Απορρίπτει κατηγορηματικά τις οικονομίστικες αντιλήψεις. Βρίσκεται σε ένα διαρκή πόλεμο με τον οικονομισμό όλων των αποχρώσεων. Eίμαστε υποχρεωμένοι να σταθούμε στο πρόβλημα, γιατί έχει άμεση σημασία για την αντίληψή μας σε ό,τι αφορά τη σχέση ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία. Έχει σχέση με τη βασική θέση του μαρξισμού πως κινητήρια δύναμη της ιστορίας είναι η ταξική πάλη και όχι κάτι άλλο. Είμαστε υποχρεωμένοι να επιμείνουμε στο θέμα, γιατί τις τελευταίες δεκαετίες, το αριστερό κίνημα κυριαρχήθηκε από μια αντίληψη που θεωρούσε τις παραγωγικές δυνάμεις σαν τον καθοριστικό παράγοντα της ιστορικής εξέλιξης, και υποβιβαζόταν η ζωντανή δραστηριότητα των ανθρώπων σε απλό βοηθητικό μοχλό ενός αυτοματισμού που ενυπάρχει τάχα στην αυτοεξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων. Oι μάζες έπρεπε να υποβοηθήσουν απλά αυτόν τον αυτοματισμό. Στη θέση της ταξικής πάλης επιστρατεύτηκε ένας οικονομικός ντετερμινισμός για να δικαιολογήσει την προσαρμογή στις απαιτήσεις των «παραγωγικών δυνάμεων». Δεν είναι τυχαίο που όλες οι ρεβιζιονιστικές «μαρξιστικές» θεωρίες στηρίζονταν στη «θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων».
Χριστίνα Μπάρτσα - Ρούντι Ρινάλντι - Γιώργος Τσίπρας - Λουκάς Αξελός - Αντόνιο Γκράμσι
Μπορείτε να κατεβάσετε ΌΛΑ τα παρακάτω Βιβλία, ελεύθερα
Αντόνιο Γκράμσι – Για τον Μακιαβέλι, Ηριδανός
Αντόνιο Γκράμσι – Η οργάνωση της κουλτούρας, Στοχαστής
Τζιουζέπε Φιόρε – Αντόνιο Γκράμσι, η ζωή ενός επαναστάτη, Οδυσσέας
Αντόνιο Γκράμσι – Ιστορικός υλισμός, Τετράδια της φυλακής, Οδυσσέας
Αντόνιο Γκράμσι – Πολιτικά κείμενα, Οδυσσέας
Αντόνιο Γκράμσι – Λογοτεχνία και εθνική ζωή, Στοχαστής
Αντόνιο Γκράμσι – Οι διανοούμενοι, Στοχαστής
Αντόνιο Γκράμσι – Οι θέσεις της Λυών, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο
Αντόνιο Γκράμσι – Παρελθόν και παρόν, Στοχαστής
Αντόνιο Γκράμσι – Σοσιαλισμός και κουλτούρα, Στοχαστής
Αντόνιο Γκράμσι – Τα εργοστασιακά συμβούλια, Στοχαστής
Άρθρα και Βιβλία του Αντόνιο Γκράμσι

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ Α. ΓΚΡΑΜΣΙ, της Χ. Μπάρτσα
Bιογραφικά στοιχεία για τον Αντόνιο Γκράμσι
της Χριστίνας Μπάρτσα
Ο Γκράμσι γεννήθηκε στη Σαρδηνία το 1891, όπου έζησε μέχρι τα είκοσί του. Η καταγωγή και οι εμπειρίες του συγκεντρώνουν την ευαισθησία του προς τον εγκαταλελειμμένο ιταλικό νότο, κατά συνέπεια και στο αγροτικό ζήτημα. Απομονωμένη από την ηπειρωτική Ιταλία, με μια ιδιαίτερη διάλεκτο, η Σαρδηνία δεν είναι απλώς μια περιοχή του ιταλικού νότου, διαπερνιέται από ένα έντονο διαχωριστικό πνεύμα και μια καχυποψία για ό,τι προέρχεται από την ιταλική χερσόνησο.
Από τα παιδικά του χρόνια ο Γκράμσι θα αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα υγείας που θα τον βασανίζουν σε όλη του τη ζωή. Η σπονδυλική του στήλη είναι παραμορφωμένη, οι πονοκέφαλοι και οι ζαλάδες δεν θα τον εγκαταλείψουν σχεδόν ποτέ. Θα προστε-θούν φυματίωση, υπέρταση, κυναγχικές κρίσεις και προσπάθεια για να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα, που θα τον επηρεάσουν σημαντικά.

Από νωρίς ο Γκράμσι δείχνει ιδιαίτερη κλίση και ενδιαφέρον για την ιστορία και την κουλτούρα. Καταβροχθίζει μια σειρά περιοδικά και έντυπα. Είναι, ωστόσο, αναγκασμένος να δουλέψει, ακόμη και να διακόψει το σχολείο για κάποια χρόνια μέχρι να πάρει το απολυτήριο. Με πολλές δυσκολίες παίρνει μια μικρή υποτροφία και γράφεται στη Σχολή Φιλολογίας του Τορίνο. Μελετάει Γλωσσολογία και ενδιαφέρεται ειδικά για τη σαρδηνική διάλεκτο. Παρακολουθεί σε-μινάρια Ιταλικής Λογοτεχνίας, δικαίου και Θεωρητικής Φιλοσοφίας. Συνεργάζεται με διάφορα έντυπα, γράφοντας και καθιερώνοντας ένα εντελώς προσωπικό στυλ, ενώ παράλληλα ασχολείται με τη θεατρική κριτική. Η κατάρτισή του είναι ένα στοιχείο που θα καθορίσει την ιδιαιτερότητά του. Εξελίσσεται σε βαθύ γνώστη της ιταλικής κουλτούρας και παράδοσης. Μέχρι το 1918, δεν εγκαταλείπει την ιδέα να πάρει πτυχίο, αν και η ζωή του έχει πάρει άλλη κατεύθυνση.
Στις σοσιαλιστικές ιδέες έχει ήδη μυηθεί από τον αδελφό του, που είχε σχέσεις με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, αλλά είναι ο ερχομός του στο Τορίνο που συνοδεύεται από τις πρώτες επαφές με τους σοσιαλιστικούς κύκλους. Δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε πόλη. Είναι η καρδιά της βιομηχανικής Ιταλίας, μια μεγάλη εργατούπολη που σφύζει από ζωή και αγώνα. Αλλά και το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν είναι σαν τα άλλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν παίρνει το μέρος της αστικής τάξης. Ο Γκράμσι το 1913 γίνεται μέλος του ΣΚΙ και το 1915 συνεργάζεται με το Il Grido del Popolo και μπαίνει στη συνταχτική επιτροπή του τορινέζικου Avanti!.
Η επανάσταση του Οχτώβρη και η επαφή με το άγνωστο τότε έργο του Λένιν παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του Γκράμσι. Οι κλίμακες του εφικτού, οι κλίμακες του σύγχρονου κόσμου τροποποιούνται. Το νικηφόρο προλεταριάτο και η σοβιετική εξουσία ανοίγουν έναν καινούριο δρόμο. Το κύμα της επανάστασης απλώνεται και στην Ιταλία. Μαζί με άλλους συντρόφους στο Τορίνο (Τολιάτι, Τερατσίνι, Τάσκα κ.λπ.) ο Γκράμσι εκδίδει το εβδομαδιαίο «Όρντινε Νουόβο», μια εφημερίδα που ασκεί σημαντική επιρροή στο εργατικό κίνημα της πόλης. Η υπόθεση των εργοστασιακών συμβουλίων σαν μορφή εργατικής εξουσίας είναι ο κεντρικός πυρήνας του «Όρντινε Νουόβο». Μέσα από την εμπειρία του εργατικού κινήματος του Τορίνο και των μεγαλειώδικων αγώνων του, με τις επιτυχίες του και τις αποτυχίες του, ο Γκράμσι ωριμάζει πολιτικά.
Η ίδρυση του ΚΚ Ιταλίας, το 1921 με το συνέδριο του Λιβόρνο, είναι η φυσιολογική κατάληξη μιας χρόνιας αντιπαράθεσης μέσα στα πλαίσια του ΣΚΙ με τα ρεφορμιστικά στοιχεία. Σημείο ρήξης αποτέλεσε η αποδοχή ή μη των 21 σημείων που έβαζε η III Διεθνής. Φυσιολογική κατάληξη, αλλά όχι ώριμος καρπός μιας πολιτικής και ιδεολογικής ωρίμανσης. Το νέο κόμμα συσπειρώνει μια μειοψηφία του παλιού, και στο εσωτερικό του κυριαρχεί η φυσιογνωμία του Αμαντέο Μπορντίγκα. Οι σχέσεις του νεαρού κόμματος με τη Διεθνή δεν είναι εύκολες εξαιτίας της άρνησής του να αποδεχτεί την ταχτική του ενιαίου μετώπου και να οδηγηθεί σε μια ενοποίηση με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, από το οποίο μόλις έχει αποσπαστεί.
Το 1922, ο Γκράμσι ταξιδεύει στη Μόσχα ως αντιπρόσωπος του ΚΚΙ στην Εκτελεστική Επιτροπή της Διεθνούς. Παίρνει μέρος στο 4ο Συνέδριό της. Στα δύο χρόνια που θα λείψει από την Ιταλία, αποχτά μια σημαντική εμπειρία και αρχίζει σιγά σιγά να διαμορφώνει ένα συνολικότερο σχέδιο δράσης για το ΚΚΙ, σε αντιπαράθεση με τις αντιλήψεις του Μπορντίγκα. Κατά τον Γκράμσι, για να γίνει αυτό, χρειάζεται μια περίοδος προετοιμασίας. Στις εκλογές του 1924 εκλέγεται βουλευτής και επιστρέφει στην Ιταλία. Αναλαμβάνει Γενικός Γραμματέας του κόμματος, και μέσα στα δύο χρόνια που καθοδηγεί το κόμμα, έρχονται πολλές επιτυχίες στο πολιτικό και μαζικό επίπεδο. Στις τοτινές συνθήκες, όπου ο φασισμός άρχισε να εδραιώνει την κυριαρχία του, ο Γκράμσι επεξεργάζεται μια νέα ταχτική και στρατηγική. Δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο πρόβλημα του νότου, επεξεργάζεται συνθήματα και θέσεις που να σχετίζονται με την ταχτική του κόμματος για εκείνη την περίοδο, οργανώνει όσο είναι δυνατό μια πλατιά ιδεολογική συγκρότηση. Όλη αυτή η προσπάθεια κορυφώνεται με το συνέδριο της Λυόν το 1926.
Ωστόσο, την ίδια χρονιά, οι φασιστικές αρχές συλλαμβάνουν τον Γκράμσι. Δικάζεται μαζί με άλλους συντρόφους του και καταδικάζεται σε κάθειρξη είκοσι χρόνων. Μόλις το Γενάρη του 1929, του δίνεται η άδεια να προμηθευτεί έντυπα και γραφική ύλη. Αρχίζει το γράψιμο των «τετραδίων της φυλακής» στο Τούρι, κοντά στο Μπάρι. Διαβάζει πολύ και, όποτε το επιτρέπει η υγεία του, γράφει. Σταματά να γράφει το 1935, καταβεβλημένος και εξουθενωμένος από τις απαίσιες συνθήκες κράτησής του και τη χειροτέρευση της υγείας του. Πεθαίνει στις 27 Απρίλη 1937, μόλις έχει αποφυλακιστεί.
ΠΩΣ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ; Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΚΡΑΜΣΙ, του Ρ. Ρινάλντι
Πώς γεννιέται η ιστορική κίνηση πάνω στη βάση της κοινωνίας; H απάντηση του Αντόνιο Γκράμσι

του Ρούντι Ρινάλντι

Για τον Γκράμσι το ερώτημα «πώς γεννιέται η ιστορική κίνηση πάνω στη βάση της οικονομίας» αποτελεί κομβικό σημείο του ιστορικού υλισμού.
H απάντηση του Γκράμσι στο ερώτημα αυτό στηρίζεται εξολοκλήρου στο μαρξισμό, στον επαναστατικό μαρξισμό. Απορρίπτει όλες τις μηχανιστικές ερμηνείες, αυτές που προϋποθέτουν τάχα κάποιους αυτοματισμούς. Απορρίπτει κατηγορηματικά τις οικονομίστικες αντιλήψεις. Βρίσκεται σε ένα διαρκή πόλεμο με τον οικονομισμό όλων των αποχρώσεων.
Eίμαστε υποχρεωμένοι να σταθούμε στο πρόβλημα, γιατί έχει άμεση σημασία για την αντίληψή μας σε ό,τι αφορά τη σχέση ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία. Έχει σχέση με τη βασική θέση του μαρξισμού πως κινητήρια δύναμη της ιστορίας είναι η ταξική πάλη και όχι κάτι άλλο.

Είμαστε υποχρεωμένοι να επιμείνουμε στο θέμα, γιατί τις τελευταίες δεκαετίες, το αριστερό κίνημα κυριαρχήθηκε από μια αντίληψη που θεωρούσε τις παραγωγικές δυνάμεις σαν τον καθοριστικό παράγοντα της ιστορικής εξέλιξης, και υποβιβαζόταν η ζωντανή δραστηριότητα των ανθρώπων σε απλό βοηθητικό μοχλό ενός αυτοματισμού που ενυπάρχει τάχα στην αυτοεξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων. Oι μάζες έπρεπε να υποβοηθήσουν απλά αυτόν τον αυτοματισμό. Στη θέση της ταξικής πάλης επιστρατεύτηκε ένας οικονομικός ντετερμινισμός για να δικαιολογήσει την προσαρμογή στις απαιτήσεις των «παραγωγικών δυνάμεων». Δεν είναι τυχαίο που όλες οι ρεβιζιονιστικές «μαρξιστικές» θεωρίες στηρίζονταν στη «θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων».

Τελευταίο οχυρό του οικονομισμού ήταν η λατρεία της τεχνολογίας σαν ειδικού οχήματος για την επίλυση όλων των προβλημάτων. Ο τεχνολογικός ντετερμινισμός σαν ιδιαίτερη εκδοχή του οικονομισμού. H επιστημοτεχνική επανάσταση, που θα επιλύσει όλα τα προβλήματα, που θα μπάσει την ανθρωπότητα –αν δεν το έχει κάνει ήδη– σε μια νέα εποχή. Δεν έχει τόση σημασία που ένα μέρος του κόσμου βυθίζεται στην αθλιότητα. Άλλωστε, πάντα στις στροφές της ανθρωπότητας πληρωνόταν ένα κόστος για την προσαρμογή στις νέες καταστάσεις. Το πρόβλημα δεν είναι ένα νέο κοινωνικό σύστημα, όπως πρέσβευε ο μαρξισμός, αλλά η γενίκευση και πλέρια απελευθέρωση του καπιταλισμού, το μόνου συμβατού στην ανθρώπινη φύση συστήματος. H παγκοσμιοποίηση της παραγωγής κάτω από τη διεύθυνση των τεχνολογικών επιτευγμάτων, της επιστήμης και της τεχνικής, μας οδηγεί αυτόματα σε μια νέα κοινωνική δομή, ίσως όχι τέλεια, μα αυτή είναι η μόνη δυνατότητα που έχει η ανθρωπότητα.
Ο οικονομικός και τεχνολογικός ντετερμινισμός θέλει να καταργήσει την ιστορία. Πόσες φορές οι αστοί δεν αρνήθηκαν ότι υπάρχει ταξική πάλη; Δεν πάει πολύς καιρός, μετά το 1989, που σύσσωμο το ιερατείο του σύγχρονου καπιταλισμού αποφάνθηκε για το «τέλος της ιστορίας».

