Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

ΓΙΑ ΤΟ ΒΛΑΔΙΜΗΡΟ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ (1893 – 1930)

ΓΙΑ ΤΟ ΒΛΑΔΙΜΗΡΟ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ (1893 – 1930)
«Ο ποιητής πέθανε, ζήτω η ποίηση!
Ανυπεράσπιστο ένα παιδί των ανθρώπων κύλησε στην άβυσσο!
Όμως ζήτω η δημιουργική ζωή που, ως την τελευταία του στιγμή ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι την τύλιξε με τα πολύτιμα νήματα της ποίησής του!!!.»
(Λ. Τρότσκι)FREE photo hosting by Fih.gr
Όταν ο Μαγιακόφσκι αυτοκτόνησε στις 14 Απρίλη 1930, η σταλινική γραφειοκρατία έβγαλε επιφωνήματα ανακούφισης. Την επόμενη μέρα η «Πράβντα» δημοσιεύει (στη σελίδα 5) νεκρολογία του ποιητή γραμμένη από τον Ντεμιάν Μπιέντνι, και δίπλα, σε ειδικό πλαίσιο, σημείωμα της σύνταξης που ανέφερε ότι η αυτοκτονία του ποιητή δεν είχε καμιά σχέση με κοινωνικά ΄η καλλιτεχνικά ζητήματα, άλλα ήταν απόρροια προσωπικών προβλημάτων του ποιητή.(2) Μέσα σε δέκα ώρες – από την αυτοκτονία του ποιητή το πρωί, μέχρι το τύπωμα της εφημερίδας το βράδυ – τα σταλινικά λαγωνικά είχαν ξεδιαλύνει την υπόθεση!!! Σε κοινή έκδοση της «Κομσομόλσκαγια Πράβντα» (όργανο της κομμουνιστικής νεολαίας) και της «Λιτερατούρναγια Γκαζέττα» στις 17 Απρίλη 1930, ο Μαγιακόφσκι χαραχτηρίζεται σαν «ο μεγαλύτερος ποιητής του καιρού μας» (σύνταξη), «ο μεγαλύτερος επαναστάτης ποιητής μιας μεγάλης εποχής» (Γεωργιανοί συγγραφείς), «ο μεγαλύτερος ποιητής της επανάστασης» (προεδρείο της Κομμουνιστικής Ακαδημίας), «κήρυκας της επανάστασης» (Πανσοβιετική εταιρία αγροτών συγγραφέων), κλπ. Ο Μπέλα Κούν, σε σύντομο σημείωμα, κατακρίνει τον Μαγιακόφσκι για την «κουτή και δειλή» πράξη της αυτοκτονίας, άλλα και αυτός τον ανακηρύσσει σαν τον «μεγαλύτερο επαναστάτη ποιητή όχι μόνο της Σοβιετικής Ένωσης, άλλα σε διεθνή κλίμακα».
ΒΗΧΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Δράμα σε τρεις πράξεις (Ολόκληρο)
Δείτε κι ΕΔΩ
Μαγιακόφσκι – Αφιέρωμα
 
 

ΓΙΑ ΤΟ ΒΛΑΔΙΜΗΡΟ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ

ΒΗΧΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

Γράφει ο Λ. Τρότσκι σε κείμενο του: Ο Μαγιακόφσκι δεν έγινε, δεν μπορούσε να γίνει, ο θεμελιωτής της προλεταριακής λογοτεχνίας για τον ίδιο λόγο που ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να οικοδομηθεί σε μια μόνο χώρα. Στους αγώνες της μεταβατικής περιόδου ήταν ο πιο θαρραλέος μαχητής του λόγου και έγινε ένας από τους αναμφισβήτητους πρόδρομους της λογοτεχνίας που θα δώσει στον εαυτό της η νέα κοινωνία»(1).
Ο πολύ περιεκτικός αυτός επίλογος για το Μαγιακόφσκι γράφτηκε το 1930. Ο Λ. Τρότσκι θεωρεί σαν ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του ποιητή την πάλη για μια ποίηση που βαδίζει παράλληλα με την επανάσταση και καθιστά το έργο του ένα από τα θεμέλια της τέχνης της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ο Τρότσκι μιλάει για «μεταβατική περίοδο» που δεν είναι άλλη παρά η «εποχή πολέμων και επαναστάσεων» του Λένιν. Η μεταβατική περίοδος από τον καπιταλισμό (ιμπεριαλισμό) στον σοσιαλισμό, η εποχή της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης.
Υπάρχει βέβαια, τεράστια διάφορα μεταξύ της περιόδου για την κατάληψη της εξουσίας και αυτής μετά. Αυτό όμως δεν αλλάζει τη φύση της εποχής μας μια και ο ιμπεριαλισμός είναι ακόμα το κυρίαρχο σύστημα.
