Βοναπαρτισμός
και φασισμός
Το κείμενο αυτό του Λέων
Τρότσκι γράφτηκε στις 15 Ιουλίου 1934
και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The New International τον Αύγουστο του ίδιου
έτους. Στα ελληνικά δημοσιεύθηκε στην Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση τεύχος
Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 1984. Aναδημοσιεύουμε από τον Εργάτη.
o
Βοναπαρτισμός και φασισμός
Η τεράστια πρακτική σημασία ενός σωστού
θεωρητικού προσανατολισμού παρουσιάζεται πιο καθαρά σε μια περίοδο έντονων
κοινωνικών συγκρούσεων, γρήγορων πολιτικών στροφών, απότομων αλλαγών στην
κατάσταση. Σε τέτοιες περιόδους, οι πολιτικές αντιλήψεις και
γενικεύσεις γρήγορα εξαντλούνται και απαιτούν, είτε την πλήρη
αντικατάσταση τους (που είναι ευκολότερο) είτε τη συγκεκριμενοποίηση τους, την
ακρίβεια ή την μερική διόρθωση (που είναι δυσκολότερο). Ακριβώς σε τέτοιες
περιόδους είναι που όλα τα είδη των μεταβατικών, ενδιάμεσων
καταστάσεων και συνδυασμών έρχονται στην επιφάνεια σαν αναγκαιότητα, που
ανατρέπει τα συνηθισμένα μοντέλα και απαιτεί αφάνταστα πιο δυνατή θεωρητική
προσοχή. Με μια λέξη, αν στην ειρηνική και οργανική περίοδο (πριν από τον
πόλεμο) μπορούσε να ζει κανείς από τα εφόδια έτοιμων αφαιρέσεων, στην εποχή μας
κάθε νέο γεγονός δυναμικό φέρνει στην επιφάνεια τους πιο σημαντικούς νόμους της
διαλεκτικής: η αλήθεια είναι πάντοτε συγκεκριμένη.
Η σταλινική θεωρία για το φασισμό
αναμφισβήτητα αντιπροσωπεύει ένα από τα πιο τραγικά παραδείγματα επιζήμιων
πρακτικών συνεπειών που μπορούν να επακολουθήσουν, από την αντικατάσταση της
διαλεκτικής ανάλυσης της πραγματικότητας, σε κάθε συγκεκριμένη φάση της , σε
όλες τις μεταβατικές της βαθμίδες, δηλαδή στις βαθμιαίες της αλλαγές, καθώς
επίσης και στα επαναστατικά (ή αντεπαναστατικά) της άλματα. Από αφηρημένες
κατηγορίες που σχηματίστηκαν πάνω στη βάση μερικών ή ατελών ιστορικών εμπειριών
(ή στενών και μερικών απόψεων του όλου). Οι σταλινικοί υιοθέτησαν την ιδέα ότι
στη σημερινή περίοδο, το χρηματιστικό κεφάλαιο δεν μπορεί να εξυπηρετείται με
την κοινοβουλευτική δημοκρατία και είναι υποχρεωμένο να καταφεύγει στον
φασισμό. Από αυτήν την ιδέα, απόλυτα σωστή μέσα σε ορισμένα όρια, εξάγουν με
ένα καθαρά επαγωγικό τρόπο, με τη μέθοδο της τυπικής λογικής τα ίδια
συμπεράσματα για όλες τις χώρες και όλες τις φάσεις ανάπτυξης. Για αυτούς, ο
Πρίμο ντε Ριβέρα [1], ο Μουσολίνι, ο Τσιάγκ-Κάι – Σεκ [2], ο Μαζαρίκ [3], ο
Μπρίνιγκ [4], ο Ντόλφους [5], ο Πιλσούδσκι [6], ο βασιλιάς της Σερβίας
Αλέξανδρος [7], ο Σέβεριγκ [8], ο Μακντόναλντ [9] κ.λ.π. είναι εκπρόσωποι του
φασισμού. Κάνοντας το αυτό ξεχνούν: α) ότι και στο παρελθόν, ο καπιταλισμός
ποτέ δεν εξυπηρετήθηκε από την «καθαρή» δημοκρατία, την μια εφοδιάζοντας την με
ένα καθεστώς ανοικτής καταπίεσης, την άλλη αντικαθιστώντας την με αυτό, β) Ότι
«καθαρός» χρηματιστικός καπιταλισμός δεν υπάρχει πουθενά, γ) ότι το
χρηματιστικό κεφάλαιο ακόμα και όπου κατέχει μια κυρίαρχη θέση, δεν ενεργεί στο
κενό και είναι υποχρεωμένο να λογαριάζει τα άλλα στρώματα της μπουρζουαζίας και
την αντίσταση των καταπιεζόμενων τάξεων, δ) ότι τελικά, ανάμεσα στην
κοινοβουλευτική δημοκρατία και το φασιστικό καθεστώς μια σειρά από μεταβατικές
μορφές, η μία μετά την άλλη, αναπόφευκτα εναλλάσσονται, τη μια «ειρηνικά», την
άλλη με εμφύλιο πόλεμο. Και κάθε μια από αυτές τις μεταβατικές μορφές, αν
θέλουμε να προχωρήσουμε και όχι να γυρίσουμε πίσω, απαιτεί μια σωστή θεωρητική
εκτίμηση και μια αντίστοιχη πολιτική για το προλεταριάτο.