Ο Γκράμσι, επειδή στηρίζεται σε βαθιές πεποιθήσεις, επειδή πατάει γερά στη γη, επειδή ενδιαφέρεται για την ιστορία των ανθρώπων και επειδή θεωρεί ότι για το μαρξισμό «το κρίσιμο σημείο όλων των ζητημάτων» είναι η απάντηση που δίνεται στο ερώτημα «πώς γεννιέται η ιστορική κίνηση πάνω στη βάση της οικονομίας», καταπιάνεται σχεδόν σε όλο το έργο του στα «τετράδια της φυλακής» στην απάντηση του ερωτήματος αυτού και στην κριτική όλων των μηχανικιστικών και οικονομίστικων ερμηνειών. Όχι τυχαία, μεγάλο μέρος των σημειώσεών του ασχολούνται με την κριτική του Mπουχάριν και του έργου του «Θεωρία του ιστορικού υλισμού».

O Γκράμσι και ο οικονομισμός

Ας δούμε τα βασικά σημεία της απάντησης που δίνει ο Γκράμσι και την κριτική απέναντι στον οικονομισμό.
Πρώτα απ’ όλα, ο Γκράμσι διακηρύσσει ότι δεν υπάρχει αφηρημένη «ανθρώπινη φύση».
«Tο καινούριο στοιχείο που έχει εισαγάγει ο μαρξισμός στην επιστήμη της πολιτικής και της ιστορίας είναι η απόδειξη πως δεν υπάρχει μια αφηρημένη “ανθρώπινη φύση”, σταθερή και αναλλοίωτη, αλλά ότι η ανθρώπινη φύση είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που είναι ιστορικά προσδιορισμένες».
Γνωρίζει καλά πως η ανθρωπότητα θέτει πάντα μόνο εκείνα τα καθήκοντα που μπορεί να λύσει... το ίδιο το καθήκον αναπτύσσεται μόνο όπου υπάρχουν ήδη οι υλικές συνθήκες και ότι ένας κοινωνικός σχηματισμός δεν εξαφανίζεται προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις, χάρη στις οποίες αυτός ακόμα κρατιέται, και νέες, ανώτερες παραγωγικές σχέσεις δε φανερώνονται προτού επωαστούν στο εσωτερικό της ίδιας της παλιάς κοινωνίας οι συνθήκες ύπαρξής τους.

Συνεπώς, ο Γκράμσι θεωρεί δεδομένο πως η ανθρωπότητα έχει περάσει από το ιστορικό στάδιο του καπιταλισμού, πως αυτός έχει δώσει ό,τι είχε να δώσει και τώρα βρίσκεται στη φάση της γήρανσής του, και έχουν ωριμάσει γενικά οι υλικές συνθήκες για το ξεπέρασμά του. Αν αυτό δεν είχε συμβεί, δεν θα έμπαινε με τόση επιμονή και σε τόσο διαφορετικές μεριές του κόσμου, με τόσο διαφορετικές εμπειρίες και εκφάνσεις, το αίτημα της οργάνωσης της κοινωνικής ζωής σύμφωνα με ένα άλλο σχέδιο. Ο σοσιαλισμός, σαν σχέδιο και προοπτική, γεννήθηκε και ανδρώθηκε όταν ο καπιταλισμός είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε ιμπεριαλισμό, όταν ο ίδιος άρχιζε να βάζει φρένο στην ανάπτυξη και απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, όταν τα σημάδια του παρασιτισμού και της σαπίλας του συστήματος γενικεύονταν.

Αν, λοιπόν, έχουν συντελεστεί όλα αυτά, τότε η μελέτη της ιστορικής κίνησης δεν μπορεί να στηρίζεται στο μηχανικισμό, σε κάποιον αυτοματισμό, σε μια άμεση αντανάκλαση της οικονομίας στην πολιτική και καθημερινή συμπεριφορά των ανθρώπων και των τάξεων, στην οικονομίστικη αντίληψη ότι όλα καθορίζονται από τους οικονομικούς παράγοντες και πως η ζωντανή δραστηριότητα των ανθρώπων, η πολιτική, η ιδεολογία, έχουν μονάχα δευτερεύοντα ρόλο.

Για τον Γκράμσι «πρέπει να εξαφανιστεί κάθε ίχνος δεισιδαιμονικού “θαύματος”, πρέπει να τεθεί το πρόβλημα του πώς και γιατί σχηματίζονται δραστήριες πολιτικές δυνάμεις και, σε τελευταία ανάλυση, ακόμα και το πρόβλημα των μεγάλων προσωπικοτήτων μέσα στην ιστορία».
Δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει δύο βασικές τοποθετήσεις του Ένγκελς και του Mαρξ για το ζήτημα: «Η οικονομία σε “τελευταία ανάλυση” είναι κινητήρια δύναμη της ιστορίας, και οι άνθρωποι αποκτούν συνείδηση των συγκρούσεων, που πραγματοποιούνται μέσα στον οικονομικό κόσμο, στο ιδεολογικό πεδίο».

Στην κατηγορία που του απευθύνεται για βολονταρισμό –τέτοια χαρακτηρίζεται η κοινωνική και πολιτική πραχτική που δεν παίρνει υπόψη της τους αντικειμενικούς νόμους και καθοδηγείται από τις υποκειμενικές επιθυμίες των ανθρώπων που την εφαρμόζουν– ο Γκράμσι είναι κατηγορηματικός: «Είναι τουλάχιστον παράξενη η στάση του οικονομισμού απέναντι στις εκφράσεις της πολιτικής και πνευματικής θέλησης, δράσης και πρωτοβουλίας, σάμπως να μην είναι αυτές ένα οργανικό επακόλουθο οικονομικών αναγκαιοτήτων και, μάλιστα, η μόνη δραστήρια έκφραση της οικονομίας».

Ο Γκράμσι, στο σημείο αυτό, βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με τον Λένιν, ο οποίος υποστήριζε ρητά την υπεροχή της πολιτικής πάνω στην οικονομία, αφού αποτελεί συμπυκνωμένη έκφρασή της, και υπογράμμιζε από την εποχή ακόμη του περίφημου έργου του «Τι να κάνουμε» πως: «Από το γεγονός ότι τα οικονομικά συμφέροντα διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο δεν έπεται καθόλου ότι η οικονομική (επαγγελματική) πάλη έχει πρωταρχικό ενδιαφέρον, γιατί τα πιο βασικά, “αποφασιστικά” συμφέροντα των τάξεων δεν μπορεί να ικανοποιηθούν γενικά παρά μόνο με ριζικούς πολιτικούς μετασχηματισμούς».

Χρειάζεται να σκεφτούμε λίγο πάνω στα τρία στοιχεία που διαπερνούν τη ζωή μας, τις σύγχρονες κοινωνίες –και όλες τις κοινωνίες τις χωρισμένες σε τάξεις– δηλαδή, στην οικονομία, την πολιτική και την ιδεολογία. Συνδέονται διαλεχτικά μεταξύ τους, αλλά δεν πρόκειται για το ίδιο πράγμα. H μελέτη της σχέσης τους, η εκτίμηση του ιδιαίτερου ρόλου του καθενός από τα τρία αυτά στοιχεία, ο εντοπισμός αλλαγών και τροποποιήσεων στο χαρακτήρα τους ή και στις μεταξύ τους σχέσεις είναι ένα κρίσιμο ζήτημα.

Ο Γκράμσι προβάλλει δύο σοβαρές αντιρρήσεις στον οικονομισμό. Πρώτο, ότι «κατά την αναζήτηση των ιστορικών δεσμών δε διακρίνει αυτό που είναι “σχετικά μόνιμο” από αυτό που είναι ευκαιριακή διακύμανση». Να θυμίσουμε εδώ ένα πρόσφατο παράδειγμα: Στα «30 ένδοξα χρόνια» της μεταπολεμικής ανάπτυξης, θεωρήθηκε ότι ο καπιταλισμός είχε επιτέλους ανακαλύψει τάχα κάποιο μηχανισμό αυτορρύθμισής του και ξεπεράσματος των αντιθέσεών του. Το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης, που ξεκίνησε στις αρχές του 1970 και διαρκεί μέχρι τις μέρες μας, έδειξε αντίθετα περίτρανα πως ο καπιταλισμός διαπερνιέται από αξεπέραστες εσωτερικές αντιθέσεις. Δεύτερο, δεν συμφωνεί καθόλου με τη «θεωρία ότι η οικονομική ανάπτυξη περιορίζεται στο να παρακολουθεί τις τεχνικές αλλαγές στα εργαλεία εργασίας», γιατί και αυτές είναι αποτέλεσμα μιας σκληρής σύγκρουσης μέσα στους παραγωγικούς χώρους, καθώς και με τη θεωρία «ότι η οικονομική και ιστορική ανάπτυξη εξαρτιέται άμεσα από αλλαγές σε κάποιο σημαντικό στοιχείο της παραγωγής».
Μάλιστα, θα σχολιάσει πως «η ανακάλυψη καινούριων καυσίμων και καινούριας κινητήριας ενέργειας, καθώς και καινούριων πρώτων υλών στη μεταποίηση, έχει βέβαια μεγάλη σημασία, διότι μπορεί να αλλάξει τη θέση των ξεχωριστών κρατών, αλλά δεν καθορίζει τη συνολική ιστορική κίνηση».

O Γκράμσι γνωρίζει και τονίζει πως «τα μαζικά ιδεολογικά γεγονότα βρίσκονται πάντοτε σε καθυστέρηση σε σχέση με τα οικονομικά μαζικά γεγονότα» και «ότι γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει αγώνας συνειδητός και προδιατεθειμένος να κάνει “κατανοητές” τις απαιτήσεις της μαζικής οικονομικής κατάστασης» από τη σκοπιά των καταπιεζόμενων τάξεων.
Θεωρεί τον οικονομισμό μια σοβαρή παρέκκλιση και επικίνδυνο για το μαρξισμό, γιατί, όταν ο τελευταίος μπολιαστεί με τις αντιλήψεις του οικονομισμού, «χάνει μεγάλο μέρος της ικανότητάς του για πολιτιστική επέκταση μέσα στις μάζες». Ο οικονομισμός περιορίζει, κουτσουρεύει τον ορίζοντα της πάλης γύρω από την παραγωγική σφαίρα και μας οδηγεί να χάνουμε την ικανότητα της πολιτιστικής επέκτασης του μαρξισμού μέσα στις μάζες.

Ο Γκράμσι προχωρά στον εξής ορισμό για την πολιτική και τις σχέσεις της με την οικονομία: «H πολιτική είναι μόνιμη πράξη και οδηγεί στη γέννηση μόνιμων οργανώσεων στο βαθμό ακριβώς που ταυτίζεται με την οικονομία. Αλλά κι αυτή, επίσης, ξεχωρίζει από την πρώτη, και γι’ αυτό μπορούμε να μιλάμε χωριστά για οικονομία και για πολιτική και μπορούμε να μιλάμε για “πολιτικό πάθος” σαν άμεση παρακίνηση σε δράση, που γεννιέται πάνω στο “μόνιμο και οργανικό” έδαφος της οικονομικής ζωής, αλλά το ξεπερνάει βάζοντας στο παιχνίδι αισθήματα και επιθυμίες που, μέσα στην πυρακτωμένη τους ατμόσφαιρα, ο ίδιος ο υπολογισμός της ατομικής ανθρώπινης ζωής υπακούει σε νόμους διαφορετικούς από τους νόμους του ατομικού συμφέροντος».

Για την ιδεολογία και την πολιτική

Ως εδώ προσπαθήσαμε να δώσουμε τις απόψεις του Γκράμσι για την σχέση της οικονομίας και της πολιτικής. Δώσαμε την ουσία της κριτικής του στον οικονομισμό. Δεν διευκρινίσαμε ακόμα αρκετά τη σχέση ιδεολογίας και πολιτικής. Είπαμε, ωστόσο, πως οι άνθρωποι «αποκτούν συνείδηση των συγκρούσεων, που πραγματοποιούνται μέσα στον οικονομικό κόσμο, στο ιδεολογικό πεδίο».
Σχετικά με την ιδεολογία, ισχύουν δύο προτάσεις:

1) H ιδεολογία είναι το σύστημα των ιδεών, των παραστάσεων, που δεσπόζουν στο πνεύμα ενός ανθρώπου ή μιας κοινωνικής ομάδας.
2) Όταν εξετάζουμε κοινωνικές αναταραχές, πρέπει να διακρίνουμε πάντα ανάμεσα στην υλική βάση της αναταραχής, δηλαδή των υλικών όρων της παραγωγής, και στις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές μορφές, μέσω των οποίων οι άνθρωποι συνειδητοποιούν τη σύγκρουση και τη φέρνουν σε πέρας. Δηλαδή, οι άνθρωποι συνειδητοποιούν τις αντιθέσεις στο ιδεολογικό πεδίο.
Αν έχουν έτσι τα πράγματα, πρέπει να δούμε με ποιον τρόπο οργανώνει και αναπαράγει η κυρίαρχη τάξη την ιδεολογία της, πώς τη διαδίδει, πώς την κάνει σε μεγάλο βαθμό ιδεολογία και των υποτελών της τάξεων. Ιδιαίτερα στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό, αυτό γίνεται μέσα από τους μηχανισμούς ηγεμονίας ή, αλλιώς, με τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους. Συνεπώς, οι μηχανισμοί ηγεμονίας παίζουν καθοριστικό ρόλο σε όλες τις «μοριακές διαδικασίες» (ο όρος είναι του Γκράμσι) που γίνονται σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Όποιος θέλει να κινηθεί μέσα στις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί, είναι αδύνατο να μην έρθει αντιμέτωπος με το ρόλο και τη δύναμη που έχουν αποκτήσει οι μηχανισμοί αυτοί. Και αν ο Γκράμσι επισήμανε ένα πρόβλημα που τότε έκανε την ιδιαίτερη εμφάνισή του (και χρειάστηκε όλη η πείρα από την ήττα των επαναστατικών κινημάτων στην Ευρώπη για να βγουν αυτά τα συμπεράσματα), σήμερα με τη γιγάντωση όλων αυτών των μηχανισμών, έχουμε πολύ πιο σύνθετα και δύσκολα καθήκοντα. Το ιδεολογικό μέτωπο (όχι για υψηλά και δυσνόητα θέματα αλλά για όλα αυτά που άπτονται στους μηχανισμούς ιδεολογίας και στα καθημερινά προβλήματα) αποκτά εξαιρετική σημασία. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως η ταξική πάλη αγκαλιάζει και το ιδεολογικό επίπεδο, και από την έκβαση στο επίπεδο αυτό εξαρτώνται πολλά.