Όταν ο Μαγιακόφσκι αυτοκτόνησε στις 14 Απρίλη 1930, η σταλινική γραφειοκρατία έβγαλε επιφωνήματα ανακούφισης. Την επόμενη μέρα η «Πραβντα» δημοσιεύει (στη σελίδα 5) νεκρολογία του ποιητή γραμμένη από τον Ντεμιάν Μπιέντνι, και δίπλα, σε ειδικό πλαίσιο, σημείωμα της σύνταξης που ανέφερε ότι η αυτοκτονία του ποιητή δεν είχε καμιά σχέση με κοινωνικά ΄η καλλιτεχνικά ζητήματα, άλλα ήταν απόρροια προσωπικών προβλημάτων του ποιητή.(2)
Μέσα σε δέκα ώρες – από την αυτοκτονία του ποιητή το πρωί, μέχρι το τύπωμα της εφημερίδας το βράδυ – τα σταλινικά λαγωνικά είχαν ξεδιαλύνει την υπόθεση!!! Σε κοινή έκδοση της «Κομσομόλσκαγια Πράβντα» (όργανο της κομμουνιστικής νεολαίας) και της «Λιτερατούρναγια Γκαζέττα» στις 17 Απρίλη 1930, ο Μαγιακόφσκι χαραχτηρίζεται σαν «ο μεγαλύτερος ποιητής του καιρού μας» (σύνταξη), «ο μεγαλύτερος επαναστάτης ποιητής μιας μεγάλης εποχής» (Γεωργιανοί συγγραφείς), «ο μεγαλύτερος ποιητής της επανάστασης» (προεδρείο της Κομμουνιστικής Ακαδημίας), «κήρυκας της επανάστασης» (Πανσοβιετική  εταιρία  αγροτών συγγραφέων), κλπ. Ο Μπέλα Κούν, σε σύντομο σημείωμα, κατακρίνει τον Μαγιακόφσκι για την «κουτή και δειλή» πράξη της αυτοκτονίας, άλλα και αυτός τον ανακηρύσσει σαν τον «μεγαλύτερο επαναστάτη ποιητή όχι μόνο της Σοβιετικής Ένωσης, άλλα σε διεθνή κλίμακα».
Είναι φανερή η έλλειψη μηνυμάτων ΄η συλλυπητήριων τηλεγραφημάτων από την Κυβέρνηση ΄η την Ρωσική Ένωση Προλεταριακών Συγγραφέων (ΡΑΠΠ). Ούτε στην κηδεία του Μαγιακόφσκι θα παραστεί επίσημη αντιπροσωπία της κυβέρνησης ΄η της ΡΑΠΠ. Η σταλινική γραφειοκρατία και το καλλιτεχνικό κατεστημένο της, είχαν απαλλαχτεί από ένα σημαντικό και δημοφιλή εχθρό. Στα επόμενα πέντε χρόνια, δεν τυπώθηκε κανένα βιβλίο του Μαγιακόφσκι, δεν έγινε καμιά έκθεση γι’ αυτόν, δεν ανεβάστηκε κανένα έργο του.
Τον επόμενο χρόνο, της αυτοκτονίας του Μαγιακόφσκι, το 1931, ο Λουνατσάρσκι δημοσιεύει το μοναδικό άρθρο για τον ποιητή που εμφανίζεται στα χρόνια 1930-35. Το άρθρο, «Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι» - νεωτεριστής», είχε δυο σκοπούς. Να «εξηγήσει» την αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι, και να επιτεθεί στο άρθρο του Τρότσκι (δημοσιευμένο το Μάη του 1930) όπου ο συγγραφέας του «Λογοτεχνία και Επανάσταση» αναφέρει τις αντιφατικότητες της ζωής μετά την επανάσταση και το σταλινικό εκφυλισμό της σαν τις αιτίες της αυτοκτονίας του ποιητή.
Ανήμπορος βέβαια να πει την αλήθεια, ο Λουνατσάρσκι, παρουσιάζει την πιο φανταστική, μεταφυσική και μυστικιστική «θεωρία» για την αυτοκτονία του ποιητή. Τον ποιητή τον σκότωσε, έγραψε, «ο δίδυμος του» ένας «άλλος» Μαγιακόφσκι, μικροαστός, το αντίθετο του μεγάλου επαναστάτη ποιητή! Η σχιζοφρένεια είναι αυτή που σκότωσε τον Μαγιακόφσκι!
Η απεγνωσμένη αυτή «θεωρία» του τέως κομισάριου Παιδείας και Τεχνών, αντί να καλυτερέψει, χειροτέρεψε τα πράγματα, για την σταλινική γραφειοκρατία και κανένας δεν ξανααναφέρθηκε  σ’ αυτή. Οι τεράστιες κοινωνικές αντιθέσεις που βρήκαν μια τόσο απροκάλυπτη έκφραση στο έργο και τη ζωή του Μαγιακόφσκι και που βρίσκονταν σε μεγάλη όξυνση το 1931, αποκάλυπταν σε όλους τα αιτία της αυτοκτονίας του. Το 1934 γίνεται το συνέδριο σοβιετικών συγγραφέων, στημένο από τον Στάλιν και τον Ζντάνοφ, που σκοπός του είναι να επισημοποιήσει το δόγμα του «Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού». Ένας από τους εισηγητές στο συνέδριο ήταν και ο Νικολάι Μπουχάριν, διευθυντής της «Πραβντα» στη δεκαετία του ’20 και οπαδός της Προλεταριακής Τέχνης – ζήτημα πάνω στο οποίο είχε συγκρουστεί με τον Λένιν. Τώρα, στην υπηρεσία της σταλινικής δικτατορίας, εμφανίζεται στο συνέδριο σαν μια από τις μεγάλες προσωπικότητες της Επανάστασης για να δώσει «κύρος» στο συνέδριο, άλλα και να δείξει την υποτέλεια του στον Στάλιν.