Στη βάση της γερμανικής εμπειρίας, οι
Μπολσεβίκοι-Λενινιστές προσδιόρισαν για πρώτη φορά την μεταβατική κυβερνητική
μορφή (αν και μπορούσε και έπρεπε ήδη να είχε εγκαθιδρυθεί στη βάση της
ιταλικής εμπειρίας) που ονομάστηκε Βοναπαρτισμός (οι κυβερνήσεις των Μπρίνιγκ,
Πάπεν [10] και Σλάιχερ [11]). Ουσιαστικά σε μια όλο και πιο καθαρά
αναπτυσσομένη μορφή, εντοπίστηκε το βοναπαρτιστικό καθεστώς στην Αυστρία. Ο
ντετερμινισμός αυτής της μεταβατικής μορφής έγινε υπόδειγμα, φυσικά όχι με τη
φαταλιστική, αλλά με τη διαλεκτική έννοια, δηλαδή σε χώρες και σε περιόδους που
ο φασισμός με αυξανόμενη επιτυχία, δίχως να απαριθμούσε την νικηφόρα αντίσταση
του προλεταριάτου, επιτέθηκε στις θέσεις της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ώστε
αμέσως μετά να στραγγαλίσει το προλεταριάτο.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου των
Μπρίνιγκ-Σλάιχερ, οι Μανουίλσκι [12] και Κουουζίνεν [13] ήδη διακήρυσσαν: «ο
φασισμός είναι ήδη εδώ». Η θεωρία της ενδιάμεσης, βοναπαρτιστικής φάσης δήλωναν
ότι αποτελεί μια προσπάθεια φτιασιδώματος και απόκρυψης του φασισμού ώστε να
γίνει ευκολότερη για τη Σοσιαλδημοκρατία η πολιτική του «μικρότερου κακού».
Εκείνη την περίοδο τους Σοσιαλδημοκράτες τους αποκαλούσαν σοσιαλφασίστες, και
την «αριστερά» των Σοσιαλδημοκρατών των Ζιρόμσκι και Μαρσό Πιβέρ – μετά τους
Τροτσκιστές- για τους πιο επικίνδυνους σοσιαλφασίστες που πέρασαν.
Όλα αυτά τώρα έχουν αλλάξει. Σε ότι αφορά
τη σημερινή Γαλλία, οι σταλινικοί δεν τολμούν να επαναλαμβάνουν: «Ο φασισμός
είναι ήδη εδώ». Αντίθετα, αποδέχονται την πολιτική του ενιαίου μετώπου, που
απέρριπταν χθες για να εμποδίσουν τη νίκη του φασισμού στη Γαλλία.
Εξαναγκάστηκαν να διακρίνουν το καθεστώς Ντουμέργκ [14] από το φασιστικό
καθεστώς. Όμως έφτασαν σε αυτή τη διάκριση σαν εμπειριστές και όχι σαν
Μαρξιστές. Ακόμα δεν προσπάθησαν να δώσουν έναν επιστημονικό ορισμό για το
καθεστώς του Ντουμέργκ. Αυτός που κινείται στην περιοχή της θεωρίας με
αφηρημένες κατηγορίες καταδικάζεται να συνθηκολογεί τυφλά στα γεγονότα. Και
εντούτοις είναι ακριβώς στη Γαλλία που το πέρασμα από τον κοινοβουλευτισμό στον
βοναπαρτισμό (ή ακριβέστερα η πρώτη φάση αυτού του περάσματος) παρουσίαζε έναν
ιδιαίτερα καθαρό και ενδεικτικό χαρακτήρα. Φτάνει να θυμηθεί κανείς ότι η
κυβέρνηση Ντουμέργκ εμφανίστηκε ανάμεσα στην πρόβα τζενεράλε εμφύλιου πολέμου
από τους φασίστες (στις 6 Φλεβάρη) και την γενική απεργία του προλεταριάτου
(στις 12 Φλεβάρη).
Μόλις τα εχθρικά στρατόπεδα έλαβαν θέσεις μάχης στα δύο άκρα
της καπιταλιστικής κοινωνίας, έγινε καθαρό ότι η πρόσθετη κοινοβουλευτική
μηχανή έχασε όλη της την σημασία. Είναι αλήθεια ότι με μια επιπόλαια ματιά, η
κυβέρνηση Ντουμέργκ φαίνεται να κυβερνάει, όπως οι κυβερνήσεις Μπρίνιγκ-
Σλάιχερ στις μέρες τους, με τη συγκατάθεση του κοινοβουλίου. Αλλά είναι ένα
κοινοβούλιο που έχει παραιτηθεί, ένα κοινοβούλιο που γνωρίζει ότι σε περίπτωση
που αντισταθεί η κυβέρνηση θα έκανε χωρίς αυτό. Χάρη στη σχετική ισορροπία
ανάμεσα στο στρατόπεδο της αντεπανάστασης που επιτίθεται και στο στρατόπεδο της
επανάστασης που αμύνεται, χάρη στην προσωρινή ουδετεροποίηση της, το κέντρο της
εξουσίας ανεβαίνει πάνω από τις τάξεις και πάνω από τους κοινοβουλευτικούς
εκπροσώπους τους. Είναι αναγκαίο να αναζητάμε το κέντρο της κυβέρνησης έξω από
το κοινοβούλιο και «έξω από τα κόμματα». Ο επικεφαλής της κυβέρνησης κάλεσε δύο
στρατηγούς σε βοήθεια του. Αυτή η τρόικα στηρίζεται από τα δεξιά και τα
αριστερά από συμμετρικά παραταγμένους κοινοβουλευτικούς ομήρους. Η κυβέρνηση
ποτέ δεν εμφανίζεται σαν εκτελεστικό όργανο της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας
αλλά σαν ένας διαιτητής ανάμεσα σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα.
Η κυβέρνηση που αναδύεται πάνω από το
έθνος, δεν είναι ξεκρέμαστη. Το πραγματικό κέντρο της σημερινής κυβέρνησης
περνάει μέσα από την αστυνομία, την γραφειοκρατία, την στρατοκρατική κλίκα.
Είναι μια αστυνομικό-στρατιωτική δικτατορία αυτή που αντιμετωπίζουμε, ελάχιστα
κρυμμένη πίσω από τη βιτρίνα του κοινοβουλευτισμού. Αλλά μια κυβέρνηση σκληρή
σαν ρυθμιστής του έθνους – αυτό ακριβώς είναι ο βοναπαρτισμός.