Η σχέση που έχουν η οικονομία, η πολιτική και η ιδεολογία νομίζουμε ότι αρχίζει να αποσαφηνίζεται. H προτεραιότητα της πολιτικής γεννιέται από το γεγονός ότι είναι συμπυκνωμένη έκφραση της οικονομίας αλλά και παρουσιάζει μια υπεροχή σε σχέση με την ιδεολογία, γιατί αφορά μια πιο καθαρή και επεξεργασμένη έκφραση των αντικειμενικών συγκρούσεων που υπάρχουν στην κοινωνία και οι μάζες την αντιλαμβάνονται μέσα από ιδεολογικές παραστάσεις. H πολιτική έχει τη δύναμη να εκφράζει με πιο αποφασιστικό και συμπυκνωμένο τρόπο το σκοπούμενο και να συσπειρώνει σε μια δύναμη κρούσης τις καταπιεζόμενες τάξεις, να προωθεί τους αναγκαίους ριζικούς πολιτικούς μετασχηματισμούς.
Ο Γκράμσι θέτει σαν αναγκαίους όρους για ένα ριζικό μετασχηματισμό τα εξής:
1. Τη διαμόρφωση μιας συλλογικής θέλησης για έναν καθορισμένο σκοπό. Το καλύτερο όργανο για την οργάνωση αυτή είναι το πολιτικό κόμμα της πρωτοπόρας τάξης.
2. Πρέπει το κόμμα αυτό να έχει την ικανότητα να δημιουργήσει μια εθνική-λαϊκή συλλογική θέληση. Στη διαδικασία αυτή, το κόμμα πρέπει να είναι ο οργανωτής και η δραστήρια και ενεργητική της έκφραση.
3. Για να νικήσει αλλά και να κρατήσει τη νίκη του, πρέπει να προωθηθεί μια τεράστια πνευματική και ηθική μεταρρύθμιση ή, με άλλους όρους, πολιτιστική επανάσταση.
Η διαμόρφωση μιας συλλογικής θέλησης μέσα σε έναν πρωτοπόρο πολιτικό οργανισμό, η δημιουργία μιας εθνικής λαϊκής θέλησης σαν απαραίτητης ψυχοκινητικής υλικής δύναμης ανατροπών και μετασχηματισμών καθώς και η μεγάλης έκτασης πνευματική και ηθική μεταρρύθμιση δείχνουν το τεράστιο έργο που πρέπει να γίνει μέσα στην κοινωνία, για την κοινωνία, και με πρωταγωνιστή τις υποτελείς τάξεις.
Αυτά, μεταφρασμένα στη γλώσσα του Γκράμσι, σημαίνουν ακριβώς την ηγεμονία της εργατικής τάξης. Αυτή η πορεία, από τα πρώτα της βήματα, θα έρθει σε σύγκρουση με το αστικό κράτος, όπως το ορίσαμε σαν ηγεμονία θωρακισμένη με καταναγκασμό. Η ζωή και η πρακτική του Γκράμσι, ακριβώς γιατί ήταν κομμουνιστή στην πράξη και στη θεωρία και όχι μόνο στα λόγια, αντιμετώπισε αυτή τη σύγκρουση.
ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ ΤΩΝ ΤΕΤΡΑΔΙΩΝ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ

Αν και ο εισαγγελέας στη δίκη του Γκράμσι είχε πει ρητά ότι «πρέπει να εμποδίσουμε αυτόν τον εγκέφαλο να λειτουργεί» και, παρά τον αργό θάνατο που σήμαιναν οι συνθήκες κράτησης για τον ήδη ταλαιπωρημένο οργανισμό του Γκράμσι, αυτός συνέχισε να είναι ενεργός. Από το 1929, που παίρνει την άδεια να γράφει, μέχρι το 1935, που ουσιαστικά ο οργανισμός του καταρρέει, ο Γκράμσι έχει συμπληρώσει 33 τετράδια, που περιλαμβάνουν 2.848 πυκνογραμμένες σελίδες. Σ' αυτά τα τετράδια περιέχονται περίπου 2.000 σημειώσεις του Γκράμσι, που ξεχωρίζουν αναμεταξύ τους από το σημείο της παραγράφου (§), που με αυτό ξεκινά κάθε σημείωση. Τα τετράδια αυτά σώθηκαν χάρη στη φροντίδα της Τατιάνα Σουχτ, αδελφής της γυναίκας του Γκράμσι, που του παραστάθηκε σε όλη την περίοδο της φυλακής.
Μετά την απελευθέρωση και με την επιμέλεια του Φελίπε Πλατόνε, κυκλοφόρησαν ορισμένες συλλογές από τα «τετράδια της φυλακής». Αυτό έγινε την περίοδο ’47-’51 στην Ιταλία. Οι συλλογές αυτές ήταν: Γράμματα από τη φυλακή, 1947 - Ιστορικός υλισμός και η φιλοσοφία του Μπενεντέτο Κρότσε, 1948 - Οι διανοούμενοι και η οργάνωση της κουλτούρας, 1949 - Το Ρισορτζιμέντο, 1949 - σημειώσεις για τον Μακιαβέλι, την πολιτική και το σύγχρονο κράτος, 1949 - Λογοτεχνία και εθνική ζωή, 1950 και Παρελθόν και παρόν, 1951.
Το έργο των «τετραδίων της φυλακής», λοιπόν, έγινε γνωστό αρχικά με έναν αποσπασματικό τρόπο, και μόνο μετά από τριάντα χρόνια περίπου (το 1975) έγινε η πρώτη ολοκληρωμένη έκδοση των «τετραδίων της φυλακής» με την επιμέλεια του Βαλεντίνο Τζερατάνα. Η ολοκληρωμένη έκδοση υποχρεώνει σε μια πιο λεπτομερειακή και εμπεριστατωμένη ανάγνωση και άρα αξιολόγηση του έργου του Γκράμσι. Αυτό, γιατί η χρονολογική κατάταξη του υλικού και, κατά συνέπεια, η πορεία της σκέψης του Γκράμσι ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Οι προηγούμενες συλλογές δεν έδιναν καθόλου στοιχεία γι' αυτά ή ακόμα μάζευαν κάποιες ομοειδείς σημειώσεις (κατά θέματα). Οι παρεξηγήσεις που δημιουργήθηκαν με την επιπρόσθετη εκλεκτική και αυθαίρετη χρησιμοποίηση αποσπασμάτων οδήγησε στο πλήθος των νοηματικών «εκδοχών».

Ο Γκράμσι ζητούσε και έπαιρνε κατά καιρούς γραφική ύλη (τετράδια). Δεν έγραφε μονάχα σε ένα, αλλά σε περισσότερα συγχρόνως. Ακόμα, πολλές φορές, μετέφερε διάφορες σημειώσεις από ένα τετράδιο σε κάποιο άλλο. Τις περισσότερες φορές, μονάχα έμμεσα μπορεί να προσδιοριστεί ο χρόνος που έχουν γραφτεί διάφορες σημειώσεις. Στη συνέχεια, δίνουμε την κατάταξη που έχει η έκδοση που Βαλεντίνο Τζερατάνα:
Τετράδιο 1 1929-1930, πρώτο τετράδιο - σημειώσεις
Τετράδιο 2 1929-1933, σύμμικτα
Τετράδιο 3 1930, σύμμικτα
Τετράδιο 4 1930-1932, σημειώσεις φιλοσοφίας Ι - σύμμικτα - δέκα - άσμα της κόλασης
Τετράδιο 5 1930-1932, σύμμικτα
Τετράδιο 6 1930-1932, σύμμικτα
Τετράδιο 7 1930-1931, σημειώσεις φιλοσοφίας II - σύμμικτα
Τετράδιο 8 1931-1932, σύμμικτα - σημειώσεις φιλοσοφίας III
Τετράδιο 9 1932, σύμμικτα και σημειώσεις για το ιταλικό Ρισορτζιμέντο
Τετράδιο 10 1932-1935, η φιλοσοφία του Μπενεντέτο Κρότσε
Τετράδιο 11 1932-1935, εισαγωγή στη μελέτη της φιλοσοφίας
Τετράδιο 12 1932, σκόρπιες σημειώσεις για μια κατηγορία βιβλίων σχετικά με την ιστορία των διανοούμενων
Τετράδιο 13 1932-1934, σημειώσεις για την πολιτική του Μακιαβέλι
Τετράδιο 14 1932-1935, σύμμικτα
Τετράδιο 15 1933, σύμμικτα
Τετράδιο 16 1933-1934, ζητήματα κουλτούρας Ι
Τετράδιο 17 1933-1935, σύμμικτα
Τετράδιο 18 1934, Νικολό Μακιαβέλι II
Τετράδιο 19 1934-1935, Ρισορτζιμέντο
Τετράδιο 20 1934-1935, Καθολική Δράση - καθολικοί integrali - ιησουίτες - εκσυγχρονιστές
Τετράδιο 21 1934-1935, προβλήματα ιταλικής εθνικής κουλτούρας - λαϊκή λογοτεχνία Ι
Τετράδιο 22 1934, αμερικανισμός και φορντισμός
Τετράδιο 23 1934, λογοτεχνική κριτική
Τετράδιο 25 1934, δημοσιογραφία
Τετράδιο 25 1934, στο περιθώριο της ιστορίας - ιστορία των υποτελών κοινωνικών στρωμάτων
Τετράδιο 26 1935, ζητήματα κουλτούρας II
Τετράδιο 27 1935, παρατηρήσεις για το «φολκλόρ»
Τετράδιο 28 1935, λοριανισμός
Τετράδιο 29 1935, σημειώσεις για μια εισαγωγή στη μελέτη της γραμματικής
*Υπάρχουν και τέσσερα άλλα τετράδια (τα Α, Β, Ο, Ο) που περιλαμβάνουν μεταφράσεις που έκανε ο Γκράμσι, για να συνηθίσει το χέρι του, και ασκήσεις σε άλλες γλώσσες.
Δεν είναι λίγες οι υπενθυμίσεις του Γκράμσι για το χαρακτήρα αυτών των σημειώσεων.
Ένα παράδειγμα:
«1) Προσωρινός χαρακτήρας –από μνήμης– αυτών των σημειώσεων
2) απ' αυτές θα προέλθουν ανεξάρτητες μεταξύ τους μελέτες, όχι μια μονάχα οργανική εργασία
3) ακόμη δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε το κύριο μέρος και το δευτερεύον της έκθεσης αυτής, αυτό δηλαδή που θα είναι το «κείμενο» και αυτό που θα αποτελεί τις «σημειώσεις»
4) πρόκειται πολλές φορές για ανεξέλεγκτες απόψεις, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν σαν «πρώτη προσέγγιση». Μερικές από αυτές, σε μεταγενέστερες έρευνες, ίσως εγκαταλειφτούν και ίσως αποδειχτεί σω-στή η αντίθετη άποψη...
Τα τετράδια χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: Τα σύμμικτα, που περιέχουν διάφορες σημειώσεις (τετράδια 1-9, 14, 15, 17), και τα «ειδικά» τετράδια (10-13, 16, 18-29). Τα πρώτα δεν έχουν μια εσωτερική και οργανική συνοχή, που διαθέτουν τα δεύτερα, και η διαδοχή των σημειώσεων είναι μάλλον τυχαία, πράγμα που δεν συμβαίνει στα ειδικά τετράδια.
Το κείμενο αυτό είναι αναδημοσίευση από την εισαγωγή του βιβλίου «Αμερικανισμός και Φορντισμός», εκδ. Α/συνεχεια 1987
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΓΚΡΑΜΣΙ, του Γ. Τσίπρα
Το κράτος και η ηγεμονία στο έργο του Γκράμσι

του Γιώργου Τσίπρα

Ένα από τα σπουδαιότερα και κρισιμότερα ζητήματα της πολιτικής επιστήμης, αλλά και συνολικά της ταξικής πάλης, είναι το πρόβλημα του κράτους και της στάσης που έχει κανείς απέναντί του. Ίσως είναι το κρισιμότερο ζήτημα της ταξικής πάλης, όπως αυτή έχει εξελιχθεί, γιατί χωρίς την κατάχτηση της πολιτικής εξουσίας δεν μπορεί μια τάξη να πετύχει κανένα μετασχηματισμό προς όφελός της και να αναδιοργανώσει την κοινωνία.

«H έννοια του επαναστάτη και του διεθνιστή –θα πει ο Γκράμσι–, με τη σύγχρονη έννοια της λέξης, συσχετίζεται με την ακριβή γνώση του κράτους και της τάξης: Λειψή κατανόηση του κράτους σημαίνει λειψή ταξική συνείδηση. Κατανόηση του κράτους υπάρχει όχι μόνο όταν το υπερασπίζεται κανείς αλλά επίσης και όταν στρέφεται ενάντιά του για να το ανατρέψει, δηλαδή σημαίνει λειψή αποτελεσματικότητα των κομμάτων».

Συνεπώς, δεν είναι τυχαίο ή μια ιδιοτροπία του Γκράμσι που ασχολήθηκε τόσο πολύ με το θέμα του σύγχρονου κράτους. Αφού τον ενδιέφερε να χαραχτεί μια επαναστατική πολιτική μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες, δεν μπορούσε να μην αναμετρηθεί, να μη σταθεί στα νέα προβλήματα του κράτους στις συνθήκες των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Oι σημειώσεις που έχει αφήσει για το θέμα αυτό και οι παρατηρήσεις του για μια σειρά ζητήματα παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον για όποιον θέλει να καταπιαστεί με το πρόβλημα. Είναι απαραίτητες για όποιον αντιμετωπίζει το κράτος από τη μεριά του μαρξισμού και της επανάστασης.

Η διεύρυνση της έννοιας του κράτους

Ο Γκράμσι δρα μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες. Δρα σε συνθήκες υποχώρησης του επαναστατικού κύματος στην Ευρώπη, δρα σε συνθήκες που ένα καινούριο φαινόμενο, ο φασισμός, κάνει την εμφάνισή του. Παρακολουθεί και έχει άμεση γνώση της αναδιοργάνωσης των κρατικών μηχανισμών για να αντιμετωπίσουν την ανταγωνιστική τάξη, και είναι υποχρεωμένος να παρατηρήσει όλες τις αλλαγές που έγιναν στο στίβο της ταξικής πάλης όσων αφορά την κρατική συγκρότηση από το 1848 περίπου μέχρι τις μέρες του. Δεν αντιμετωπίζει το κράτος με μια εκχυδαϊσμένη εργαλειακή μέθοδο. Δηλαδή, δεν αντιμετωπίζει το κράτος σαν ένα εργαλείο που κάποιος το κατέχει και κάνει τη δουλειά του. Το αντιμετωπίζει ως τη συμπύκνωση όλων των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων υπό τη διεύθυνση της αστικής τάξης, ως τη συμπύκνωση διαφόρων στοιχείων του εποικοδομήματος που διαμορφώθηκαν στην πάλη της αστικής τάξης και των κάθε φορά σύμμαχων στρωμάτων, για να κυριαρχήσει τόσο απέναντι στη φεουδαρχία όσο και απέναντι στην εργατική τάξη. Γι’ αυτό, κάθε κράτος, κάθε κρατική μορφή, πέρα από τα κοινά στοιχεία που έχουν όλα τα αστικά κράτη, σημαδεύεται από τις ιδιαίτερες μορφές που πήρε η πάλη της αστικής τάξης και των μερίδων της για να κυριαρχήσουν. Γι’ αυτό και ο Γκράμσι κάνει πολλές παρατηρήσεις και επισημάνσεις και ξεχωρίζει τις περιπτώσεις όπου η συγκρότηση εθνικών κρατών ακολούθησε μια αστική επανάσταση, όπως π.χ. στη Γαλλία, από άλλες όπου άργησε η διαδικασία ενοποίησης και δεν είχαμε χαρακτηριστικές αστικές επαναστάσεις, όπως π.χ. στην Ιταλία.