Στη μακριά και θεωρητική εισήγηση του, ο Μπουχαριν αναφέρει τον Μπιέντνι και τον Μαγιακόφσκι σαν ποιητές με «μεγάλη επιρροή στην ποίηση της χώρας μας» και πλέκει το εγκώμιο του Μαγιακόφσκι που τον χαρακτηρίζει «τρομερό, καταπληκτικό ποιητή, τυμπανιστή της προλεταριακής επανάστασης». Ο Στάλιν όμως δεν έχει πει ακόμα τίποτα για τον Μαγιακόφσκι. Έτσι δυο μέρες μετά από την εισήγηση του Μπουχάριν ένα από τα  τσιράκια του «μεγαλοφυή αρχηγού και δάσκαλου», ονόματι Α.Ι. Στέτσκι (διευθυντής του τμήματος πολιτισμού και Λενινιστικής προπαγάνδας της Κεντρικής Επιτροπής). Αντικρούει τον Μπουχάριν και ανακοινώνει ότι καμιά απόφαση δεν έχει παρθεί για την αποδοχή του Μαγιακόφσκι σαν μοντέλου της σοβιετικής ποίησης. Δεν έχουμε κανένα μοντέλο, είπε ο Στέτσκι, παρά την καθοδηγητική γραμμή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Άλλα η «χειροτόνηση» του Μαγιακόφσκι γίνεται τον επόμενο χρόνο. Η Λίλι Μπρίκ, με την οποία ο ποιητής είχε μακρόχρονο δεσμό, γράφει το 1935 στον Στάλιν γράμμα – διαμαρτυρία για την εγκατάλειψη του Μαγιακόφσκι από το κράτος. Ο Στάλιν απαντά και χαρακτηρίζει τον Μαγιακόφσκι σαν «τον πιο ταλαντούχο ποιητή της σοβιετικής εποχής». Αμέσως άρχισε η εκστρατεία «αγιοποίησης» του ποιητή. Άρθρα, βιβλία, περιοδικά, εμφανίζονται με σκοπό να επιβάλουν τον Μαγιακόφσκι σαν τον «ποιητή της επανάστασης», διαστρεβλώνοντας το έργο του και ιδιαίτερα την πάλη του, μέσω των ποιημάτων και θεατρικών του έργων, ενάντια στην γραφειοκρατία.
Ο Πάστερνακ παρατήρησε ότι ο Μαγιακόφσκι επιβλήθηκε από τον Στάλιν βίαια, «όπως η πατάτα από την “Μεγάλη Αικατερίνη”. Αυτός ήταν ο δεύτερος θάνατος του. Γι’ αυτόν ο ποιητής δεν έφταιγε».
Αυτό που έκανε τον Στάλιν να χειροτονήσει το 1935 το Μαγιακόφσκι «ποιητή της Επανάστασης» ήταν η ανάγκη ύπαρξης σημαντικών και δημοφιλών καλλιτεχνών οι όποιοι θα παίξουν το ρόλο πρόδρομων του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Έτσι η επιβολή της δικτατορίας του Στάλιν στην τέχνη, μέσω του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, δεν θα φαινόταν τόσο απότομη και ξαφνική. Έχοντας διακηρύξει ότι η Σοβιετική Ένωση είχε μπει – από το 1934 – στο στάδιο του σοσιαλισμού, ο Στάλιν ανακήρυξε το σοσιαλιστικό ρεαλισμό σαν την τέχνη αυτού ακριβώς του νέου σταδίου.
Σήμερα ο χαρακτηρισμός του Μαγιακόφσκι σαν ποιητή της επανάστασης υπάρχει σε κάθε βιβλίο του ποιητή. Στην ανθολογία ποιημάτων του στην αγγλική γλώσσα (Μόσχα 1976), ο πρόλογος έχει σαν τίτλο τα λόγια του Στάλιν «Ένας μεγάλος Ποιητής της Σοβιετικής Εποχής» και ο Μαγιακόφσκι παρουσιάζεται σαν «ο πρώτος ποιητής της επανάστασης». Ούτε μια λέξη όμως από τον συγγραφέα του προλόγου, κάποιον Βίκτορα Πέρτσοβ, για την αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι ΄η την πάλη του ενάντια στην γραφειοκρατία.