Η κυβέρνηση η ίδια δεν έχει ανεξάρτητο
πρόγραμμα. Αυτή είναι ένα όργανο «τάξης». Συγκροτείται για να εξασφαλίσει αυτό
που υπάρχει. Άλλωστε αναδυόμενος πολιτικά πάνω από τάξεις,
ο βοναπαρτισμός,όπως ο πρόδρομος του, ο καισαρισμός, αντιπροσωπεύει
από κοινωνική σκοπιά, πάντοτε και σε όλες τις εποχές, την
κυβέρνηση του πιο ισχυρού και σταθερού τμήματος των εκμεταλλευτών. Συνεπώς, ο
σημερινός βοναπαρτισμός δεν μπορεί παρά να είναι η κυβέρνηση του χρηματιστικού
κεφαλαίου που κατευθύνει, εμπνέει και διαφθείρει την κορυφή της γραφειοκρατίας,
την αστυνομία, την κάστα των επισήμων και τον Τύπο.
Οι «συνταγματικές αλλαγές» που τόσο πολύ
έχουν διατυμπανιστεί τους τελευταίους μήνες, έχουν σαν μοναδικό τους καθήκον
την προσαρμογή των κρατικών θεσμών στις επείγουσες ανάγκες και στις ευκολύνσεις
της βοναπαρτιστικής κυβέρνησης. Το χρηματιστικό κεφάλαιο αναζητά νόμιμους
τρόπους που θα του έδιναν την δυνατότητα κάθε φορά να επιβάλλει πάνω στο έθνος
τον πιο κατάλληλο διαιτητή με την δυναμική του συγκατάθεση του μισό-
κοινοβουλίου. Είναι ολοφάνερο ότι η κυβέρνηση Ντουμέργκ δεν αποτελεί το πρότυπο
μιας «ισχυρής» κυβέρνησης. Όλο και περισσότεροι κατάλληλοι υποψήφιοι βοναπάρτες
υπάρχουν σε εφεδρεία. Νέες εμπειρίες και νέοι συνδυασμοί είναι δυνατοί σε αυτήν
την περιοχή αν η μελλοντική πορεία της ταξικής πάλης τους αφήσει αρκετό καιρό.
Σαν πρόγνωση, είμαστε αναγκασμένοι να
επαναλάβουμε αυτό που έλεγαν σε κάποια στιγμή οι Μπολσεβίκοι- Λενινιστές για
την Γερμανία: οι πολιτικές ευκαιρίες του σημερινού γαλλικού βοναπαρτισμού δεν
είναι μεγάλες. Η σταθερότητα του καθορίζεται από την προσωρινή και κατά βάθος
ασταθή ισορροπία ανάμεσα στα στρατόπεδα του προλεταριάτου και του φασισμού. Ο
συσχετισμός των δυνάμεων αυτών των δύο στρατοπέδων θα πρέπει να αλλάξει
γρήγορα, εν μέρει κάτω από την επίδραση κρίσιμων οικονομικών περιστάσεων, αλλά
κατά κύριο λόγο θα εξαρτηθεί από την ποιότητα της πολιτικής της προλεταριακής
πρωτοπορίας. Η σύγκρουση ανάμεσα σε αυτά τα δύο στρατόπεδα είναι αναπόφευκτη. Η
διαδικασία της κλιμάκωσης, θα μετριέται σε μήνες και όχι σε χρόνια. Ένα σταθερό
καθεστώς θα μπορούσε να εγκαθιδρυθεί μόνο ύστερα από την σύγκρουση και θα
εξαρτάται από τα αποτελέσματα της.
Ο φασισμός στη εξουσία, όπως και ο
βοναπαρτισμός, δεν μπορεί παρά να αποτελεί την κυβέρνηση του χρηματιστικού
κεφαλαίου. Με αυτήν τηνκοινωνική έννοια (ο φασισμός), όχι μόνο
δεν ξεχωρίζει από τον βοναπαρτισμό αλλά ακόμα και από την κοινοβουλευτική
δημοκρατία. Κάθε φορά οι σταλινικοί κάνουν αυτή την ανακάλυψη παντού, ξεχνώντας
ότι τα κοινωνικά ζητήματα στην ουσία είναι πολιτικά. Η
δύναμη του χρηματιστικού κεφαλαίου δεν βρίσκεται στην ικανότητα του να
εγκαθιστά μια κυβέρνηση οποιουδήποτε είδους και σε κάθε χρόνο, σύμφωνα με τα
κέφια του. Δεν υπάρχει τέτοια ικανότητα. Η δύναμη του βρίσκεται στο ότι κάθε
μη-προλεταριακή κυβέρνηση αναγκάζεται να υπηρετήσει το χρηματιστικό κεφάλαιο ή
ακόμα καλύτερα, ότι το χρηματιστικό κεφάλαιο κατέχει τη δυνατότητα να
αντικαθιστά κάθε ένα από τα συστήματα του που παρακμάζει, με ένα άλλο σύστημα
που αντιστοιχεί καλύτερα στις αλλαγμένες συνθήκες. Ωστόσο, το πέρασμα από το
ένα σύστημα στο άλλο σημαίνει πολιτική κρίση, που με την
συγκέντρωση της δραστηριότητας του επαναστατικού προλεταριάτου, μπορεί να
μετατραπεί σε κοινωνικό κίνδυνο για την μπουρζουαζία. Το πέρασμα της
κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στον ίδιο τον βοναπαρτισμό συνοδεύτηκε στη Γαλλία
από μια εμφυλιοπολεμική έξαρση. Οι προοπτικές του περάσματος από τον
βοναπαρτισμό στον φασισμό εγκυμονούν άπειρα πιο ισχυρές ταραχές και συνεπώς
επαναστατικές δυνατότητες.