Παρακολουθώντας την πορεία της κρατικής συγκρότησης και βγάζοντας συμπεράσματα από την υποχώρηση του κινήματος στην Ευρώπη, προχωρά σε ορισμένες παρατηρήσεις για την ανθεκτικότητα που έχει πλέον η κρατική μηχανή και η αστική πολιτική εξουσία. Χαρακτηριστικά, στον Μακιαβέλι αναφέρει ότι η διάδοση του κοινοβουλευτισμού, του συνεταιριστικού συνδικαλισμού και του κομματικού συστήματος, ο σχηματισμός γραφειοκρατιών, κρατικών και ιδιωτικών, τροποποίησαν όλη τη σύγχρονη πολιτική επιστήμη και την άσκησή της.

Ο Γκράμσι προχωρά σε έναν ιδιαίτερο ορισμό του κράτους, σε έναν ορισμό με διάφορες συνεπαγωγές, θεωρητικές και πραχτικές:
«Κράτος είναι το σύνολο των πρακτικών και των θεωρητικών δραστηριοτήτων, που με αυτές η κυρίαρχη τάξη δικαιώνει και διατηρεί την κυριαρχία της και, ακόμα πιο πέρα, καταλήγει να πετύχει τη δραστήρια συγκατάθεση των κυβερνωμένων».

Πρέπει να προσέξουμε αυτόν τον ορισμό. Αν στους κλασικούς μαρξιστικούς ορισμούς για το κράτος η έμφαση και ο τόνος δινόταν στο στοιχείο της καταστολής και του καταναγκασμού που επιβάλλει μια κυρίαρχη τάξη στις υποτελείς τάξεις, ο Γκράμσι αρχίζει να δίνει έμφαση στο σύνολο των δραστηριοτήτων, θεωρητικών και πρακτικών, που δικαιώνουν, δηλαδή δικαιολογούν και διατηρούν την κυριαρχία μιας τάξης, και προχωρά ακόμα λίγο: στο σύνολο των πρακτικών και δραστηριοτήτων που οδηγούν στη δραστήρια συγκατάθεση των κυβερνωμένων.

Ο συνδικαλισμός, ο κοινοβουλευτισμός, το κομματικό σύστημα, αλλά και όλοι οι μηχανισμοί και θεσμοί που δημιουργούνται γύρω και πλάι στην παραγωγή, δηλαδή όλες οι μορφές του σύγχρονου εποικοδομήματος, το σχολείο, ο Τύπος, η θρησκεία, η οικογένεια και όλα τα πρότυπα που δημιουργούν, αποκτούν μια μεγάλη δύναμη στη σύγχρονη οργάνωση της κοινωνίας.
O Γκράμσι θα θελήσει να δώσει έμφαση στη σύγχρονη κρατική συγκρότηση. Έτσι θα πει πως «κράτος = ηγεμονία θωρακισμένη με καταναγκασμό». Έτσι έχουμε το φανέρωμα της έννοιας της ηγεμονίας, που στο έργο του Γκράμσι παίζει ουσιαστικό ρόλο.

Το ζήτημα της ηγεμονίας

H συζήτηση για το ζήτημα της ηγεμονίας υπήρχε στο πλαίσιο του εργατικού κινήματος από παλιά, ιδιαίτερα μέσα στο μπολσεβίκικο κόμμα. Το πρόβλημα στις συζητήσεις αυτές έμπαινε με την έννοια να εξασφαλιστεί η ηγεμονία της εργατικής τάξης, πρώτα μέσα στο πλαίσιο του αγώνα για την αστικοδημοκρατική επανάσταση (άποψη που παρουσιάζει σπουδαία πρωτοτυπία και θεμελιώθηκε από το έργο του Λένιν «Δύο ταχτικές»). Στη συνέχεια, η έννοια της ηγεμονίας σχετίστηκε με τις συμμαχίες της εργατικής τάξης και με τα μέτωπα που έπρεπε να οικοδομήσει. Αν, δηλαδή, μέσα στα πλαίσια των μετώπων, η εργατική τάξη θα είχε την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία. Τέλος, χρησιμοποιόταν και με την έννοια της εξασφάλισης της ηγεμονίας του προλεταριάτου στις χώρες που η εργατική τάξη είχε κατακτήσει την πολιτική εξουσία. Ο ρόλος του Λένιν στην προβληματική για την ηγεμονία ήταν καθοριστικός.

Ο Γκράμσι, ερχόμενος σε επαφή με όλη την προβληματική της κομμουνιστικής Διεθνούς στα δύο χρόνια που παραμένει στη Μόσχα, αντιλαμβάνεται τη σημασία που έχει η έννοια της ηγεμονίας και τα πραχτικά και θεωρητικά ζητήματα που άνοιγε αυτή η προβληματική. Όλη του η καθοδηγητική δουλειά στο KKI σχετίζεται με την προβληματική της ηγεμονίας και της ιδεολογικής και πολιτιστικής δουλειάς, που πρέπει να γίνει, καθώς και όλων των μεθόδων που πρέπει να γεννηθούν ακόμα και με τη μορφή των «αντι-θεσμών», για να οικοδομηθεί η ηγεμονία της εργατικής τάξης.

Όμως θα προχωρήσει παραπέρα: Ενώ, η προβληματική στο εργατικό κίνημα αφορούσε την ηγεμονία της εργατικής τάξης, τόσο πριν την κατάχτηση της εξουσίας όσο και μετά, ο Γκράμσι, ιδιαίτερα στα «τετράδια της φυλακής», μετατοπίζει λίγο το περιεχόμενο της έννοιας σε όλες τις ιδεολογικές, πολιτικές θεωρητικές και πραχτικές δραστηριότητες που εξασφαλίζουν την ηγεμονία της αστικής τάξης σε ολόκληρη την κοινωνία. Oι μηχανισμοί ηγεμονίας, όπως τους περιγράψαμε πριν, δηλαδή το σχολείο, ο Τύπος, η εκκλησία, το συνεταιριστικό και οι συνδικαλιστικές ενώσεις και όλο το δίχτυ των ενώσεων και δραστηριοτήτων, κρατικών και ιδιωτικών, που παίρνουν μια μεγάλη ανάπτυξη μέσα στο σύγχρονο καπιταλισμό, αποτελούν για τον Γκράμσι το ένα συστατικό του σύγχρονου κράτους δίπλα στον καταπιεστικό, καταναγκαστικό μηχανισμό.

H προβληματική για τους διανοούμενους, όπως και αυτή για την οργάνωση της κουλτούρας, εντάσσεται μέσα στη μελέτη των προβλημάτων που έχουν τεθεί στο επαναστατικό κίνημα από τη σύνθετη μορφή που παίρνει το εποικοδόμημα στις σύγχρονες κοινωνίες. Ο τρόπος συνάρθρωσης των μηχανισμών ηγεμονίας και του καταναγκαστικού μηχανισμού με τις ανάγκες της οικονομικής βάσης αποτελούν για τον Γκράμσι ένα ιστορικό σύνολο, ή ιστορικό συνασπισμό, εντελώς ξεχωριστό από χώρα σε χώρα.

Μελετώντας τις συνθήκες στις χώρες της Ευρώπης, με ανεπτυγμένους τους μηχανισμούς ηγεμονίας στο εσωτερικό τους, σκέφτεται νέους τρόπους για την προώθηση της επαναστατικής διαδικασίας. Δανείζεται από τη στρατιωτική ορολογία τη διάκριση του «πολέμου ελιγμών», δηλαδή των ξαφνικών επιθέσεων που μπορεί να φέρουν μια γρήγορη κατάρρευση του αντίπαλου, από τον «πόλεμο θέσεων ή χαρακωμάτων», που ενώ έχουν βομβαρδιστεί τα χαρακώματα και νομίζεις ότι ο αντίπαλος έχει διαλυθεί, αυτός παρουσιάζει μια μεγάλη ανθεκτικότητα γιατί έχει βάσεις ανεφοδιασμού, μηχανισμούς επικοινωνίας και ένα μεγάλο δίχτυ από χαρακώματα. H αντίστασή του είναι μεγαλύτερη, όπως και η διάρκεια του πολέμου. Ο Γκράμσι κάνει έναν παραλληλισμό ανάμεσα στην επανάσταση στην Ανατολή, όπου οι μηχανισμοί ηγεμονίας ήταν εξαιρετικά αδύναμοι και έφτανε μια ξαφνική ισχυρή επίθεση για να διαλύσει τον αντίπαλο, με τις νέες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί ήδη στη Δύση. Άρχιζε να διαμορφώνει μια αντίληψη για τη στρατηγική και την ταχτική του επαναστατικού κινήματος στις συνθήκες της Δυτικής Ευρώπης.

Σε όλα τα κείμενα όπου ο Γκράμσι αναπτύσσει την αντίληψη για το κράτος και την ηγεμονία, χρησιμοποιεί με διαφορετικούς τρόπους του όρους «κοινωνία των πολιτών» και «πολιτική κοινωνία». Ένας από τους συχνούς τρόπους χρησιμοποίησης του όρου «κοινωνία των πολιτών» είναι αυτή που περιγράφει όλες τις μορφές της ηγεμονίας. Έτσι, το προηγούμενο απόσπασμα «κράτος = ηγεμονία θωρακισμένη με καταναγκασμό» ο Γκράμσι το αποδίδει ολόκληρο έτσι: «Κράτος = κοινωνία των πολιτών + πολιτική κοινωνία, δηλαδή ηγεμονία θωρακισμένη με καταναγκασμό».

Η θεωρία για το κράτος δεμένη με το επαναστατικό πρόταγμα

Όποιος δεν έχει ασχοληθεί με το έργο του Γκράμσι και δεν έχει μελετήσει το τι έχει γραφτεί γι’ αυτό δεν μπορεί να φανταστεί τι σύγχυση έχει δημιουργήσει η αυθαίρετη χρησιμοποίηση των όρων αυτών και πόση κουβέντα γίνεται από διάφορους επίδοξους γκραμσολόγους. Στοίβες από πραγματείες, που οι περισσότερες διαστρεβλώνουν τη σκέψη του Γκράμσι και κυρίως αποκόβουν όλη την προβληματική του, ότι κάθε ανάλυση πρέπει να γίνεται για την προώθηση του σκοπού ενός προγράμματος. Ο Γκράμσι, σε ένα σημείο, μιλώντας για την έννοια της ηγεμονίας, αναφέρει πως αυτή αποτελεί μια σημαντική συμβολή του Λένιν, θυμίζοντας σε όσους θέλουν να το ξεχάσουν ότι ο Γκράμσι δεν εγκατέλειψε ποτέ το έδαφος του λενινισμού και, φυσικά, τις αναλύσεις του για το αστικό κράτος, την ανάγκη συντριβής του και τη θεωρία και πραχτική της διχτατορίας του προλεταριάτου σαν ιδιαίτερης μορφής πολιτικής εξουσίας που συμπεριλαμβάνει και μια κρατική μορφή.

Ο Γκράμσι, παρόλο που αγωνίζεται ενάντια στο αστικό κράτος, μπορεί να χαρακτηριστεί «κρατιστής» με την έννοια ότι θεωρεί λογικό και αναγκαίο το προλεταριάτο να δημιουργήσει σε όλη τη μεταβατική φάση και, ιδιαίτερα στα πρώτα στάδια, το δικό του κράτος για να πετύχει τους στόχους και τους μετασχηματισμούς που επιβάλλονται.

Θα δικαιολογήσει, για μια πρώτη περίοδο, μέχρι και μια ορισμένη «κρατολατρεία» σαν μια αναγκαία περίοδο για την τάξη που ήταν αποκλεισμένη από κάθε εξουσία, ώστε να μυηθεί στις λειτουργίες της διεύθυνσης και της ηγεμονίας στην κοινωνία. Θεωρεί, βέβαια, επικίνδυνη τη διαιώνιση μιας τέτοιας κατάστασης.

Επειδή πολλά λέγονται για υποτιθέμενη αντίθεσή του με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην EΣΣΔ εκείνα τα χρόνια, δηλαδή από το 1928 μέχρι το 1935 που ο Γκράμσι γράφει, δεν υπάρχει καμία συγκεκριμένη νύξη και κριτική. Όσες υπάρχουν και αναφέρονται στο θέμα είναι γενικά θετικές. Αυτό είναι κάτι που το λησμονούν όσοι βιάζονται να περιγράψουν τον Γκράμσι σαν έναν αντι-τριτοδιεθνιστή, κριτικό της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα κ.λπ.

Αξίζει να αναφέρουμε εδώ την άποψή του για την τροτσκιστική εκδοχή της διαρκούς επανάστασης: «Ο Τρότσκι, στα απομνημονεύματά του, θυμάται πως του είχαν πει ότι η θεωρία του της διαρκούς επανάστασης είχε αποδειχτεί καλή ύστερα από 15 χρόνια. Στην πραγματικότητα, η θεωρία του, σαν τέτοια, δεν ήταν καλή ούτε δεκαπέντε χρόνια πριν ούτε δεκαπέντε χρόνια μετά. Όπως συμβαίνει με τους πεισματάρηδες, αυτός το πρόβλεψε χοντρικά και έχει δίκιο. Σαν να λέει κάποιος ότι ένα κοριτσάκι τεσσάρων χρόνων θα γίνει μητέρα και, όταν γίνεται σε είκοσι χρόνια, λέει “το είχα προβλέψει”, χωρίς να θυμάται όμως πως, όταν ήταν τεσσάρων χρόνων, ήθελε να βιάσει το κοριτσάκι, σίγουρος ότι θα γινόταν μητέρα…»
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΓΚΡΑΜΣΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ

Ας δούμε λίγο την ανθρώπινη πλευρά του Γκράμσι. H ζωή του ήταν σε πλήρη συνέπεια με αυτά που δηλώνει ο ίδιος για τον εαυτό του. H προσωπική του ζωή ήταν γεμάτη από αισθήματα, ανησυχίες και ενδιαφέροντα. Όλα αυτά αποκαλύπτονται με απίστευτη τρυφερότητα σε ολόκληρη την αλληλογραφία του. Γράμματα που απευθύνονται στη γυναίκα του, στα δυο παιδιά του, στη μητέρα του, στους φίλους του.
O Γκράμσι, στο διάστημα που ήταν στη Μόσχα (1923-24), ερωτεύεται και παντρεύεται την Tζούλια Σουχτ και αποκτά μαζί της δυο παιδιά, τον Nτέλιο και τον Tζουλιάνο. Tον Tζουλάνο δεν τον γνώρισε ποτέ, γιατί γεννήθηκε ενώ αυτός είχε ήδη φύγει για τη Βιέννη, από εκεί πήγε στην Ιταλία, ανέλαβε γραμματέας του κόμματος, ο φασισμός ήδη άρχισε να στερεώνεται και, φυσικά, η σύλληψή του τον εμποδίζει οριστικά να δει το παιδί του. Αλληλογραφεί, όμως, με τα παιδιά του.