Ο Μαγιακόφσκι αγαπητοί φίλοι και σύντροφοι, αγαπητοί επισκέπτες του Πολιτικού Καφενείου, ήταν ένας από τους ιδρυτές του Φουτουρισμού στη Ρωσία (1912) και ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος του. Έγινε ιδιαίτερα γνωστός με το ποίημα του «Σύννεφο με Παντελόνια» (1915). Ήταν ένας από τους λιγοστούς καλλιτέχνες που αμέσως υποστήριξαν την επανάσταση του Οχτώβρη και έγινε δημοφιλής με τις περιοδείες του στο μέτωπο άλλα και σε όλη τη Σοβιετική Ένωση όπου με τη δυνατή μπάσα φωνή του απάγγειλε τα ποιήματα του υπέρ της Επανάστασης, σατιρίζοντας ταυτόχρονα την γραφειοκρατία. Οι πιο σπουδαίοι κριτικοί της Σοβιετικής Ένωσης στη δεκαετία του ’20 – Βολόνσκι, Λουνατσάρσκι – αναγνώρισαν τον Μαγιακόφσκι σαν ένα μεγάλο ποιητή, παραλές τις αδυναμίες του που, κατά τη γνώμη τους, προέρχονταν από το ότι ήταν φουτουριστής. Ο Τρότσκι τον αποκάλεσε «μεγάλο» ΄η όπως τον χαρακτηρίζει ο Μπλοκ, «ένα τεράστιο ταλέντο», άλλα ξεχώρισε ένα σοβαρό ελάττωμα στην ποίηση του Μαγιακόφσκι – την έλλειψη ισορροπίας και αναλογίας.(3)
Κανένας – από τους φανατικούς νεαρούς θαυμαστές του μέχρι τους ηγέτες του σοβιετικού κράτους ΄η κριτικούς και καλλιτέχνες – δεν θεώρησε τον Μαγιακόφσκι ΄η οποιονδήποτε άλλον, «ποιητή της επανάστασης». Δεν είναι όμως μόνο η σταλινική γραφειοκρατία που τον αποκαλεί έτσι. Οι κριτικοί των καπιταλιστικών χωρών, από τους πιο φιλελευθέρους μέχρι τους πιο αντιδραστικούς «σοβιετολόγους», δέχονται αυτόν τον τίτλο για τον Μαγιακόφσκι.
Η ιδεαλιστική λογική δεν ανέχεται την αντίφαση είτε σαν φυσικό φαινόμενο είτε σαν μέρος της σκέψης. Θέλει να βάζει τα πάντα σε κατηγόριες – κουτάκια, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Ο Μαγιακόφσκι έγραψε υπέρ της επανάστασης – άρα επαναστάτης ποιητής. Και χρησιμοποιώντας την αυτοκτονία του προσπαθούν να αποδείξουν πιο «τραγικό τέλος» περιμένει κάθε καλλιτέχνη που προσπαθεί να προχωρήσει μαζί με την Επανάσταση.
Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ο Μαγιακόφσκι θεωρούσε τον εαυτό του «Κομμουνιστή – Φουτουριστή» και διακήρυσσε ότι: «ιδεολογικά δεν έχουμε τίποτα το κοινό με τον Ιταλικό (φασιστικό) φουτουρισμό. Το κοινό σημείο βρίσκεται μόνο στη μορφική επεξεργασία του υλικού»(4). Μ’ αυτή τη λανθασμένη άποψη περιεχομένου (ουσίας) – μορφής (όψης), ο Μαγιακόφσκι πίστεψε στη δημιουργία μιας επαναστατικής ποίησης σαν σύνθεσης επαναστατικής πολιτικής (περιεχομένου) και φουτουριστικού στυλ (μορφής).
Οι φουτουριστές πίστευαν ότι η σύγχρονη (μοντέρνα) τέχνη έπρεπε να βασιστεί πάνω στην τεχνολογία και στη μαζική μηχανική παραγωγή. Σ’ αυτό ήταν οι πρώτοι που αναγνώρισαν ότι, στη σημερινή κοινωνία, η τέχνη έπρεπε να χρησιμοποιήσει την τεχνολογία της μοντέρνας μηχανής. Μια τέτοια αντιμετώπιση της τέχνης τους έφερε σε κατά μέτωπο σύγκρουση με το καλλιτεχνικό κατεστημένο και την ακαδημαϊκή αισθητική. Άλλα όσο και αν οι σκοποί του φουτουρισμού φαίνονταν αντικαλλιτεχνικοί και επαναστατικοί, εντελώς αντίθετοι στην τέχνη του κατεστημένου, στην πραγματικότητα έπαιζαν το ρόλο εκσυγχρονισμού της τέχνης, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν με τον ιμπρεσιονισμό, τον συμβολισμό, τον κυβισμό, κλπ. Τα κινήματα αυτά έπαιξαν αντικειμενικά, ρόλο ανανέωσης της τέχνης και πάντα ξεκίνησαν σαν ριζοσπαστικά κινήματα για να γίνουν μετά από λίγο, τα ίδια κατεστημένο. Το σημαντικό είναι ότι ο φουτουρισμός έφτασε στο ζενίθ του, στη Ρωσία τη στιγμή της σοσιαλιστικής επανάστασης, προτού γίνει δεκτός από το κατεστημένο. Με την επανάσταση, το καλλιτεχνικό κατεστημένο διαλύθηκε. Ξαφνικά οι φουτουριστές βρέθηκαν με απόλυτη ελευθερία έκφρασης, άλλα χωρίς εχθρό να χτυπήσουν και να σοκάρουν. Οι Φουτουριστές ήταν η πιο ριζοσπαστική τάση του μποέμικου διανοουμενισμού της μπουρζουαζίας. Με την Επανάσταση, η κοινωνική τους βάση – η αστική τάξη και τα μικροαστικά τσιράκια της – εξαφανίστηκε. Το κενό αναπληρώνεται από την επανάσταση. Το ζήτημα είναι όμως ότι σοσιαλιστική επανάσταση και Φουτουρισμός συγκροτούσαν δυο αντίθετα, ΄η πιο σωστά μια ενότητα αντίθετων, και όχι δυο όμοια όπως υποστήριζε ο Μαγιακόφσκι. Η προοπτική που ανοίγονταν, όπως υποστήριζε ο Τρότσκι, στο άμεσο μέλλον, ήταν η διαλεχτικής αλληλοδιείσδυση, σύγκρουση και μεταμόρφωση των δυο αντίθετων. Με αυτή την έννοια ο Φουτουρισμός θα γίνονταν ένα από τα κύτταρα της σοσιαλιστικής τέχνης και πολιτισμού.