Μέχρι χθες, οι σταλινικοί θεωρούσαν ότι το
κύριο λάθος μας ήταν να βλέπουμε στο φασισμό την μπουρζουαζία και όχι το
χρηματιστικό κεφάλαιο. Και σε αυτήν την περίπτωση έβαζαν αφηρημένες κατηγορίες
στην θέση της διαλεκτικής των τάξεων. Ο φασισμός αποτελεί ένα ειδικό μέσο
κινητοποίησης και οργάνωσης της μπουρζουαζίας στα κοινωνικά συμφέροντα του
χρηματιστικού κεφαλαίου. Στη διάρκεια του δημοκρατικού καθεστώτος, το κεφάλαιο
αναπόφευκτα προσπάθησε να μπολιάσει στους εργάτες, την εμπιστοσύνη στην
ρεφορμιστική και ειρηνιστική μικρομπουρζουαζία. Το πέρασμα στον φασισμό,
αντίθετα, είναι αδιανόητο χωρίς την προηγούμενη διείσδυση του μίσους της
μικρομπουρζουαζίας προς το προλεταριάτο. Η κυριαρχία της μοναδικής υπερτάξης
του χρηματιστικού κεφαλαίου, βασίζεται και στα δύο αυτά συστήματα με σχέση
άμεσης αντίθεσης με τις καταπιεσμένες τάξεις.
Η πολιτική κινητοποίηση της
μικρομπουρζουαζίας ενάντια στο προλεταριάτο, είναι ωστόσο αδιανόητη χωρίς
εκείνη την κοινωνική δημαγωγία που σημαίνει να παίζεις με τη φωτιά για το
συμφέρον της μεγάλης μπουρζουαζίας. Ο κίνδυνος της «τάξης» από την
απελευθερωμένη αντίδραση της μικρομπουρζουαζίας έχει επιβεβαιωθεί από τα
πρόσφατα γεγονότα της Γερμανίας. Να γιατί, ενώ υποστηρίζει και ενεργά
χρηματοδοτεί την αντιδραστική ληστεία, με την μορφή μιας από τις πτέρυγες της,
η γαλλική μπουρζουαζία αναζητάει να μην σπρώξει τα πράγματα μέχρι την πολιτική
νίκη του φασισμού, στοχεύοντας μόνο στο να εγκαθιδρύσει μια «ισχυρή» εξουσία,
που σε τελευταία ανάλυση, να πειθαρχήσει τα δύο ακραία στρατόπεδα.
Από ότι είπαμε, φαίνεται καθαρά πόσο
σπουδαίο είναι να διακρίνεις τη βοναπαρτιστική μορφή εξουσίας από την φασιστική
μορφή. Εντούτοις, θα ήταν ασυγχώρητο λάθος να πέσεις στο αντίθετο άκρο, δηλαδή
να μετατρέψεις το βοναπαρτισμό και τον φασισμό σε δύο λογικά ασυμβίβαστες
κατηγορίες. Ακριβώς όπως ο βοναπαρτισμός ξεκινάει με το να συνδυάζει το
κοινοβουλευτικό καθεστώς με το φασισμό, έτσι και ο νικηφόρος φασισμός βρίσκεται
αναγκασμένος όχι μόνο να κάνει συμμαχία με τους βοναπαρτιστές, άλλα ακόμα
περισσότερο, να προσεγγίσει εσωτερικά το βοναπαρτιστικό σύστημα. Η παρατεταμένη
κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου μέσα από την αντιδραστική κοινωνική
δημαγωγία και την μικροαστική τρομοκρατία είναι αδύνατη. Φτάνοντας στην
εξουσία, οι φασίστες αρχηγοί αναγκάζονται, μέσω της κρατικής μηχανής, να
φιμώσουν τις μάζες που τους ακολουθούν. Με τον ίδιο τρόπο, χάνουν την
υποστήριξη των πλατιών μικροαστικών μαζών. Ένα μικρό μέρος τους αφομοιώνεται
από την γραφειοκρατική μηχανή. Ένα άλλο βυθίζεται στην αδιαφορία. Ένα τρίτο
κάτω από διάφορες σημαίες, περνάει στην αντιπολίτευση. Όμως ενώ χάνει την
κοινωνική μαζική του βάση, ο φασισμός στηριζόμενος στην γραφειοκρατική μηχανή
και ταλαντευόμενος ανάμεσα στις τάξεις, ξαναμετατρέπεται σε βοναπαρτισμό.
Εδώ επίσης η βαθμιαία εξέλιξη αποκόβεται
με βίαια και αιματηρά επεισόδια. Διαφέροντας από τον προφασιστικό ή προληπτικό
βοναπαρτισμό (οι Τζιολίτι [15], Μπρίνιγκ-Σλάιχερ, Ντούμεργκ, κ.λ.π.)
που αντανακλά την εντελώς ασταθή και κοντοπρόθεσμη ισορροπία ανάμεσα στα
εμπόλεμα στρατόπεδα, ο φασιστικής καταγωγής βοναπαρτισμός ( Μουσολίνι- Χίτλερ,
κ.λ.π.) που αναπτύχθηκε από την καταστροφή, την διάλυση και την εξαχρείωση των
δύο στρατοπέδων και των μαζών, διακρίνεται από την πολύ μεγάλη σταθερότητα.
Το ερώτημα «φασισμός ή βοναπαρτισμός» έχει
προκαλέσει ορισμένες διαφορές στο ζήτημα του Πιλσούδσκι και ανάμεσα στους
Πολωνούς συντρόφους. Η ίδια η δυνατότητα τέτοιων διαφορών μαρτυράει με τον
καλύτερο τρόπο το γεγονός ότι ασχολούμαστε, όχι με εύκαμπτες λογικές κατηγορίες
αλλά με ζωντανούς κοινωνικούς σχηματισμούς που αντιπροσωπεύουν εντελώς σαφείς
ιδιαιτερότητες σε διάφορες χώρες και σε διαφορετικές βαθμίδες.