Γράφει, λοιπόν, ο Γκράμσι σε ένα γράμμα στον Nτέλιο:

Πολυαγαπημένε μου Nτέλιο,

Δεν ξέρω αν ο ελέφαντας μπορεί ή μπορούσε να εξελιχθεί μέχρι του σημείου να γίνει ένα ον ικανό, όπως ο άνθρωπος, να κυριαρχήσει πάνω στις δυνάμεις της φύσης και, γενικά, να τις χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς του. Συγκεκριμένα ο ελέφαντας δεν είχε την ίδια εξέλιξη με αυτήν του ανθρώπου και, βεβαίως, δεν θα την έχει ποτέ, γιατί ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τον ελέφαντα, ενώ ο ελέφαντας δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τον άνθρωπο, ούτε ακόμα για να τον φάει. Αυτό που σκέφτεσαι για τη δυνατότητα του ελέφαντα να προσαρμόσει τα μπροστινά πόδια του για την πραχτική δουλειά δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα: ο ελέφαντας έχει σαν «τεχνικό» εργαλείο την προβοσκίδα, και από την «ελεφαντική» σκοπιά τη χρησιμοποιεί πολύ καλά για να ξεριζώσει δέντρα, να πάρει τροφή, να προστατευτεί ορισμένες φορές κ.λπ.

Mου είχες γράψει ότι σου αρέσει η ιστορία, και φτάσαμε να μιλάμε για την προβοσκίδα του ελέφαντα. Πιστεύω πως, για να μελετήσουμε την ιστορία, δεν χρειάζεται να φανταζόμαστε πολύ στο τι θα είχε συμβεί «εάν»... (εάν ο ελέφαντας είχε στηριχτεί στα πίσω του πόδια, πόση ανάπτυξη θα είχε ο εγκέφαλός του, εάν, εάν... Και αν ο ελέφαντας είχε γεννηθεί με ρόδες, θα ήταν φυσικά ένα τράμ; Και εάν είχε φτερά; Σκέψου μια εισβολή από ιπτάμενους ελέφαντες!)

Είναι ήδη πολύ δύσκολο να μελετήσεις την ιστορία, όπως αυτή έχει εξελιχθεί στην πραγματικότητα, γιατί σχετικά με μεγάλο μέρος της έχει χαθεί κάθε ντοκουμέντο· γιατί, λοιπόν, να χάνουμε το χρόνο μας για να κάνουμε υποθέσεις χωρίς καμία βάση; Ύστερα, στις υποθέσεις σου, υπάρχει πολύς ανθρωπομορφισμός. Ποιος ξέρει αν κάποιος γέρος σοφός ελέφαντας ή ένα νεαρό ξεπεταρούδικο ελεφαντάκι, από τη σκοπιά του, δεν αναρωτιέται γιατί ο άνθρωπος δεν έχει προβοσκίδα. Περιμένω ένα εκτενές γράμμα σου πάνω σε αυτό το θέμα.

Εδώ δεν έκανε πολύ κρύο και ύστερα εγώ φέτος δεν υπέφερα από το κρύο, όπως τις προηγούμενες χρονιές. Δεν έχω κανένα πουλάκι μαζί μου, μα βλέπω στο διάδρομο πάντα δύο ζευγάρια από κοτσύφια και τις γάτες που καταστρώνουν σχέδια για να τα πιάσουν. Oι κότσυφες, όμως, μοιάζουν να μην ανησυχούν και είναι πάντα χαρούμενοι και κομψοί στις κινήσεις τους.
Σε αγκαλιάζω
Ο μπαμπάς

Σε ένα άλλο γράμμα σύντομο γιατί η υγεία του δεν του επέτρεπε να γράψει περισσότερο αναφέρει κάτι που έχει κάποια σχέση με την κατηγορία που του αποδίδουν διάφοροι λόγιοι ότι τάχα ήταν «ιστορικιστής»

Πολυαγαπημένε μου Nτέλιο,

αισθάνομαι λίγο κουρασμένος και δεν μπορώ να σου γράψω πολύ. Eσύ να μου γράφεις πάντα για οτιδήποτε σε ενδιαφέρει στο σχολείο. Nομίζω ότι σου αρέσει η ιστορία, όπως άλλωστε άρεσε και σε μένα όταν είχα την ηλικία σου. Mου άρεσε γιατί αφορά τους ζωντανούς ανθρώπους και όλα όσα αφορούν τους ανθρώπους, όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, όλους τους ανθρώπους του κόσμου, που ενώνονται μεταξύ τους σε κοινωνίες και εργάζονται και αγωνίζονται και καλυτερεύουν τους εαυτούς τους, δεν μπορεί να μη σ' αρέσει περισσότερο από κάθε άλλο πράγμα. Μα είναι έτσι;
Σε αγκαλιάζω,
Aντόνιο

Στα τέλη του 1932, πεθαίνει η μητέρα του Γκράμσι. Δεν του το λένε, γιατί η υγεία του είναι πολύ άσχημα και φοβούνται μια μεγάλη κατάρρευσή του. Στις 8 Mαρτίου 1934, εκείνος γράφει ένα γράμμα στη μητέρα του:

Πολυαγαπημένη μαμά,
τον προηγούμενο χρόνο, εξαιτίας των πολύ άσχημων συνθηκών της υγείας μου, δεν μου ήταν μπορετό να σου στείλω τις ευχές μου για τη γιορτή σου. Δεν θέλω και τούτη τη χρονιά να περάσει η επέτειος χωρίς να σου θυμίσω τη μεγάλη μου τρυφερότητα.
H Tατιάνα ενημέρωνε την Tερεζίνα για τις νέες συνθήκες διαβίωσής μου, που αν και δεν είναι οι καλύτερες, δεν μπορεί να συγκριθούν με αυτές ενός χρόνου πριν. Δεν έγραφα μέχρι τώρα, γιατί σχεδόν πάντα ήμουν σε αταξία και γιατί ήξερα πως η Tατιάνα, που με επισκέπτεται όλες τις Kυριακές, σας ενημέρωνε.
Δεν έχω ξαναγίνει κύριος των δυνάμεών μου, σωματικών και πνευματικών. Tον τελευταίο καιρό, στο Tούρι, είχα εξαντληθεί τόσο πολύ που η ανάνηψη είναι πολύ αργή, με πάνω και κάτω. Κατά τ’ άλλα, εσύ γνωρίζεις καλά πόσο πολύ ανθεκτικός είμαι και πως έχω αποθέματα ενέργειας και υπομονής που μου επέτρεψαν μέχρι σήμερα να ξεπερνάω τις στιγμές που πραγματικά ήταν πολύ δύσκολες και αναγκάστηκα να αντιμετωπίσω.

Έχω λίγες πληροφορίες για την υγεία σου. H Tερεζίνα γράφει λίγο, όπως και η Γκρατσιέτα. Eλπίζω, από τώρα και στο εξής, να γράφω τακτικά, αν και όχι τόσο συχνά. Λαμβάνω νέα από την Tζούλια και τα παιδιά, και μου φαίνεται πως οι συνθήκες που ζούνε δεν είναι κακές. Πολυαγαπημένη μαμά, σε αγκαλιάζω με όλη μου τη στοργή
Aντόνιο

Σε ένα άλλο γράμμα μιλάει για τον εαυτό του και λέει:

Είμαι πεισμένος πως, ακόμα όταν όλα έχουν χαθεί ή μοιάζουν να έχουν χαθεί, πρέπει ήρεμα να ξαναρχίζουμε το έργο μας από την αρχή. Eίμαι πεισμένος πως πρέπει πάντα να στηριζόμαστε στον εαυτό μας και στις δικές μας δυνάμεις. Nα μην περιμένουμε τίποτα από κανέναν, και έτσι να μην προμηθευόμαστε απογοητεύσεις. Πως πρέπει να προγραμματίζουμε να κάνουμε αυτό που ξέρουμε και μπορούμε να κάνουμε και να ακολουθήσουμε το δρόμο μας. H ηθική μου κατάσταση είναι εξαιρετική: υπάρχουν αυτοί που με θεωρούν σατανά κι αυτοί που με θεωρούν περίπου άγιο. Eγώ δεν θέλω να κάνω ούτε το μάρτυρα ούτε τον ήρωα. Πιστεύω απλά πως είμαι ένας μέσος άνθρωπος, που έχει τις δικές του πεποιθήσεις και που δεν τις αλλάζει με τίποτα στον κόσμο.

Ένας άνθρωπος πεισμένος, λοιπόν, ένας άνθρωπος που στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις, ένας άνθρωπος που ξέρει να ξαναρχίζει όταν μια μάχη έχει χαθεί, ένας άνθρωπος που προγραμματίζει και προωθεί αυτό που ξέρει και μπορεί να κάνει, τέλος, ένας άνθρωπος με βαθιές πεποιθήσεις που δεν τις αλλάζει με τίποτα στον κόσμο γιατί είναι ακριβώς πεποιθήσεις.

Αυτά που περνούσε ο Γκράμσι σήμερα φαίνονται πολύ μεγάλα προβλήματα. Δεν αναφερόμαστε στην τεράστια προσπάθεια που ο ίδιος έκανε ειδικά για να αντιμετωπίσει όλες τις κακουχίες και να έχει ζωντανό το μυαλό του. Ωστόσο, όλη η γενιά του τότε κομμουνιστικού κινήματος κλήθηκε να δώσει και να προσφέρει. Ήταν μια γενιά από ανθρώπους ιδιαίτερης πάστας, από ανθρώπους που είχαν πεποιθήσεις, που είχαν απλοχεριά. Γιατί, όμως, τότε υπήρχαν τέτοιοι άνθρωποι; Ή, μάλλον, πώς πλάστηκαν τέτοιοι άνθρωποι;
"Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΟΝΙΟ ΓΚΡΑΜΣΙ", συνομιλώντας με τον Λουκά Αξελό
«Αποδοκιμάζει κανείς το παρελθόν για να μην αντιμετωπίσει το καθήκον του παρόντος»

Η επικαιρότητα του Αντόνιο Γκράμσι

Συνομιλώντας με τον Λουκά Αξελό

Ο Λουκάς Αξελός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1947. Αποφοίτησε από την Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου θεσσαλονίκης και είναι διδάκτωρ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Από πολύ νωρίς ασχολήθηκε με τα γράμματα και το βιβλίο και διευθύνει από την ίδρυση τους τις εκδόσεις «Στοχαστής» (1969 -), την «Εκδοτική Ομάδα "Εργασία"» (1974 -1979) και το περιοδικό «Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου Έρευνας και Κριτικής» (1980 - )_ είναι, επίσης, μέλος του Advisory Board του περιοδικού «Journal of the Hellenic Diaspora».

Στο συγγραφικό πεδίο (ιστορικό κατά βάση) οι έρευνες του έχουν επικεντρωθεί σε τρεις άξονες:Στην παρουσίαση και ανάδειξη σταθμών και ορίων στην διαμόρφωση της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης στην νεότερη Ελλάδα (18ος αιώνας και εντεύθεν), στην μελέτη του Κυπριακού Ζητήματος και στην ανάλυση της εκδοτικής δραστηριότητας και της κίνησης των ιδεών στην Ελλάδα από την δεκαετία του 1960 ως τις μέρες μας.
Σταθερή είναι η ενασχόληση του με την ποίηση. Ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά και ανθολογίες. Έχει κυκλοφορήσει τρεις ποιητικές συλλογές και έχει προλογίσει και επιμεληθεί το μεταφραστικό έργο του Κ. Γ. Καρυωτάκη και μιαν Ανθολογία Σύγχρονης Κυπριακής Ποίησης μαζί με τον Λεύκιο Ζαφειρίου.

Επιμελήθηκε, σχολίασε και προλόγισε αρκετά βιβλία Ελλήνων και ξένων συγγραφέων όπως (ενδεικτικά) οι Ρήγας Βελεστινλής, Γ. Σκληρός, Σεραφείμ Μάξιμος, Δημήτρης Γληνός, Γιάννης Κορδάτος, Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ντενί Ντιντερό, Νικολάι Γκόγκολ, Καρλ Μαρξ, Τζων Ρηντ και Αντόνιο Γκράμσι.
Ταυτόχρονα, έχει ασχοληθεί με την κριτική και έχει δημοσιεύσει αρκετά δοκίμια, μελέτες και άρθρα σε διάφορα βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες.
Πρόκειται για έναν από τους πρώτους που –σε δύσκολα χρόνια– προχώρησε στην έκδοση των έργων του Αντόνιο Γκράμσι στη χώρα μας. Ο Λουκάς Αξελός πέρα από τις εκδόσεις βιβλίων του Α. Γκράμσι, κατά καιρούς, έχει επιμεληθεί αφιερώματα και έχει γράψει πολλά άρθρα για τη ζωή και το έργο του.
Βρεθήκαμε μαζί του και συζητήσαμε για πολλά ζητήματα που αφορούν και το έργο του Γκράμσι και τις εκδόσεις του στην Ελλάδα.
Ακολουθεί η ενδιαφέρουσα συνέντευξη που μας παραχώρησε. Θέλουμε να τον ευχαριστήσουμε –και μέσα από τις στήλες των “σελίδων της αριστεράς”– για το ζεστό κλίμα με το οποίο μας δέχθηκε και την ευγένεια που είχε καθώς και για τις όχι «εύκολες» απαντήσεις που μας έδωσε.

Tη συνέντευξη πήρε ο Ρούντι Ρινάλντι.

Πότε άρχισε και με ποιο σκεπτικό η έκδοση έργων του Α. Γκράμσι από τις εκδόσεις «Στοχαστής»;

Η πρώτη προσέγγιση και σκέψη για έκδοση των έργων του Γκράμσι έγινε στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Είχαμε ήδη, ξεκινώντας από το 1969, εκδώσει ορισμένα έργα του Ρήγα Βελεστινλή κατ’ αρχήν και στην συνέχεια του Γληνού, του Σβώλου και λίγο αργότερα του Μάξιμου, έχοντας θέσει ως στόχο, να φέρουμε σε επαφή το αναγνωστικό κοινό με αυτό που εμείς χαρακτηρίζαμε ως ριζοσπαστική ελληνική σκέψη.
Με βάση όμως την αφετηριακή σύλληψη του «Στοχαστή», εκτός από την δική μας ριζοσπαστική παράδοση, που ήταν το ένα σκέλος, οφείλαμε να δώσουμε ό,τι ,κατά τη γνώμη μας, ήταν αναγκαίο και ικανό και από την διεθνή. Σε αυτήν λοιπόν την λογική, εντάξαμε και το έργο του Γκράμσι. Σ’ αυτό, συνετέλεσε το γεγονός ότι στα πλαίσια των αντιδικτατορικών επαφών της εποχής εκείνης ένα παράλληλο σκεπτικό είχε αναπτυχθεί και σε μία κατηγορία αριστερών συντρόφων οι οποίοι συγκλίνανε υπό μίαν ορισμένη έννοια στην άποψη που είχε ο «Στοχαστής» και που συνίστατο στο εξής: ότι ανεξάρτητα από ότι το κύριο μέλημά μας ήταν η ανατροπή της δικτατορίας, εμείς ευθύς εξαρχής είχαμε θέσει ένα ζήτημα που αφορούσε τις ευθύνες της ίδιας της αριστεράς. Δηλαδή το πελώριο «Ποιος, Ποιον» που ήγειρε η ήττα που υποστήκαμε με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Ο Γκράμσι σηματοδοτούσε αυτό το διττό στοιχείο. Στοιχείο δηλαδή του να σταθούμε μεν στην επαναστατική μας παράδοση, την οποία δεν την απεμπολούσαμε και δεν εννοούσαμε να την εκχωρήσουμε σε κανέναν και από την άλλη κριτικά να την υπερβούμε με την βοήθεια ενός ξεχωριστού διανοητή, που με μοναδική ικανότητα είχε εντοπίσει πολλές από τις αδυναμίες ή και τα αδιέξοδά μας.

Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Τι υποδοχή είχαν οι εκδόσεις αυτές; Πόσο μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είναι γνωστό το έργο του Γκράμσι στη χώρα μας;

Είναι γνωστό ότι ο Γκράμσι, με εξαίρεση τα διάφορα άρθρα και σκόρπια κείμενα που έγραψε όταν ήταν ελεύθερος, το μέγιστο μέρος της όποιας παρακαταθήκης μας άφησε, το έγραψε στις φυλακές και στις εξορίες. Αυτό το σώμα που συνθέτει το πελώριο έργο που ονομάστηκε «Τετράδια Φυλακής» από μία σατανική σύμπτωση ή συγκυρία της μοίρας στην Ελλάδα έτυχε να μεταφραστεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Δηλαδή, τουλάχιστον όσον αφορά τον «Στοχαστή» ο πρώτος ο μεταφραστής Θάνος Παπαδόπουλος, ( μεταφραστής των Διανοουμένων, της Οργάνωσης της κουλτούρας και των Εργοστασιακών συμβουλίων ), ξεκίνησε να μεταφράζει τον Γκράμσι στην εξορία. Ο Θανάσης Αθανασίου μας στέλνει το Παρελθόν και παρόν από τις φυλακές. Ο Κώστας Φιλίνης μεταφράζει επίσης τον Μακιαβέλι στις φυλακές. Κι έπεται συνέχεια. Έτσι από μία παράδοξη σύμπτωση και συγκυρία, τα «Τετράδια της Φυλακής» του Γκράμσι μεταφράζονται στις φυλακές και εξορίες από Έλληνες πολιτικούς κρατούμενους. Αυτό είναι ένα αφετηριακό σημείο που πιστεύω ότι πρέπει να διατηρηθεί ως μνήμη, γιατί συγκλίνει και σε τελική ανάλυση συμπίπτει με αυτό που εγώ αποκαλώ γκραμσιανό ήθος. Το σημερινό μεταπολιτευτικό φολκλόρ ανεξάρτητα από τους ποσοτικούς πίνακες που παρουσιάζει δεν έχει σχέση με την τότε πραγματικότητα που θίγω κι αυτό δεν είναι μια ωραιοποίηση της τότε πραγματικότητας. Σημασία δεν έχει τι απλώς πουλιέται και τι αποτυπώνεται στους δείκτες των εφημερίδων και των περιοδικών σαν μπεστ σέλερ. Σημασία έχει τι λειτουργεί, τι επιδρά και τι διαμορφώνει τις σκέψεις και τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Τα έργα τότε που κυκλοφορούσαν και δεν εννοώ φυσικά μόνο του Γκράμσι, λειτουργούσαν στις συνειδήσεις των ανθρώπων και τις μετασχημάτιζαν. Και προφανώς και με όρους «εμπορικούς» η κυκλοφορία των έργων του Γκράμσι τον καιρό εκείνον ήταν πολύ σημαντική. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι βιβλία σαν τους Διανοουμένους είχανε περάσει τα 40.000 αντίτυπα.

Πρόσφατα προχωρήσατε σε επανέκδοση των έργων του Γκράμσι. Ποια η υποδοχή των αναγνωστών; Υπάρχουν σημάδια ότι ξαναρχίζει μια ζήτηση του πολιτικού βιβλίου;

Είναι γνωστό ότι έχει, σχεδόν πάντα, δίκιο, όσον αφορά τις παροιμίες του, ο λαός. Ότι μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά. Η ήττα της αριστεράς, ανεξαρτήτως υποκειμενικών ευθυνών και στάσεων του καθενός μας, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης είχε στρατηγικές επιπτώσεις στην καθόλου αριστερά. Όταν γκρεμίζεται ένα οικοδόμημα, ακόμα κι αυτός που έλεγε ότι θα πέσει το οικοδόμημα αυτό, ακόμα κι αυτός που είχε κάνει διαγνώσεις περί του σεισμού που έρχεται, συντρίβεται κάτω από τα ερείπια. Τόσο τα έργα τα μαρξιστικά ή τα έργα αριστερού ριζοσπαστισμού αλλά και ο ίδιος ο Γκράμσι, υπέστησαν ένα πλήγμα υποβάθρου στην διάρκεια των ετών ’88 – ’94. Ο καιρός όμως έχει γυρίσματα. Ο κόσμος της ελεύθερης αγοράς, του νεοφιλελευθερισμού, της Νέας Τάξης Πραγμάτων δεν έλυσε τα προβλήματα των ανθρώπων. Σταδιακά υπήρξε και υπάρχει μια επανάκαμψη της πολιτικής, όχι βέβαια με τους όρους των χρόνων της δικτατορίας ή των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης που σας είπα, αλλά με τους όρους ενός περισσότερου σκεπτικισμού, μιας περισσότερο κριτικής σκέψης που εμπεριέχει μέσα και την κυνικότητα αλλά ουσιαστικά με έναν τρόπο ποιο λειτουργικό. Στην φάση τώρα που μιλάμε διασώζονται απ’ ό,τι φαίνεται ένα σύνολο βιβλίων στα οποία υπήρχε μια περισσότερη κριτική θεώρηση της κοινωνίας και των πραγμάτων. Νομίζω, και μάλλον φαίνεται εκ του αποτελέσματος, ότι αυτό αφορά και τον Γκράμσι, που ανήκει, κατά την γνώμη μου, στην κατηγορία εκείνη των στοχαστών που εξακολουθεί να έχει μία διαρκή επικαιρότητα.

Ο Γκράμσι δεν έγραψε τίποτα για να εκδοθεί υπό μορφή βιβλίου. Τα Τετράδια της Φυλακής εκδόθηκαν ολόκληρα σχετικά αργά, αφού είχαν εκδοθεί διάφορες συλλογές. Υπάρχουν επομένως πολλές αναγνώσεις του έργου του. Ποιες οι δυσκολίες του αποσπασματικού χαρακτήρα πολλών κειμένων του; Ποια τα προβλήματα στην μεταφορά – μετάφραση του έργου του Γκράμσι στα Ελληνικά;

Να ξεκαθαρίσουμε κάτι, που εγώ θέλω να το αποσαφηνίζω σε κάθε συζήτηση που γίνεται περί Γκράμσι. Ο Γκράμσι μπορεί να χρήζει ή να έχει την δυνατότητα πολλών, ενδεχομένως, αναγνώσεων. Είναι γεγονός ότι γίνονται διάφορες αναγνώσεις του ΓκράμσιΞ πάντως, για κάποιον που σοβαρά θέλει να προσεγγίσει και με σεβασμό το έργο του, ο Γκράμσι δεν επιδέχεται πολλές αναγνώσεις σε δύο πράγματα. Το πρώτο που δεν επιδέχεται καμία διαφορετική ανάγνωση είναι η βαθιά του πεποίθηση να συνδέει την ηθική με την πολιτική. Είναι τελείως εχθρικός σε μία αμοραλιστική προσέγγιση της πολιτικής. Γι’ αυτόν η ηθική και η πολιτική όπως αποτυπώνεται και σε διάφορα κείμενά του, (το να λέμε την αλήθεια στην πολιτική), αποτελεί μία από τις κολώνες της σκέψης του. Το πρώτο λοιπόν στοιχείο που δεν σηκώνει παρερμηνείες, ανεξάρτητα από το ότι γίνονται προσπάθειες να παρερμηνευτεί είναι αυτό. Το δεύτερο στοιχείο του Γκράμσι που δεν σηκώνει επίσης καμία παρερμηνεία είναι η σύνδεση θεωρίας και πράξης. Στον Γκράμσι δεν υπάρχει αποσύμπλεξη της θεωρίας με την πράξη παρ’ όλο που υπήρξε και είναι ένας πολύ μεγάλος θεωρητικός. Αν λοιπόν συμφωνήσουμε σε αυτά έχουμε μία βάση για να συμφωνήσουμε και στα άλλα, τα επιμέρους. Ξεκαθαρίζοντας λοιπόν αυτά τα δύο σημεία, είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι το έργο του χρήζει πολλαπλών ενδεχομένως αναγνώσεων, λαμβανομένου και του πραγματικού γεγονότος ότι έγραψε κάτω από πολύ ιδιόρρυθμες συνθήκες σε μία σχεδόν κρυπτογραφική γλώσσα, (για παράδειγμα δεν υπάρχει πουθενά η λέξη «μαρξισμός», ο μαρξισμός είναι «η φιλοσοφία της πράξης»). Η αδυναμία λοιπόν λόγω των συνθηκών φυλάκισης να δώσει ένα ολοκληρωμένο έργο που να δένει αυτό το οποίο διατυπώνει με την ίδια την πραγματικότητα και την ζωή, δημιουργεί όντως μίαν αφαιρετικότητα στο έργο του που, ας μου επιτραπεί, δίνει την δυνατότητα σε διαφορετικές αναγνώσεις. Αν θέλουμε όμως να προσεγγίσουμε έντιμα τον Γκράμσι, θα δούμε ότι ο Γκράμσι είναι πάρα πολύ σαφής και πολύ καθαρός εκεί που μπορεί να μιλήσει καθαρά. Δηλαδή ο Γκράμσι, ναι μεν έγραψε την πλειοψηφία του έργου του στην φυλακή, έγραψε όμως κι έργο εκτός φυλακής. Ε, λοιπόν στο "Ordine Nuovo", στα κείμενά του αυτά δεν υπάρχει καθόλου «θολούρα», «σύγχυση» και δυνατότητα διαφορετικής ερμηνείας του έργου του. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι μία κατηγορία μελετητών του Γκράμσι αποσυμπλέκουν την πρώτη του περίοδο από την δεύτερη, ενώ το έργο του Γκράμσι είναι ενιαίο. Ο Γκράμσι δεν έκανε καμία αποκήρυξη των γραπτών του, όπως λ.χ. ο Καβάφης κάποιων ποιημάτων του, και μόνο σ’ αυτή την διαλεκτική σχέση μπορούμε να δούμε το όποιο του έργο.

Στην Ευρώπη υπάρχει η διάχυτη η γνώμη πως ο Γκράμσι υπήρξε προπομπός του ευρωκομμουνισμού. Στέκει κατά τη γνώμη σας η άποψη αυτή;

Θα μπορούσαμε να πούμε με μίαν ορισμένη έννοια και ναι, στον βαθμό που ένα κομμάτι αυτού του ρεύματος, πάτησε σε κάποια σημεία που ο ίδιος ο Γκράμσι τα έθετε και τα θεωρούσε ας πούμε σημαντικά όσον αφορά την καθόλου προβληματική του. Πράγματι ο Γκράμσι έθεσε ένα σύνολο από ζητήματα τα οποία στη συνέχεια τα δανείστηκε ή τα χρησιμοποίησε, το ευρωκομμουνιστικό κίνημα, αποσυμπλέκοντάς τα όμως από τα άλλα. Δηλαδή, η κατ’ εξοχήν σύλληψη του Γκράμσι ότι απέναντι σ’ έναν τέτοιο πανούργο, πολυμήχανο και πάνοπλο αντίπαλο χρειάζεται να αντιτάξεις ένα εξίσου πολυμήχανο αντίρροπο δέος κουλτούρας, ότι ο σοσιαλισμός ταυτίζεται με μία λογική πολιτισμού, με μία λογική κουλτούρας και δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτήν, ότι δεν είναι μόνο οι παραγωγικές σχέσεις και οι παραγωγικές δυνάμεις τα μοναδικά στοιχεία ερμηνείας των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων, αυτά ήτανε κάποια ζητήματα πάνω στα οποία πάτησε και θα μπορούσε να πατήσει ένα ρεύμα σαν το ευρωκομμουνιστικό. Ο Γκράμσι έθετε για παράδειγμα το ζήτημα της ηγεμονίας. Αλλά χωρίς να είναι ο καθαρόαιμος λενινιστής, δεν είχε ξεχάσει ποτέ το ποιος ποιον. Δηλαδή είχε πάντα συνείδηση το ποιον εξυπηρετεί και για ποιον γίνεται όλη αυτή η ιστορία. Θέλω να πω δηλαδή ότι δεν μπορούμε τόσο εύκολα να ξεμπλέξουμε με τον Γκράμσι στεκόμενοι μόνο σε κάποια αποσπάσματά του τα οποία τα αυτονομούμε για να μας εξυπηρετήσουν, για να κάνουμε χρήση ιδεολογική. Με αυτό δεν υπονοώ ότι δεν έχει σχέση ο Γκράμσι με όλα αυτά τα ρεύματα που αναπτύχθηκαν και κρατήθηκαν στην διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών στην Δύση, αλλά επιμένω εμφαντικά ότι είναι μονόπλευρη και μονομερής η ανάγνωσή του. Σε τελευταία ανάλυση, όλοι οι μεγάλοι, όλοι οι κλασσικοί, χρήζουν πολλαπλών αναγνώσεων. Μπορεί δηλαδή σε κάθε περίπτωση να χρησιμοποιηθεί το αφ’ ενός ή το αφ’ ετέρου κάποιας θεωρίας. Το πώς όμως έντιμα την αντιμετωπίζουμε συνολικά χωρίς να την διαστρέφουμε αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο.

Έχω ένα ερώτημα που το έχουμε σχολιάσει μέχρι τώρα, αλλά να το δούμε λίγο περισσότερο. Είστε γνώστης του γκραμσιανού έργου. Ποια είναι τα κυριότερα σημεία και στοιχεία κατά την άποψή σας; Συνήθως ενδεικτικά αναφέρονται στο θέμα της ηγεμονίας, του πολέμου θέσεων, των ελιγμών ή η ταχτική στρατηγική στις δυτικές κοινωνίες, γίνονται πολλά μπερδέματα στις αναφορές για την κοινωνία των πολιτών, υπάρχει και το ζήτημα του προβλήματος συγκρότησης μιας εθνικής λαϊκής θέλησης ή ιδιαίτερη σημασία που δίνουμε στους επιμορφωτικούς θεσμούς, τους ειδικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς κλπ. Και υπάρχει και μία κριτική που του γίνεται, ότι είναι «ιστορικιστής». Αυτή είναι μια κατηγορία που του αποδόθηκε από τον Αλτουσέρ, τον Πουλαντζά, από εκπρόσωπους του ευρωκομμουνισμού δηλαδή. Δεν ξέρω αν μπορούμε να πούμε κάποιο σχόλιο γι’ αυτά τα θέματα.