Άλλα οι Φουτουριστές και ο Μαγιακόφσκι δεν ενδιαφέρονταν για μια τέτοια πορεία. Σε συναγωνισμό με άλλα καλλιτεχνικά κινήματα – ιδιαίτερα της Προλετκούλτ(5) – απαιτούν από τη σοβιετική κυβέρνηση αναγνώριση σαν η «επίσημη» τέχνη του νέου καθεστώτος. Ο Μαγιακόφσκι ήταν ένας από τους λίγους καλλιτέχνες και διανοούμενους που πήγαν, τον Νοέμβρη του 1917, σε μια ειδική συνάντηση καλλιτεχνών και Λουνατσάρσκι, στα γραφεία  του Μπολσεβίκικου Κόμματος. Υποστήριξε αμέσως την Επανάσταση, και το Φθινόπωρο του 1918 έπιασε δουλειά στο καλλιτεχνικό τμήμα του Επιτροπάτου (Υπουργείου) Παιδείας. Στα χρόνια του εμφύλιου πολέμου έφτιαξε προπαγανδιστικές αφίσες και με άλλους ποιητές απάγγειλε στα διάφορα μέτωπα.
Το 1923 οι Φουτουριστές, Κονστρουκτιβιστές, και άλλες παρόμοιες ομάδες ιδρύουν το Αριστερό Μέτωπο Τέχνης και ο Μαγιακόφσκι έγινε ο διευθυντής του ομώνυμου περιοδικού (ΛΕΦ). Αυτά τα χρόνια ο Μαγιακόφσκι περιοδεύει όλη την Σοβιετική Ένωση και κάνει ταξίδια στην Ευρώπη και Αμερική. Στα ποιήματα του σατιρίζει τη γραφειοκρατία της Νέας Οικονομικής Πολιτικής και του κράτους. Δεν αποφεύγει και την ειρωνεία ενάντια στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Το ποίημα του «Παρασυνεδριάζοντες », που κατηγορεί τους μπολσεβίκους ότι τίποτα άλλο δεν κάνουν παρά να πηγαίνουν σε συνέδρια, θεωρήθηκε από τον Λένιν απόλυτα σωστό πολιτικά.(6)
Το 1927 η εσωκομματική πάλη στο Κομμουνιστικό Κόμμα κορυφώνεται. Η Ενωμένη Αριστερή Αντιπολίτευση (Τρότσκι – Ζηνόβιεφ – Κάμενεφ) πρότεινε 5χρονο σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης, εκβιομηχάνισης, μάχη ενάντια στους Κουλάκους, εκδημοκρατισμό του κόμματος και του κρατικού μηχανισμού. Η σταλινική πτέρυγα του κόμματος, σε συμμαχία με τη δεξιά (Μπουχάριν – Ρίκοφ) απόρριψε το πρόγραμμα της Αριστερής Αντιπολίτευσης. Στην 10η επέτειο της Οχτωβριανής Επανάστασης, ο Στάλιν έστειλε την αστυνομία ενάντια στους οπαδούς της Αριστερής Αντιπολίτευσης που παρέλασαν με συνθήματα ενάντια στους κουλάκους και τη γραφειοκρατία. Η αστυνομία διέλυσε με ιδιαίτερη βαναυσότητα τους οπαδούς του Τρότσκι και κάποιος πυροβόλησε ενάντια της. Αυτό το γεγονός χαρακτηρίζεται από την Κεντρική Επιτροπή σαν «ανταρσία» της Αριστερής Αντιπολίτευσης και μια βδομάδα αργότερα οι Τρότσκι, Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ, διώχνονται από το Κόμμα. Στις αρχές του 1928 ο Τρότσκι εξορίζεται στην Άλμα – Ατα.
Ο Στάλιν άρχισε μαζικούς διωγμούς με σκοπό να πνίξει κάθε αντιπολίτευση μέσα στο Κόμμα. Χιλιάδες εξορίζονται το 1928, το χρόνο που αποφάσισε να αποδεχτεί το βασικότερο από τα αιτήματα της Αριστερής Αντιπολίτευσης, το 5χρονο σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης. Η εφαρμογή όμως του 5χρονου σχεδίου από τον Στάλιν είναι καταστροφική. Η βίαιη κολλεχτιβοποίηση των χωρικών και η αναγκαστική μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων από το ένα άκρο της Σοβιετικής Ένωσης στο άλλο, δημιούργησε τεράστια κρίση. Οι χωρικοί καινέ τα προϊόντα τους και αιματηρές ταραχές ξεσπάνε παντού. Στις πόλεις επιβάλλεται δελτίο στα τρόφιμα και ο συνδυασμός γραφειοκρατίας και κακής διαχείρισης, έχει καταστροφικά αποτελέσματα στη βιομηχανία. Ο Στάλιν κατηγορεί χωρικούς, εργάτες, επιστήμονες, κομματικά στελέχη, για σαμποτάζ. Μεγάλες δίκες γίνονται το 1928-29 ιδιαίτερα τεχνοκρατών. Η διάσπαση στο Μπολσεβίκικο Κόμμα, η ανωμαλία της βίαιης κολλεχτιβοποίηση, οι δίκες και το παγκόσμιο οικονομικό κραχ του 1929 είχαν μεγάλη επίδραση πάνω στους καλλιτέχνες και διανοούμενους.