Ο Πιλσούδσκι ήλθε στην εξουσία στο τέλος
μιας εξέγερσης βασισμένης στο μαζικό κίνημα της μικρομπουρζουαζίας και σκόπευε
άμεσα στην κυριαρχία των παραδοσιακών αστικών κομμάτων στο όνομα του «ισχυρού
κράτους». Αυτό είναι ένα κύριο φασιστικό χαρακτηριστικό του κινήματος και του
καθεστώτος. Όμως το ειδικό πολιτικό βάρος, δηλαδή η μάζα του πολωνικού φασισμού
ήταν πολύ πιο αδύνατο από εκείνο του ιταλικού φασισμού στον καιρό του και ακόμα
περισσότερο από εκείνο του γερμανικού φασισμού. Σε όλο και πιο μεγάλο βαθμό, ο
Πιλσούδσκι έπρεπε να χρησιμοποιεί μεθόδους στρατιωτικής συνωμοσίας και να θέτει
το ζήτημα των οργανώσεων των εργατών με ένα όλο και πιο προσεκτικό τρόπο. Ικανοποιείται
να θυμάται ότι το πραξικόπημα του Πιλσούδσκι έγινε με τη συμπάθεια και την
υποστήριξη του πολωνικού σταλινικού κόμματος.
Η αυξανόμενη εχθρότητα της ουκρανικής και
εβραϊκής μικρομπουρζουαζίας απέναντι στο καθεστώς του Πιλσούδσκι, του
δημιουργεί με τη σειρά του, μεγαλύτερη δυσκολία στο να επιχειρήσει μια γενική
επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη.
Σαν αποτέλεσμα μιας τέτοιας κατάστασης, η
ταλάντευση ανάμεσα σε τάξεις και τα εθνικά μέρη των τάξεων κατέχει στο καθεστώς
Πιλσούδσκι πολύ μεγαλύτερη έκταση, από ότι μαζικό φόβο, παρά στις αντίστοιχες
περιόδους του Μουσολίνι και του Χίτλερ. Υπάρχουν στοιχεία βοναπαρτισμού στο
καθεστώς του Πιλσούδσκι. Πλην όμως θα ήταν ολοφάνερο λάθος να συγκρίνουμε τον
Πιλσούδσκι με τον Τζιολίτι ή τον Σλάιχερ περιμένοντας να πέσει από έναν νέο
Πολωνό Μουσολίνι ή Χίτλερ. Είναι μεθοδολογικό λάθος να σχηματίσουμε μια εικόνα
ενός κάποιου «ιδεατού» φασισμού και να την αντιθέτουμε σε αυτό το πραγματικό
καθεστώς που αναπτύχθηκε με όλες τις ιδιαιτερότητες και αντιφάσεις, πάνω στο έδαφος
των σχέσεων των τάξεων και των εθνοτήτων του πολωνικού κράτους. Θα είναι ικανός
ο Πιλσούδσκι να καταστρέψει μέχρι το τέλος τις οργανώσεις του προλεταριάτου –
και η λογική αυτής της κατάστασης τον οδηγεί αναπόφευκτα σε αυτό το δρόμο- ότι
δεν εξαρτάται από τον τυπικό ορισμό του « φασισμού καθαυτού», αλλά από τον
πραγματικό συσχετισμό των δυνάμεων από την δυναμική των πολιτικών προτσές που
συμβαίνουν στις μάζες, από την στρατηγική της προλεταριακής πρωτοπορίας και
τελικά από την πορεία των γεγονότων στη Δυτική Ευρώπη και πάνω από όλα στη
Γαλλία.
Η ιστορία μπορεί με επιτυχία να εγγράψει
το γεγονός ότι ο πολωνικός φασισμός ανατράπηκε και έγινε σκόνη προτού πετύχει
να βρει για τον εαυτό του μια «ολοκληρωμένη» μορφή έκφρασης.
Είπαμε παραπάνω ότι η καταγωγή του
φασιστικού βοναπαρτισμού είναι ασύγκριτα πιο σταθερή από τα προληπτικά
βοναπαρτιστικά πειράματα στα οποία η μεγάλη μπουρζουαζία καταφεύγει με την
ελπίδα να αποφύγει ένα φασιστικό αιματοκύλισμα. Πλην όμως, είναι ακόμα πιο
σημαντικό- από θεωρητική και πρακτική άποψη- να τονίσουμε ότι το ίδιο
γεγονός της αναγέννησης του φασισμού σε βοναπαρτισμό σημαίνει και την αρχή του
τέλους του. Πόσο καιρό θα διαρκέσει το σβήσιμο του φασισμού και σε
ποια στιγμή η ασθένεια του θα μετατραπεί σε επιθανάτια αγωνία, εξαρτάται από
πολλές εσωτερικές και εξωτερικές αιτίες. Αλλά το γεγονός ότι η αντεπαναστατική
δραστηριότητα της μικρομπουρζουαζίας σβήνει, ότι βγαίνει από τις αυταπάτες, ότι
διαλύεται και ότι η επίθεση της πάνω στο προλεταριάτο εξασθενίζει, ανοίγει
τελείως νέες επαναστατικές δραστηριότητες. Ολόκληρη η ιστορία δείχνει ότι είναι
αδύνατο να κρατήσεις αλυσοδεμένο το προλεταριάτο με την βοήθεια απλώς της
αστυνομικής μηχανής. Είναι αλήθεια ότι η εμπειρία της Ιταλίας δείχνει ότι η
ψυχολογική κληρονομιά τεράστιων καταστροφών, διατηρήθηκε ανάμεσα στις
εργαζόμενες τάξεις πολύ περισσότερο από την σχέση ανάμεσα σε δυνάμεις που
προκάλεσαν την καταστροφή.