Κοιτάξτε, βάλατε πολλά θέματα που ουσιαστικά εξακτινώνονται στο σύνολο των θέσεων και των απόψεων του Γκράμσι. Θα προσπαθήσω να δώσω κάποιες απαντήσεις, οι οποίες ουσιαστικά δεν θα δίνουν πλήρη απάντηση στο ζήτημα, αλλά απλώς θα θίγουν κάποια σημεία του. Κατ’ αρχήν πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στην ιστορικότητα και στον ιστορικισμό. Ο Γκράμσι, όπως κάθε σοβαρός μελετητής της κίνησης των ιδεών, της πάλης των τάξεων, της πορείας των πραγμάτων, ήθελε να έχει μία ισχυρή βάση, ένα υπόβαθρο πάνω στο οποίο να πατά. Ως εκ τούτου, οι μομφές και οι κατηγορίες που του αποδίδονται σε σχέση με την ιστορικότητα θα μπορούσαν υπό μία ορισμένη έννοια να επιστραφούν σ’ αυτούς που τις λένε, όχι κατηγορώντας τους, αλλά θεωρώντας τους ανεπαρκείς στο να έχουν μίαν ιστορική εικόνα και εποπτεία των πραγμάτων σε βάθος. Η δύναμη του Γκράμσι και του γκραμσιανού έργου όπως κάθε μεγάλου έργου, είτε αυτό είναι λογοτεχνικό, είτε πολιτικό, είτε ιδεολογικό, είναι ότι έχει μία ισχυρή εθνική βάση. Πατάει δηλαδή σε μία αφετηρία. Ο Γκράμσι είναι Ιταλός και για την ακρίβεια Σαρδηνός. Έχει γνώση τόσο της τοπικής πλευράς των πραγμάτων σε μία κατατμημένη κοινωνία, όπως ήταν η Ιταλία σ’ όλη την διάρκεια του Μεσαίωνα και έχει ταυτόχρονα και μίαν αίσθηση ιστορικότητας που απορρέει από ένα ιστορικό έθνος, στον βαθμό που οι Ιταλοί ως κληρονόμοι της ρωμαϊκής παράδοσης αποτελούν την μιά βάση αυτού που ονομάζουμε ελληνορωμαϊκός πολιτισμός. Ο Γκράμσι λοιπόν όχι απλώς ξέρει όπως προκύπτει από την λεπτομερειακή ανάγνωση των γραπτών του, αλλά θέλει οπωσδήποτε και να ξέρει και να μάθει σε βάθος την ιστορία του εδάφους πάνω στο οποίο πατά. Συνειδητοποιεί λοιπόν όλη την πορεία του ιταλικού Risorgimento που είναι το κίνημα της ιταλικής παλιγγενεσίας, αντίστοιχο με το δικό μας 1821, στο οποίο η Ιταλία μέσα από μια διαδικασία πολύπλοκη και αντιφατική εν πολλοίς, συγκροτείται σε ένα ενιαίο κράτος. Η μελέτη ακριβώς αυτού του ζητήματος στις ρίζες του, του δίνει να καταλάβει ότι ουσιαστικά η πορεία προς την ολοκλήρωση δεν έγινε, δυστυχώς ή ευτυχώς αυτή είναι η ιστορία, από μία συνιστώσα. Από τον Βίκτωρα Εμμανουήλ και τους μοναρχικούς, τον Καμίλο Καβούρ και τους μετριοπαθείς φιλελεύθερούς του, ως τους ριζοσπάστες δημοκράτες πατριώτες / διεθνιστές Ιωσήφ Ματσίνι και Γκαριμπάλντι, οι συνιστώσες του Risorgimento αγκαλιάζουν όλο το πολιτικό φάσμα. Είναι σαφές σε ποια πλευρά βρίσκεται ο νους και η καρδιά του Γκράμσι. Αυτό όμως δεν τον κάνει να χάσει την επαφή του με την πραγματικότητα και να επιμείνει στο ότι η «εθνική ενότητα είχε μιαν ορισμένη ανάπτυξη και όχι μιαν άλλη. Κινητήρια δύναμη αυτής της ανάπτυξης ήταν το κράτος του Πιεμόντε και η δυναστεία της Σαβοΐας».
Η αδυναμία της ριζοσπαστικής παράταξης να αναδειχθεί σε ηγεμονική δύναμη προβλημάτισε σοβαρά τον Γκράμσι. Ξέρει όμως ταυτόχρονα ότι για να καταφερθεί το μεγάλο εγχείρημα χρειάζονταν κι άλλες δυνάμεις που συνέκλιναν προς την κατεύθυνση αυτή. Μέσω της ίδιας της ιστορίας της Ιταλίας, η συνειδητοποίηση αυτού του ζητήματος τον οδηγεί στην λογική του μπλοκ για την εξουσία, του πολύμορφου μετώπου, το οποίο άλλωστε, γιατί να το κρύψουμε, το πραγματοποίησε και η ελληνική αριστερά στα χρόνια του ΕΑΜ. Η μοναδική ουσιαστική έφοδος μετά το ’21 που έγινε στους ουρανούς, η Εθνική Αντίσταση του ’40 – ’45, έγινε από ένα μπλοκ δυνάμεων. Ποια είναι η διαφορά; Η διαφορά είναι ότι σ’ αυτό το μπλοκ των δυνάμεων ο Γκράμσι έθετε το ζήτημα της ηγεμονίας, δηλαδή δεν είναι ότι δεν αναγνώριζε όλες αυτές τις συνιστώσες, αλλά έθετε το ζήτημα της ηγεμονίας. Με ποια όμως λογική. Ποια η διαφορά και η υπεροχή της γκραμσιανής σκέψης σε σχέση με την «παραδοσιακή», την σταλινική. Οι όροι της ηγεμονίας που επιζητούσε ο Γκράμσι και της «πρωτοκαθεδρίας» σ’ αυτό το μπλοκ ήταν όροι ηθικής και διανοητικής - ιδεολογικής υπεροχής, γιατί είπαμε ότι ο Γκράμσι δεν αποσυνέδεε ποτέ την πολιτική από την ηθική. Δηλαδή επιζητούσε την ηγεμονία στις ιδέες κατ’ αρχήν, θεωρούσε δηλαδή ότι το πλέγμα ιδεών που προσέφερε ως πρόταση στην κοινωνία ήταν πραγματικά υπέρτερο των άλλων εκδοχών και γι’ αυτό εδικαιούτο να ηγεμονεύσει. Τόσο οι συντηρητικές εκδοχές της κομμουνιστικής εκδοχής πραγμάτων, όσο και οι λεγόμενες ανανεωτικές και ευρωκομμουνιστικές επιζητούν την οργανωτική απλώς και μόνο ηγεμονία. Η οργανωτική όμως ηγεμονία αν και καθίσταται στην φορά των πραγμάτων αναγκαία, οφείλει πάντοτε να είναι το απότοκο της ηθικής και της ιδεολογικής ηγεμονίας. Αυτό το στοιχείο νομίζω είναι ένα στοιχείο κλειδί όσον αφορά την κουλτούρα αλλά και την ηθική του έργου που απορρέει από την γκραμσιανή σύλληψη πραγμάτων. Οπότε, θεωρώ κατώτερες μιας σοβαρής ανάλυσης του έργου του Γκράμσι τις λογικές εκείνες που θέλουν να βλέπουν τον Γκράμσι απλώς, ας πούμε υποτιμώντας τον ίδιο τον Μακιαβέλι, έναν άνθρωπο που ήθελε μέσω μιας «μακιαβελικής λογικής» να υπερισχύσει στην κοινωνία. Ο Γκράμσι δεν είχε σχέση με αυτήν την λογική. Και ταυτόχρονα έθετε ένα κεντρικό ζήτημα που δεν το ’θεσε κανένας άλλος μάχιμος κομμουνιστής ηγέτης με τους ίδιους όρους και την ίδια καθαρότητα. Δηλαδή τι; Ότι οι μητροπολιτικές κοινωνίες, ως κατεξοχήν πολύπλοκες δεν μπορούν να ανατραπούν με «απλή έφοδο στην εξουσία». Λέει δηλαδή ότι δεν μπορείς να κάνεις μίαν υπέρβαση του υπάρχοντος εάν τυχόν δεν συνειδητοποιήσεις πόσο πολύπλοκο είναι. Εάν δεν συνειδητοποιήσεις πόσο τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά, πόσο πανούργος, πόσο επιτήδειος και πάνοπλος είναι ο αντίπαλος. Άρα λοιπόν δεν μπορείς με μίαν απλή έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα να τα κυβερνήσεις, γιατί και αν τα καταλάβεις, δεν θα ξέρεις τι να τα κάνεις στην συνέχεια. Το πρόβλημα λοιπόν είναι να διαμορφώσεις όλους εκείνους τους όρους, όλες εκείνες τις υποδομές που θα καταστήσουν τις υποτελείς τάξεις ικανές στο να μπορέσουν να διαμορφώσουν ένα αντίρροπο δέος κουλτούρας, πολιτικής, ιδεολογίας και κατ’ επέκτασιν διακυβέρνησης. Και σ’ αυτό το σημείο, έχω την αίσθηση ότι πραγματικά είναι μπροστά από πολλούς καθ’ όλα άξιους, καθ’ όλα ηρωικούς κομμουνιστές ηγέτες, οι οποίοι όμως ουσιαστικά έμειναν σε μία πιο, θα την χαρακτήριζα, γραμμική ανάγνωση των πραγμάτων.

Νομίζω απ’ όλ’ αυτά που είπατε βγαίνει το συμπέρασμα, αλλά αν μπορούμε να το συμπυκνώσουμε λίγο γιατί πρέπει να το κλείνουμε, γιατί οι αριστεροί οφείλουν να μελετούν το έργο του Γκράμσι σήμερα;

Θα πω κάτι το κοινότοπο. Καταρχήν οι αριστεροί θα πρέπει να μελετούν. Έχω την αίσθηση ότι οι αριστεροί δεν μελετούν. Διαβάζουν πολύ λιγότερο πλέον σε σχέση με το παρελθόν αλλά και θα έλεγε ότι διαβάζουν οριζόντια. Δηλαδή ξεκινούν το χτίσιμο του σπιτιού τους, του πνευματικού τους σπιτιού από τα κεραμίδια. Περιδιαβαίνοντας το έργο του Γκράμσι, εάν τυχόν κανένας έμπαινε στον κόπο να καταγράψει τις διάφορες αναφορές του σε συγγραφείς ποικίλης απόχρωσης, σε έργα ποικίλης απόχρωσης, θα χρειαζόταν πραγματικά δύο και τρεις τόμους για να κάνει απλώς το ευρετήριο των ονομάτων. Δεν προέκυψε λοιπόν από το πουθενά όλη αυτή η ιστορία. Ο Μαρξ ξεκίνησε από τον Επίκουρο για να μπορέσει να φτάσει να κάνει κριτική σε βάθος στον Μάλθους και τον Ρικάρντο. Και ο Γκράμσι ξεκινάει από τις ρίζες τις ιταλικής πολιτικής σκέψης, τον Μακιαβέλι, για να φτάσει να κάνει κριτική στον Μουσολίνι. Μ’ αυτήν την έννοια πιστεύω ότι το πρώτο ζήτημα που τίθεται είναι να διαβάζουμε. Το δεύτερο ζήτημα που τίθεται είναι να κατευθύνουμε τον τρόπο ανάγνωσής μας μ’ έναν πιο λειτουργικό τρόπο ώστε να διαβάζουμε το μείζον κι όχι το έλασσον. Δηλαδή δεν είναι δυνατόν ν’ αναλώνεται η σημερινή αριστερά στην ανάγνωση της οποιασδήποτε προκήρυξης ή του οποιουδήποτε άρθρου της τελευταίας ώρας και να μην έχει διαβάσει ούτε ένα σοβαρό έργο, των κλασικών της πολιτικής σκέψης.

Και ένα τελευταίο ερώτημα, πώς κρίνετε το έργο της ενασχόλησης με τον Γκράμσι μιας κίνησης που προέρχεται από τον μ-λ χώρο, που δε φημιζόταν για τη σχέση του, δεν είχε κάποια σχέση με τον Γκράμσι;

Πάντα κινήθηκα με βάση την λογική του Μπρεχτ ότι «λογοτεχνίες ολόκληρες θα ανασκαφτούν για την έρευνα έστω και μιας μικρής ένδειξης, πως τον καιρό της καταπίεσης ζούσαν κι επαναστάτες». Το ότι σήμερα μία μαρξιστική – λενινιστική, όπως την χαρακτηρίσατε, κίνηση, ψάχνει στα υπόγεια της ιστορίας, τα ερείσματα εκείνα για να αναστηλώσει την σκέψη της, για να ανασυγκροτηθεί και να αναδιαρθρωθεί, δεν είναι για μένα τυχαίο. Και θα γίνω λιγάκι πιο σαφής. Κατ’ αρχήν αυτή η κίνηση, οι κινήσεις γενικότερα, οι μαρξιστικές – λενινιστικές, μπορεί να μην είχαν διαβάσει τον Γκράμσι, μπορεί να απείχαν από αρκετές πλευρές του Γκράμσι, είχαν όμως και κάποια κοινά σημεία με την γκραμσιανή παράδοση. Είχαν τουλάχιστον στις προθέσεις τους την λογική του να συνδέουν την θεωρία με την πράξη, και είχαν τουλάχιστον στις προθέσεις τους την λογική να συνδέουν την ηθική με την πολιτική. Άρα λοιπόν υπάρχει ένας ομφάλιος λώρος όπου, ψάχνοντας για τις διάφορες αφετηρίες μας μπορεί να βρούμε αυτό που ήταν όντως και οι ρίζες μας. Ένα δεύτερο κρατούμενο είναι το εξής: ότι ένα κομμάτι από αυτόν τον χώρο (στην Ιταλία λ.χ.) ανεξάρτητα από το ότι λειτούργησε περισσότερο σε μία στενότερη πολιτική λογική, είχε έστω μίαν έμμεση τριβή και επαφή με το έργο του Γκράμσι, ανεξάρτητα από το ότι αυτή την επαφή την υποτίμησε πέφτοντας θύμα της αντιδιανοούμενης κουλτούρας και λογικής του. Λαμβανομένου υπόψη του ότι το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα είχε εγκολπωθεί τον Γκράμσι, αυτό είχε δημιουργήσει μίαν άπωση στους μαρξιστές – λενινιστές αγωνιστές. Όμως ο Γκράμσι πέθανε – κατ’ ουσίαν με μιαν ορισμένη έννοια εξοντώθηκε – το 1937. Εάν λοιπόν είχαν εγκύψει στο ίδιο το έργο του Γκράμσι θα έβλεπαν τα πράγματα αλλιώς. Όμως όπως όλα στην ζωή, έτσι και η συνειδητοποίηση κάποιων πραγμάτων ακολουθεί τον δικό της δρόμο, επώδυνα, αντιφατικά και με α/συνέχειες. Μ’ αυτήν την έννοια, πιστεύω ότι η σημερινή επανάκαμψη, το σημερινό γύρισμα σελίδας με θετικούς όρους στο παρελθόν, παρ’ όλο που αποτελεί μια καθυστερημένη πρωτοβουλία, εντούτοις, χωρίς να θέλω να δικαιολογήσω τίποτα, πιστεύω ότι έχει τα ερείσματά της στην ίδια την ιστορία των πραγμάτων.
ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ Α.ΓΚΡΑΜΣΙ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΕΚΔΟΘΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