Η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος καλεί τους καλλιτέχνες να βοηθήσουν την πολιτική του κράτους, με έργα που να πείθουν το λαό για τα μέτρα της κυβέρνησης. Όλοι οι συγγραφείς, σαν τον Μαγιακόφσκι, δέχονται τρομερή πίεση να εγκαταλείψουν την οποία καλλιτεχνική παράταξη, και να γίνουν μέλη της Ένωσης Προλεταριακών Συγγραφέων (ΡΑΠΠ), που υποστηρίζει την πολιτική του Στάλιν. Γεμάτη οπορτουνιστές και λακέδες του Στάλιν, η ΡΑΠΠ μεταμορφώνεται στα χρόνια 1926-28, στο όργανο της γραφειοκρατίας στην τέχνη. Όλοι όμως οι σημαντικοί συγγραφείς βρίσκονται έξω από αυτήν (Πιλνιάκ, Μπαμπέλ, Πάστερνακ, κλπ.).
Απ’ ότι στοιχεία έχουμε, ο Μαγιακόφσκι δεν υποστήριξε καμιά από τις πτέρυγες του Μπολσεβίκικου Κόμματος στην περίοδο 1927-30. Το 1927 δημοσιεύει το «πολύ ωραία», αισιόδοξο ποίημα για τα δέκα χρόνια της Επανάστασης. Το 1928 όμως γράφει το «Άσχημα», που Ποτε δεν δημοσιεύθηκε στη Σοβιετική Ένωση, όπου κριτικάρει τη ζωή στη χώρα. Εκείνη την εποχή, Ο Μαγιακόφσκι γράφει δυο θεατρικά έργα που αποτελούν την πιο οξεία επίθεση στη γραφειοκρατία και την υποκρισία της ζωής στη Σοβιετική Ένωση («Κοριός» 1928 και «Λουτρό» 1929). Και τα δυο έργα είναι γραμμένα σε στυλ επιθεώρησης και δεν έχουν μεγάλες δραματουργικές φιλοδοξίες. Ο Σοστακόβιτς, που έγραψε την μουσική για τον «Κοριό», ένιωσε μεγάλη αντιπάθεια για το έργο. Άλλα τα έργα είναι σάτιρα, με έμφαση στην πολιτική. Παραλές τις αδυναμίες τους είχαν τεράστια απήχηση στον πληθυσμό της Μόσχας και του Λένινγκραντ όταν παίχτηκαν το 1929 και 1930, επειδή ακριβώς σατίριζαν την κρατική γραφειοκρατία, τον κομματικό οπορτουνισμό και τα μικροαστικά ήθη και έθιμα. Άλλα οι κριτικές είναι στην καλύτερη περίπτωση ουδέτερες και αδιάφορες, ενώ ένα καλλιτεχνικό περιοδικό κάτω από την ηγεμονία της ΡΑΠΠ του εξασκεί οξεία κριτική.
Στις 30 Γενάρη το «Λουτρό» ανεβαίνει στο Λένινγκραντ και στο τέλος του Μάρτη στην Μόσχα. Οι κριτικές είναι έντονα επιθετικές απ’ όλες τις πλευρές. Η ΡΑΠΠ κατηγορεί τον Μαγιακόφσκι ότι δεν υπακούει στις αποφάσεις της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος σχετικά με τις υποχρεώσεις των συγγραφέων. Από τον Τύπο αρχίζει εκστρατεία εναντίον του με συνεντεύξεις εργατών, αγροτών και νοικοκυρών που «δεν καταλαβαίνουν τι θέλει να πει το έργο». Εργάτες δηλώνουν στην «Απογευματινή Μόσχα» ότι το έργο «δεν είναι καλλιτεχνικό» άλλα «τσίρκολο» και «καραγκιόζης». Η «Κομσομόλσκαγια Πραβντα», στην οποία συνεργάστηκε ο ποιητής από το 1926 μέχρι το θάνατο του, γράφει «φιάσκο του Λουτρού, αποτυχία του Λουτρού».(7)
Για την παράσταση του «Λουτρού» ο Μαγιακόφσκι διακόσμησε το θέατρο με πάνω πάνω στα οποία έγραψε έμμετρα συνθήματα. Ένα από αυτά έγραφε:
 
Τα σμήνη των γραφειοκρατών
Δεν μπορούν να εξολοθρευτούν
Εδώ και τώρα.
 
Θα χρειαστούν
Πολλά λουτρά
Και πολύ σαπούνι.