Όμως η ψυχολογική αδράνεια της ήττας δεν
μπορεί παρά να είναι αβέβαιο στήριγμα. Μπορεί να συντριβεί με ένα απλό φύσημα
κάτω από την επίδραση ενός ισχυρού σπασμού. Ένας τέτοιος σπασμός – για την
Ιταλία, την Γερμανία, την Αυστρία και τις άλλες χώρες- θα μπορούσε να είναι η
πετυχημένη πάλη του γαλλικού προλεταριάτου.
Το επαναστατικό κλειδί της κατάστασης στην
Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο βρίσκεται τώρα, πάνω από όλα στη Γαλλία!
o
Σημειώσεις
[1] Πρίμο ντε Ριβέρα, Μιγκέλ (1870-1930)
ήταν στρατηγός του αποικιακού ισπανικού στρατού. Το 1923 – και έχοντας ήδη
καταστείλει τις εργατικές αναταραχές της περασμένης δεκαετίας – κήρυξε
πραξικόπημα στην Μαδρίτη και κυβέρνησε με εισαγωγή μέτρων κενσιανής πολιτικής
και οικονομικού εθνικισμού μέχρι που η κρίση του 1929 τον οδήγησε σε παραίτηση
ένα χρόνο μετά. Πέθανε αυτοεξόριστος λίγους μήνες μετά, έχοντας ανοίξει ωστόσο
το δρόμο στο στράτευμα σε καθαρόαιμους φασίστες αξιωματικούς όπως ο Φράνκο.
[2] Τσιάγκ-Κάι – Σεκ, (1887-1975) ήταν ο
στρατηγός ηγέτης των εθνικιστών στην πρώτη φάση της Κινέζικης Επανάστασης του
1926-27. Το κόμμα τους το Κουιμοτάγκ, ήταν το κόμμα της εθνικής αστικής τάξης
που ξεσηκώθηκε ενάντια στην αυτοκρατορία. Το νεαρό ΚΚ Κίνας αναγκάστηκε από την
Κομιντερν να συμμαχήσει μαζί το Κουιμοτάγκ, και όταν αυτό στράφηκε εναντίον του
και κατέστειλε τα εργατικά σοβιέτ ο Τσιαγκ-Και-Σεκ, κήρυξε δικτατορία. Αργότερα
ο Τσιαγκ-Κάι-Σεκ, οδήγησε τις δυνάμεις του πρώτα σε αποτυχημένο πόλεμο ενάντια
στην Ιαπωνία και μετά ενάντια στον Κινέζικο Κόκκινο Στρατό του Μάο. Όταν
ηττήθηκε κατέφυγε στην Φορμόζα το 1947 την οποία απέσπασε από την Κίνα,
κυβερνώντας δικτατορικά μέχρι τον θάνατο του.
[3] Μαζαρίκ, Τόμας Γκάριγκ (1850-1937)
ήταν Σλοβάκος κοινωνιολόγος και φιλόσοφος, εισηγητής της φιλελεύθερης πολιτικής
στην Τσεχοσλοβακία. Συμμετείχε στις παν-σλαβικές πολιτικές κινήσεις της
Τσεχοσλοβακίας κάτω από την μπότα της Αυστρο-Ουγγαρίας, και πάλευε με ένα αστικό
δημοκρατικό πολιτικό προσανατολισμό. Κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου
Πολέμου αυτός και το κόμμα του συνεργάστηκαν με τους δυτικούς συμμάχους ενάντια
στην Αυστρο-Ουγγαρία. Ο Μάζαρικ, τοποθετήθηκε πρόεδρος στην νέα χώρα και
κυβέρνησε με ένα αστικο-δημοκρατικό αλλά αυταρχικό τρόπο μέχρι το 1935.
[4] Μπρίνιγκ, Χάϊνριχ (1885-1970) ήταν ο
καγκελάριος της Γερμανίας μεταξύ 1930 και 1932. Ξεκίνησε σαν συντηρητικός
συνδικαλιστής των κίτρινων σωματείων των δικηγόρων κατά την διάρκεια της
επανάστασης του 1919. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 20, έβαλε τις βάσεις
για την ανάπτυξη της πολιτικής θεωρίας της Χριστιανοδημοκρατίας και του
«ειρηνικού δρόμου για την ανακατάληψη του Ρουρ» μέσα στο Κεντρώο κόμμα.
Εκλέχτηκε καγκελάριος και κλήθηκε να πάρει πολύ σκληρά οικονομικά μέτρα μετά
την κρίση του 29. Ήταν τότε που συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες στο πρόσωπο του
και με την ανοχή των Σοσιαλδημοκρατών προσπάθησε να επιβιώσει ανάμεσα στους
Κομμουνιστές και τους Φασίστες. Όταν η κυβέρνηση του οδηγήθηκε σε αποστασία και
πτώση, παρέμεινε πιστός στους επιγόνους του ακόμη και όταν ψήφιζαν τις έκτακτες
εξουσίες του Χίτλερ. Το 1934 το έσκασε από την Ναζιστική πλέον Γερμανία και
διέφυγε στις ΗΠΑ.
[5] Ντόλφους, Ενγκελμπερτ (1892-1934) ο
δεξιός δικτάτορας της Αυστρίας μεταξύ 1933 και 1934. Ήρθε στην εξουσία ως το
άμεσο αποτέλεσμα της ήττας του αυστριακού εργατικού κινήματος. Ο Ντόλφους
στηρίχτηκε κατά βάση στο κομμάτι της αυστριακής αστικής τάξης που δεν ήθελε την
απορρόφηση της από την Γερμανία, επιζητώντας μια πρόσκαιρη συμμαχία στον
Ιταλικό φασισμό. Ωστόσο μετά την εξέγερση της Βιέννης του 1934 και την
αποδυνάμωση του καθεστώτος του Ντόλφους από αυτήν (αν και την κατέστειλε), οι
φιλογερμανοί ναζί έκαναν αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος στην οποία όμως
δολοφονήθηκε ο Ντόλφους.