1: Φραντσέσκο Τομμαζίνι «Διεθνής πολιτική και ευρωπαϊκή πολιτική», Περιοδικό «Νουόβα Αντολοτζία», 16 Μάη 1927, σημείωση του συντάκτη
Βιβλία του Α. Γκράμσι στα ελληνικά
1. Οι Διανοούμενοι, εισαγωγή Λουτσιάνο Γκρούπι (μτφρ. εισαγωγής Μπάμπης Λυκούδης), εισαγωγή - μετάφραση - σχόλια Θ. Χ. Παπαδόπουλος, εκδ. «Στοχαστής», σελ. 200, Αθήνα 1972.
2. Γράμματα από τη Φυλακή, πρόλογος Φούλας Χατζιδάκη, χρονογραφία, μετάφραση Δημήτρης Ραυτόπουλος - Φούλα Χατζιδάκη, εκδ. «Ηριδανός», σελ. 178, Αθήνα 1972.
3. Η Οργάνωση της Κουλτούρας, μετάφραση - σχόλια Θ. Χ. Παπαδόπουλος, εκδ. «Στοχαστής», σελ. 128, Αθήνα 1973.
4. Ιστορικός Υλισμός, μετάφραση Τίτος Μυλωνόπουλος, εκδ. «Οδυσσέας», σελ. 244, Αθήνα 1973.
5. Παρελθόν και Παρόν, μετάφραση Θανάσης Αθανασίου, εκδ. «Στοχαστής, σελ. 132, Αθήνα 1974.
6. Για τον Μακιαβέλη..., μετάφραση Φ.Κ. [Κώστας Φιλίνης], εκδ. «Ηριδανός», σελ. 208, Αθήνα χ.χ.ε. [1974].
7. Τα Εργοστασιακά Συμβούλια και το Κράτος της Εργατικής Τάξης, εισαγωγή - μετάφραση - σχόλια Θ.Χ. Παπαδόπουλος, εκδ. «Στοχαστής», σελ. 354, Αθήνα 1975.
8. Η Αλληλογραφία Γκράμσι-Τολιάττι για την Κατάσταση στο Κόμμα των Μπολσεβίκων, μετάφραση Μ.Μ., εκδ. «Το Φως που Καίει», σελ. 104, Αθήνα 1975.
9. Πολιτικά Κείμενα, μετάφραση Μυρσίνη Ζορμπά, εκδ. «Οδυσσέας», σελ. 180, Αθήνα 1976.
10. Λογοτεχνία και Εθνική Ζωή, εισαγωγή - σχόλια - επιμέλεια Χρήστος Μαστραντώνης - Ντάνυ Πιέρρου, μετάφραση Χρήστος Μαστραντώνης, εκδ. «Στοχαστής», σελ. 351, Αθήνα 1981.
11. Αντόνιο Γκράμσι: Το Δέντρο του Σκαντζόχοιρου, μετάφραση Μάρθα Σαλάκου, Ιστορικές εκδόσεις, σελ. 144, Αθήνα 1981.
12. Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, εισαγωγή Paolo Spriano, μετάφραση - σχόλια Γιώργος Μαχαίρας - Tania Gori, επιμέλεια Ντάνυ Πιέρρου, εκδ. «Στοχαστής», σελ. 355, Αθήνα 1982.
13. Il Risorgimento, εισαγωγή Λουκάς Αξελός, μετάφραση - σχόλια Γιώργος Μαχαίρας, σελ. 367, Αθήνα 1987.
14. Aμερικανισμός και φορντισμός - τετράδιο 22, εισαγωγή - μετάφραση Pούντι Pινάλντι, εκδ. A/συνεχεια, σελ. 96, Aθήνα 1987.

Τα περισσότερα στοιχεία τα πήραμε από το τεύχος-αφιέρωμα στον A. Γκράμσι του περιοδικού «Tετράδια» δέκατο έβδομο - δέκατο όγδοο χειμώνας 1997 Β’ έκδοση
Aπό τότε έχουν γίνει αρκετές επανεκδόσεις των έργων του Aντόνιο Γκράμσι.
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ, ένα ανέκδοτο (στα ελληνικά) κείμενο του Γκράμσι
Ένα ανέκδοτο στα ελληνικά (κείμενο του Γκράμσι)

Η έννοια της μεγάλης δύναμης

του Αντόνιο Γκράμσι

Δημοσιεύουμε ένα όχι γνωστό κείμενο στην Eλλάδα, που περιλαμβάνεται στο έργο «Για τον Mακιαβέλη, την πολιτική και το σύγχρονο κράτος». H μετάφραση έγινε από την Άβα Mπουλούμπαση από το ιταλικό βιβλίο “Note sul Machiavelli sulla politica e sullo stato moderno” Editori Riuniti, 1991. Τα αποσπάσματα ανήκουν στο Τετράδιο 13 και στο Τετράδιο 2 των “Τετραδίων της φυλακής”. Οι υπότιτλοι είναι της ιταλικής έκδοσης και όχι του Α. Γκράμσι.

Η έννοια της μεγάλης δύναμης

Τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό της ιεραρχίας ανάμεσα στα Κράτη:
1) Έκταση της επικράτειάς τους 2) οικονομική ισχύς 3) στρατιωτική ισχύς.
Ο τρόπος που εκφράζεται το ότι μια δύναμη είναι μεγάλη δίνεται από τη δυνατότητά της να εντυπώνει στην κρατική δραστηριότητα μια αυτόνομη κατεύθυνση, της οποίας τις επιπτώσεις και την αντανάκλαση πρέπει να υφίστανται τα άλλα κράτη:
Η μεγάλη δύναμη είναι ηγεμονική δύναμη, είναι καθοδηγητής και επικεφαλής ενός συστήματος συμμαχιών και συμφωνιών μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης. Η στρατιωτική δύναμη συνοψίζει την αξία της εδαφικής έκτασης (με τον αντίστοιχο πληθυσμό, φυσικά) και του οικονομικού δυναμικού.
Όσον αφορά τα εδάφη, πρέπει να ληφθεί ιδιαίτερα υπόψη η γεωγραφική θέση. Όσο για την οικονομική ισχύ, πρέπει να ξεχωρίσουμε τις βιομηχανικές και γεωργικές δραστηριότητες (παραγωγικές δυνάμεις) από τη χρηματιστική ικανότητα.
Ένα «αστάθμητο» στοιχείο είναι η «ιδεολογική» θέση μιας χώρας σε κάθε στιγμή, στο βαθμό που θεωρείται ότι εκπροσωπεί τις προοδευτικές δυνάμεις της ιστορίας (παράδειγμα η Γαλλία κατά την επανάσταση του 1789 και επί Ναπολέοντα).
Τα στοιχεία αυτά πρέπει να υπολογίζονται μπροστά στο ενδεχόμενο πολέμου.
Το να έχει μια δύναμη τα απαραίτητα στοιχεία που –στα πλαίσια του προβλέψιμου– προδιαγράφουν μια σίγουρη νίκη σημαίνει να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει διπλωματική πίεση που αντιστοιχεί σε μεγάλη δύναμη, δηλαδή σημαίνει να αποκτά ένα μέρος των αποτελεσμάτων ενός νικηφόρου πολέμου χωρίς καν να χρειαστεί να συμμετάσχει στον πόλεμο.
Στην έννοια της μεγάλης δύναμης πρέπει επίσης να συμπεριληφθεί και το στοιχείο της «εσωτερικής ησυχίας», δηλαδή ο βαθμός και το μέγεθος της ηγεμονίας που ασκεί η ηγετική κοινωνική ομάδα. (Αυτό το στοιχείο πρέπει να συνυπολογιστεί για την εκτίμηση της δύναμης κάθε κράτους, αλλά αποκτά μεγαλύτερη σημασία όταν μελετούμε τις μεγάλες δυνάμεις. Ούτε αξίζει να θυμίσουμε την ιστορία της αρχαίας Ρώμης και των εσωτερικών της αντιπαραθέσεων που δεν εμπόδισαν ωστόσο τη νικηφόρα επέκτασή της κ.λπ. Εκτός από τις άλλες διαφορές, αρκεί να εξετάσουμε και τούτο, ότι δηλαδή η Ρώμη ήταν η μοναδική μεγάλη δύναμη της εποχής, και δεν είχε να φοβηθεί τον ανταγωνισμό άλλων δυνάμεων, μετά την καταστροφή της Καρχηδόνας).
Θα μπορούσαμε να πούμε πως όσο ισχυρότερος είναι ο μηχανισμός της αστυνομίας, τόσο πιο αδύναμος είναι ο στρατός και όσο πιο αδύναμη (δηλαδή σχετικά άχρηστη) η αστυνομία, τόσο ισχυρότερος είναι ο στρατός (μπροστά στο ενδεχόμενο διεθνών συγκρούσεων).

Πολιτική και πολιτιστική ηγεμονία

Είναι ακόμα δυνατό στο σύγχρονο κόσμο ένα έθνος να ασκεί πολιτιστική ηγεμονία πάνω στα άλλα έθνη;
Ή μήπως ο κόσμος είναι ήδη τόσο ομογενοποιημένος στις οικονομικο-κοινωνικές του δομές, ώστε μια χώρα, ακόμα κι αν μπορεί «χρονολογικά» να έχει την πρωτοβουλία μιας καινοτομίας, δεν είναι ωστόσο ικανή να κρατήσει το «πολιτικό μονοπώλιο» και να το χρησιμοποιήσει σαν βάση της ηγεμονίας αυτής;
Ποια σημασία, επομένως, μπορεί να έχει στις μέρες μας ο εθνικισμός; Μήπως είναι εφικτός ως οικονομικός και χρηματιστικός «ιμπεριαλισμός», αλλά όχι πια ως «πρωτείο» πολιτειακό ή ως πολιτική και διανοητική ηγεμονία;

Σχετικά με την έννοια της μεγάλης δύναμης

Το αποφασιστικό μέτρο για να καθοριστεί το τι εννοούμε μεγάλη δύναμη δίνεται από τον πόλεμο.
Η έννοια της μεγάλης δύναμης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον πόλεμο.
Μεγάλη δύναμη είναι εκείνο το Κράτος που –εισερχόμενο σε ένα σύστημα συμμαχιών για κάποιον πόλεμο (και σήμερα κάθε πόλεμος προϋποθέτει μπλοκ ανταγωνιστικών δυνάμεων)–, την περίοδο της ειρήνης κατορθώνει να διατηρεί ένα τέτοιο συσχετισμό δυνάμεων με τους συμμάχους του ώστε να είναι σε θέση να επιβάλλει την τήρηση των όρων της συμφωνίας όπως αυτοί καθορίστηκαν από την αρχή.
Αλλά ένα Κράτος, το οποίο για να συμμετέχει στον πόλεμο έχει ανάγκη από μεγάλα δάνεια, χρειάζεται διαρκώς όπλα και πολεμοφόδια για τους στρατιώτες, τρόφιμα για το στρατό και τους πολίτες, πλοία για τις μεταφορές, το οποίο, δηλαδή, δεν είναι σε θέση να διεξάγει τον πόλεμο χωρίς τη διαρκή βοήθεια των συμμάχων, και που ακόμη και μετά το τέλος του πολέμου για ορισμένο χρονικό διάστημα έχει ανάγκη από βοήθεια και ειδικά από τρόφιμα, από δάνεια ή άλλες μορφές οικονομικής υποστήριξης, πώς μπορεί να θεωρηθεί ίσο με τους συμμάχους του και να επιβάλει την τήρηση των αρχικών συμφωνιών;
Ένα τέτοιο Κράτος μπορεί να χαρακτηριστεί σαν μεγάλη δύναμη μόνο στα χαρτιά της διπλωματίας, αλλά στην πράξη δεν είναι παρά μια δεξαμενή προμήθειας ανθρώπινου δυναμικού για τη συμμαχία, η οποία έχει τα μέσα όχι μόνο να συντηρεί τις δικές της στρατιωτικές δυνάμεις αλλά και να χρηματοδοτεί τις δυνάμεις των υπόλοιπων συμμάχων.

Στην εξωτερική πολιτική: «Έτσι η ιταλική εξωτερική πολιτική, έχοντας πάντα τους ίδιους στόχους, ήταν πάντα σταθερή, και οι υποτιθέμενοι κλυδωνισμοί της στην πραγματικότητα καθορίζονταν μόνο από τις αβεβαιότητες και τις αντιπαραθέσεις των άλλων, κάτι που είναι αναπόφευκτο σε διεθνές επίπεδο, όπου είναι αμέτρητες οι αντιθέσεις» ( Άλντο Βαλόρι, εφημερίδα «Κοριέρε ντέλα σέρα», 12 Μάη 1932).
Είναι αλήθεια πως είναι αμέτρητα τα στοιχεία που απαιτούνται για την ισορροπία ενός διεθνούς πολιτικού συστήματος, όμως ακριβώς γι’ αυτό το σύστημα πρέπει να δομείται έτσι ώστε, παρά την εξωτερική ρευστότητα, να παραμένει σταθερή η στάση του (αν και είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε τι σημαίνει σε αυτή την περίπτωση ρευστότητα – πράγμα που δεν μπορεί να εξηγείται μηχανιστικά με τεχνικούς όρους ή με μια απλή τυπική συνοχή).
Η στάση ενός ηγεμονικού Κράτους (δηλαδή μιας μεγάλης δύναμης) δεν παραπαίει, γιατί είναι αυτό που επιβάλλει τη θέλησή του στα άλλα και δεν καθοδηγείται από αυτά, γιατί η πολιτική του γραμμή βασίζεται σε στοιχεία μόνιμα και όχι περιστασιακά ή άμεσα, καθώς και στα συμφέροντα τα δικά του αλλά και όσων δυνάμεων συμμετέχουν και συμβάλλουν αποφασιστικά στο σχηματισμό ενός συστήματος και μιας ισορροπίας.

Πολιτική ηγεμονία της Ευρώπης πριν από τον (Α’ σ.μ.) Παγκόσμιο Πόλεμο

Ο Φραντσέσκο Τομμαζίνι1 (γράφει) πως η διεθνής πολιτική καθοριζόταν από την Ευρώπη μέχρι τον παγκόσμιο πόλεμο, ήδη από τη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.).
(Όμως πριν από λίγο καιρό δεν υπήρχε ο «κόσμος» όπως δεν υπήρχε και μια παγκόσμια πολιτική. Εξάλλου ο κινέζικος και ο ινδικός πολιτισμός είχαν μια περιορισμένη βαρύτητα).
Στις αρχές του αιώνα υπήρχαν τρεις μεγάλες παγκόσμιες ευρωπαϊκές δυνάμεις, παγκόσμιες ως προς το εύρος των εδαφών τους, την οικονομική και χρηματιστική τους δύναμη και τη δυνατότητά τους να εντυπώνουν στις δραστηριότητές τους μια κατεύθυνση απόλυτα αυτόνομη, της οποίας την επίδραση ήταν υποχρεωμένες να υφίστανται όλες οι άλλες, μικρές και μεγάλες δυνάμεις: η Αγγλία,η Ρωσία, η Γερμανία. (Ο Τομμαζίνι δεν θεωρεί τη Γαλλία παγκόσμια δύναμη)
Αγγλία: είχε νικήσει τρεις μεγάλες αποικιακές δυνάμεις (Ισπανία, Κάτω Χώρες, Γαλλία) και είχε υποδουλώσει μια τέταρτη (την Πορτογαλία), είχε νικήσει στους ναπολεόντειους πολέμους και για έναν αιώνα έπαιζε το ρόλο διαιτητή σε όλο τον κόσμο.
Two powers standard.(σ.μ. αγγλικά στο κείμενο) Διεθνή στρατηγικά σημεία στα χέρια της (Γιβραλτάρ, Μάλτα, Σουέζ, Άντεν, Νησιά Μπαχρέιν, Σιγκαπούρη, Χονγκ Κονγκ). Βιομηχανίες, εμπόριο, χρηματιστήρια.
Ρωσία: απειλούσε την Ινδία, εποφθαλμιούσε την Κωνσταντινούπολη. Μεγάλη στρατιωτική δύναμη.
Γερμανία: έντονη δραστηριότητα στο χώρο της διανόησης, βιομηχανικός ανταγωνιστής της Αγγλίας, μεγάλη στρατιωτική δύναμη, με στόλο απειλητικό για το Two powers standard.(σ.μ. αγγλικά στο κείμενο).

http://www.koel.gr/index.php?option=com_content&view=category&layout=blog&id=82&Itemid=141