 
Ακόμα και τώρα
Οι γραφειοκράτες
Υποστηρίζονται
 
Από κριτικούς,
σαν τον Ερμίλοφ.(8)
 
Η ηγεσία της ΡΑΠΠ, της οποίας ο Ερμίλοφ ήταν ηγετικό στέλεχος, απαίτησε την αφαίρεση του πάνω, και ο Μαγιακόφσκι το κατέβασε. Σε αντίθεση με τις δριμείες επιθέσεις του στην γραφειοκρατία και στην ΡΑΠΠ, ο Μαγιακόφσκι έγινε μέλος της ΡΑΠΠ τρεις μήνες πριν αυτοκτονήσει. Η πράξη του αυτή προξένησε έκπληξη στους φίλους και συνεργάτες του της Οργάνωσης Επαναστατικό Μέτωπο Τέχνης που είχε ιδρύσει ο ίδιος 10 μήνες πριν.
Η επίθεση της γραφειοκρατίας και της ΡΑΠΠ ενάντια στον Μαγιακόφσκι κορυφώθηκε τον Φλεβάρη-Μάρτη του 1930. Την 1η Φλεβάρη ανοίγει η έκθεση του Μαγιακόφσκι «20 Χρόνια Δουλειάς». Η έκθεση περιλάμβανε βιβλία, αφίσες, πίνακες του Μαγιακόφσκι και φωτογραφίες από τη ζωή του. Η έκθεση μποϋκοτάρεται από τις Σοβιετικές αρχές, τη ΡΑΠΠ και της εφημερίδες. Ο Μαγιακόφσκι διαμαρτύρεται γιατί η «Κομσομολσκαγια Πραβντα» ενώ δημοσιεύει ένα άρθρο γι’ αυτόν δεν γράφει τίποτα για την έκθεση.
Στις 25 του Μάρτη ο Μαγιακόφσκι μιλάει σε μια συγκέντρωση, οργανωμένη από νεαρούς θαυμαστές του και καταγγέλλει ότι στα 20 χρόνια πάντα δέχονταν επιθέσεις από στενοκέφαλους γραφειοκράτες. Κατηγορεί επίσης τις αρχές και τους επίσημους που δεν ήρθαν στην έκθεση του. Σε μια άλλη συγκέντρωση, δέκα μέρες πριν αυτοκτονήσει, κάποιος τον πληροφορεί – μπροστά σε όλο το κοινό – ότι ένα καλλιτεχνικό περιοδικό ετοίμαζε αφιέρωμα γι’ αυτόν με φωτογραφία και χαιρετισμούς για την έκθεση του. Μόλις το έμαθε όμως αυτό ο διευθυντής του Κρατικού Εκδοτικού Οίκου διέταξε να μην κυκλοφορήσει το περιοδικό, παρόλο που είχε ήδη τυπωθεί.
Στις 12 Απρίλη ο Μαγιακόφσκι γράφει το σημείωμα της αυτοκτονίας του. Στις 14 με περίστροφο αυτοκτονεί. Στο σημείωμα έγραψε: «Η βάρκα της αγάπης τσακίστηκε πάνω στην καθημερινότητα». Στον λόγο του στις 25 Μάρτη είχε πει «Στα είκοσι χρόνια της λογοτεχνικής μου δουλειάς…ήμουν υποχρεωμένος να υπερασπίζομαι τις άλφα ΄η βήτα επαναστατικές λογοτεχνικές θέσεις… ενάντια στην ρουτίνα που συναντά κανείς στη δεκατριάχρονη  δημοκρατία μας»(9).
Αντίθετα από άλλους σοβιετικούς καλλιτέχνες, ιδιαίτερα τον Αιζενστάιν, ο Μαγιακόφσκι έμεινε μακριά από τις μελέτες σχετικά με τον Διαλεχτικό Υλισμό και την τέχνη, παρόλη την θεωρητική του κατάρτιση και πολυγραφότητα στα θέματα της τέχνης. Στο τελευταίο του ποίημα «Μ’ όλη μου τη Φωνή», γράφει:
 
Δεν μάθαμε
τη διαλεχτικής
από τις εξυπνάδες του Χέγκελ.
 
Μεσ’ την αντάρα της μάχης
Ξεχύθηκε στους στίχους μας…
 
Μια τέτοια αντιμετώπιση της Διαλεχτικής είναι χαρακτηριστικό του Μαγιακόφσκι που τα βλέπει όλα «άσπρα ΄η μαύρα». Η διαλεχτικής πορεία και η αντιφατικότητα – ίσως το πιο χαρακτηριστικό της σοβιετικής ζωής τότε – δεν αναγνωρίζονται από τον Μαγιακόφσκι. Γι’ αυτόν αρκούν οι μεγαλειώδεις παρομοιώσεις και τα ευχητήρια στον Λένιν. Είναι γνωστή η τεράστια συνεισφορά του Λένιν στη διαλεχτικής, μια θεωρητική πάλη που ο ίδιος είδε σαν απαραίτητη για τη σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία και παγκόσμια. Μετά την επανάσταση ο Λένιν πρότεινε την ίδρυση συνδέσμου «Υλιστών Φίλων της Χεγκελιανής Διαλεχτικής» για την μελέτη της διαλεχτικής και από επιστήμονες, διανοούμενους, κλπ., σε συνεργασία με τους κομμουνιστές. Παρόλη την υπερηφάνεια του ότι ήταν υλιστής ποιητής, ο Μαγιακόφσκι δεν έδωσε προσοχή στον Λένιν που έγραψε ότι «για να μείνει σταθερός σε αυτή την μάχη (ενάντια στην καπιταλιστική ιδεολογία) και να νικήσει, ο επιστήμονας της φυσικής πρέπει να είναι ένας μοντέρνος υλιστής, ένας συνειδητός υποστηρικτής του υλισμού που πρεσβεύει ο Μαρξ, πρέπει να είναι δηλαδή ένας διαλεχτικός υλιστής».(10)
Η επιστήμη και η Τέχνη βέβαια λειτουργούν διαφορετικά και έχουν τους ιδιαίτερους νόμους τους, άλλα η ουσία των λόγων αυτών του Λένιν έχει μεγάλη σημασία και για την τέχνη. Ο Διαλεχτικός Υλισμός δεν είναι μια μέθοδος που «εφαρμόζεται» και στην τέχνη και έτσι γινόμαστε καλύτεροι καλλιτέχνες. Η ποιότητα του έργου του και η κατανόηση από ένα καλλιτέχνη του Διαλεχτικού Υλισμού δεν είναι ποσά ανάλογα.