[6] Πιλσούδσκι, Γιόζεφ Κλέμενς (1867-1935)
ο δικτάτορας της Πολωνίας από το 1926 έως τον θάνατο του. Ξεκίνησε την πολιτική
του καριέρα σαν μέλος των Ναρόντνικων και κατόπιν ως ηγέτης του παράνομου
Πολωνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος που πάλευε κάτω από τον Τσαρικό ζυγό και για
την ανεξαρτησία της Πολωνίας έχοντας προτάξει το εθνικό ζήτημα πάνω από το
κοινωνικό, κάτι που το έφερε σε διάσπαση με την πολωνική σοσιαλδημοκρατία. Κατά
την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, έφτιαξε τις παραστρατιωτικές Πολωνικές
Λεγεώνες στο πλευρό του Αυστριακού στρατού. Με την οκτωβριανή επανάσταση η
Πολωνία έγινε ανεξάρτητη το 1918 και ο Πιλσούδσκι εκλέχτηκε πρώτος πρόεδρος της
από την Συντακτική Συνέλευση. Παρά τους αρχικούς δισταγμούς του το 1919,
συμμετείχε μαζί με τους δυτικούς στην επίθεση κατά της σοβιετικής δημοκρατίας
καταστέλλοντας στο εσωτερικό της χώρας, τους κομμουνιστές. Η αντεπίθεση του
Κόκκινου Στρατού ήταν σαρωτική και μετά βίας η Βαρσοβία σώθηκε. Μετά την
συνθήκη ειρήνης ο Πιλσούδσκι παραιτήθηκε από την ενεργό πολιτική όταν η Πολωνία
προσπαθούσε να ελιχθεί ανάμεσα στις κοινωνικές κρίσεις και τα άλυτα εθνικά
ζητήματα. Ένα πραξικόπημα οργανώθηκε το 1926 που στηρίχτηκε από το εθνικιστικό
Πολωνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Κόμμα των Αγροτών και έχοντας την ανοχή και
κριτική στήριξη του ΚΚ Πολωνίας και της Κομιντέρν την εποχή των αποφάσεων του 5ου
συνεδρίου της, που προσπαθούσε να βρει «αριστερούς δημοκράτες εθνικιστές» για
να συμμαχήσει μαζί τους. Στην αρχή η δικτατορία πήρε «ήπια μέτρα» αλλά ήδη μετά
το 29, στράφηκε στην σκληρή καταστολή. Στην εξωτερική πολιτική υπέγραψε συνθήκη
ειρήνης με την ΕΣΣΔ και μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του να πείσει την
Γαλλία σε προληπτικό πόλεμο κατά της Γερμανίας, υπέγραψε με τους Ναζί σύμφωνο
επίθεσης λίγο πριν πεθάνει. Είναι τότε που το ΚΚ Πολωνίας τον καταγγέλει ως
φασίστα.
[7] Αλέξανδρος βασιλιάς της Σερβίας,
Καραγεώργεβιτς (1888-1934) ήταν ο πρώτος βασιλιάς του Βασιλείου των Σέρβων, των
Κροατών και των Σλοβένων, που φτιάχτηκε μετά την ήττα της Αυστρο-Ουγγαρίας στον
Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Μετά την εξέγερση των Κροατών, το 1929 κήρυξε προσωπική
δικτατορία μετατρέποντας το βασίλειο σε βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας. Προσπάθησε
να ελιχθεί ανάμεσα στις διαφορετικές εθνότητες της χώρας και την γενικευμένη
λαϊκή αγροτική και εργατική δυσαρέσκεια. Δολοφονήθηκε από κοινή ενέργεια των
Μακεδόνων αυτονομιστών της IMRO, των Κροατών Ουστάσι και των μυστικών υπηρεσιών
της φασιστικής Ιταλίας, το 1934 σε επίσημη επίσκεψη στην Γαλλία.
[8] Σέβεριγκ, Καρλ Βίλχελμ (1875-1952)
σοσιαλδημοκράτης πολιτικός και υπουργός εσωτερικών στην σοσιαλδημοκρατική
κυβέρνηση το 1928-30. Ήταν στην δεξιά πτέρυγα του κόμματος ως επικεφαλής του
μυστικού επανεξοπλισμού του γερμανικού στρατού που παραβίασε τις Συνθήκες των
Βερσαλλιών. Για αυτό ανακρίθηκε κατά την διάρκεια των δικών της Νυρεμβέργης
αλλά απαλλάχτηκε των κατηγοριών επικαλούμενος «αγνό πατριωτικό καθήκον» και
ανάγκη προστασίας της χώρας από την ΕΣΣΔ και τον «εσωτερικό εχθρό».
[9] Μακντόναλντ, Τζέιμς Ράμσεϊ (1866-1937)
ηγέτης των Εργατικών στην Αγγλία και δύο φορές πρωθυπουργός το 1924-25 και το
1929. Αν και ξεκίνησε από την «αριστερή πτέρυγα» των Εργατικών παραιτούμενος
από τα ηγετικά αξιώματα όταν αυτοί ψήφισαν τον πολεμικό προϋπολογισμό του Α’
Παγκοσμίου πολέμου, μετά την οκτωβριανή επανάσταση κατέληξε να είναι ο
φανατικότερος αντι-κομμουνιστής στις γραμμές των Εργατικών. Με αυτή την
αντίληψη έσπασε από το Εργατικό Κόμμα φτιάχνωντας το Εθνικό Εργατικό Κόμμα που
στηριγμένο από του Συντηρητικούς προσπάθησε να αντιμετωπίσει την οικονομική
κρίση της δεκαετίας του 30 σε κυβέρνηση «εθνικής ενότητας». Η κακή κατάσταση
της υγείας του το οδήγησε σε παραίτηση το 1935.
[10] Πάπεν, Φράντς φον (1879-1969) ήταν ο
φιλομοναρχικός δεξιός καγκελάριος που κυβέρνησε την Γερμανία διαδεχόμενος τον
Μπρύνιγκ και ανοίγοντας τον δρόμο στον Χίτλερ, ως αντι-καγκελάριος του για μια
σύντομη περίοδο μεταξύ 1933-34. Μέλος του Κεντρώου κόμματος ήταν ο επικεφαλής
της δεξιάς πτέρυγας του και στήριξε τον στρατηγό Χίντεμπουργκ για την προεδρία.
Αυτός του ανταπέδωσε το 1932, ορίζοντας την κυβέρνηση αποστατών που έριξε τον
Μπρύνιγκ από την εξουσία. Πιστεύοντας ότι μπορεί να τιθασεύσει τους Ναζί του
Χίτλερ δέχτηκε να συγκυβερνήσει μαζί του το 1933 μέχρι που οι Ναζί τον έδιωξαν
από την αντι-καγκελαρία και το έστειλαν πρεσβευτή στην Αυστρία και κατά την
διάρκεια του πολέμου στην Τουρκία. Μετά τον πόλεμο, συνεργάστηκε με τους
Συμμάχους και το Βατικανό και έτσι αθωώθηκε στην Νυρεμβέργη. Ήταν από τους
βασικούς ιδρυτές της Χριστιανο-Κοινωνικής ένωσης της Βαυαρίας και βασικός
εισηγητής στην Γερμανία της ιδέας της Ενωμένης Ευρώπης.
[11] Σλάιχερ, Κουρτ φον (1882-1934) ήταν ο
τελευταίος καγκελάριος της Γερμανίας πριν τον Χίτλερ. Πρώσος αξιωματικός και
στενός συνεργάτης του Χίντεμπουργκ, που τον προωθούσε παρασκηνιακά ήδη από την
εποχή που ήταν υφυπουργός Αμύνης στις κυβερνήσεις Μπρύνιγκ και Πάπεν. Είχε μια
πολιτική συμβιβασμού ανάμεσα σε αυτούς τους δύο και για αυτό προωθήθηκε να
εξισορροπήσει τις αντιθέσεις ανάμεσα στα κόμματα της δεξιάς. Όταν ο Χίτλερ ήρθε
στην εξουσία, ήταν από τα πρώτα θύματα του κατά την διάρκεια των διωγμών της
«Νύχτας των μεγάλων μαχαιριών» στις 30 Ιουνίου 1934.
[12] Μανουίλσκι, Ντιμίτρι (1893-1952) ήταν
για ένα μεγάλο διάστημα εκ των ηγετών της σταλινικής Κομιντέρν. Πρώην μέλος των
δι-αχτιδικών σοσιαλδημοκρατών (Μεζραγιότζι) που βρίσκονταν μαζί τον Τρότσκι, τον
Λουνατσάρσκι και άλλους, ανάμεσα σε μπολσεβίκους και μενσεβίκους. Ενώθηκαν με
τους μπολσεβίκους τον Ιούλιο του 1917. Αναρριχήθηκε στην Διεθνή πολεμώντας
ενάντια στον Ρακόφσκι σε συμμαχία με τον Στάλιν από το 1923 και από το 1931
μέχρι και την διάλυση της Κομιντέρν το 1943, ήταν γραμματέας της.
[13] Κουουζίνεν, Όττο (1881-1964) ήταν ο
ηγέτης του Φινλανδικού Κομμουνιστικού Κόμματος κατά την διάρκεια της
Φινλανδικής επανάστασης το 1918. Η ατολμία του κατά την διάρκεια της
επανάστασης, κόστισε μια τραγική ήττα με 100.000 νεκρούς προλετάριους και
στιγματίστηκε στην Κομιντέρν ως παράδειγμα προς αποφυγή στα πρώτα συνέδρια της.
Ωστόσο ο Κουουζίνεν ως ισόβιος γραμματέας του ΚΚ Φινλανδίας, άρχισε να παίζει
ηγετικό ρόλο στην Διεθνή, προωθούμενος από τον Στάλιν.
[14] Ντουμέργκ, Γκαστόν (1863-1937), ήταν
ο πρωθυπουργός στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας που ανέλαβε να σταθεροποιήσει
την κατάσταση στην Γαλλία αμέσως μετά την αποτυχημένη απόπειρα των γάλλων
φασιστών στις 4 Φλεβάρη του 1934 να κάνουν πραξικόπημα και την συνακόλουθη
γενική απεργία του γαλλικού προλεταριάτου που ακολούθησε, δίνοντας το έναυσμα
σε μια περίοδο σκληρής ταξικής πάλης στην χώρα μέχρι την νίκη του Λαϊκού
Μετώπου το 1936. Ο Ντουμέργκ αν και ξεκίνησε την καριέρα του ως Ριζοσπάστης,
στράφηκε δεξιά κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου υπηρετώντας σε
αρκετές κυβερνήσεις.
[15] Τζιολίτι, Τζιοβάνι (1842-1928) ήταν ο
δεξιός πρωθυπουργός της Ιταλίας το οποίο διαδέχτηκε ο Μουσολίνι. Αν και
φιλελεύθερος πολιτικός στράφηκε δεξιά μετά την οκτωβριανή επανάσταση και μετά
το κίνημα εργατικών καταλήψεων στην Βόρεια Ιταλία το 1919. Υποστήριξε την
πορεία των Ιταλών μελανοχιτώνων του Μουσολίνι. Οι φασίστες στήριξαν την
τελευταία κυβέρνηση του.
ΤΡΟΤΣΚΙΣΤΕΣ ΧΑΦΙΕΔΕΣ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΧΕΙΡΟΠΕΔΕΣ!
ΑπάντησηΔιαγραφή