Αριστεροί και κομμουνιστές καλλιτέχνες – από τον καιρό του Μαρξ – προβληματίστηκαν στο πώς να δημιουργήσουν έργα συνεπή των σοσιαλιστικών και επαναστατικών τους ιδεών. Ο Μαγιακόφσκι πίστευε ότι ο Φουτουρισμός και μόνο του έδινε τη δυνατότητα να μιλήσει για τον Οχτώβρη με ρύμες αντάξιες της επανάστασης. Η ιστορία μας δείχνει ότι η σχέση Επανάστασης και Τέχνης είναι διαλεχτικής και αλλάζει διαρκώς. Δεν είναι μια σχέση δεδομένη ούτε υπάρχει φόρμουλα που θα εφαρμόζουμε πάντα. Ούτε είναι δυνατό σήμερα να ονομάσουμε επαναστατική τέχνη έργα τα οποία είναι μίμηση – όσο κι αν κρύβονται κάτω από μοντέρνα φρασεολογία ΄η στυλ – του Μαγιακόφσκι και των άλλων σοβιετικών καλλιτεχνών. Επαναστατική τέχνη σήμερα δεν μπορεί να είναι οι ενθουσιώδεις στίχοι που αφήνουν απέξω την πραγματικότητα, την αντιφατική πραγματικότητα με όλα τα πλην και συν.
Η πάλη του Μαγιακόφσκι και των άλλων σοβιετικών καλλιτεχνών της δεκαετίας του ’20, μπορεί να συνεχιστεί και να αναπτυχθεί με τη μελέτη της σχέσης Τέχνης – Διαλεχτικού Υλισμού.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) «Η Αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι», άρθρο του Λ. Τρότσκι δημοσιευμένο στο Δελτίο της Ρωσικής Αριστερής Αντιπολίτευσης το Μάη του 1930. ( Θα το βρείτε στο ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ εδώ: http://www.politikokafeneio.com/trotski/magia249.htm  “Λογοτεχνία και Επανάσταση», εκδόσεις «Αλλαγή», Αθήνα, 1984, σελ. 212.
(2) Η δήλωση του αστυνομικού επιθεωρητή Σιρτσόβ: «Τα στοιχεία της προκαταρκτικής εξέτασης δείχνουν ότι η αυτοκτονία οφείλεται σε αιτίες καθαρά προσωπικής φύσης και δεν έχουν να κάνουν τίποτα με τις κοινωνικές και λογοτεχνικές ασχολίες του ποιητή. Της αυτοκτονίας προηγήθηκε μακριά αρρώστια, από την οποία ο ποιητής δεν είχε αναρρώσει εντελώς», (Ειδική Έκδοση της «Λογοτεχνικής Εφημερίδας» και της «Κομσομόλσκαγια Πραβντα», σελ. 4, Πέμπτη 17 Απρίλη 1930).
(3) Βλ. «Λογοτεχνία και Επανάσταση», Κεφάλαιο IV, «Ο Φουτουρισμός», σελ. 103-131.
(4) Β. Μαγιακόφσκι: «Ποίηση και Επανάσταση», σε μετάφραση Α. Βογιάζου, εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα, 1982, σελ. 53.
(5) ΠΡΟΛΕΤΚΟΥΛΤ (Προλεταριακή Κουλτούρα): Οργάνωση που υποστήριζε ότι η τέχνη του σοβιετικού κράτους πρέπει να είναι οι καλλιτεχνικές δημιουργίες των εργατών και μόνο. Η Προλετκούλτ θεωρούσε όλη την προεπαναστατική τέχνη αντιδραστική που δεν είχε καμιά άξια για την κουλτούρα του σοβιετικού κράτους. Ο Λένιν και ο Τρότσκι, πολέμησαν ιδιαίτερα αυτή την τάση και οργάνωση που ανέπτυξε δράση στα χρόνια 1917-21. Βασικός ιδεολόγος αυτής της θεωρίας ήταν ο Α.Α. Μπογντάνοφ, γνωστός από το βιβλίο του Λένιν «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός».
(6) Λόγος στην Κομμουνιστική Ομάδα, στο συνέδριο εργατών μετάλλου, 6 Μαρτίου 1922. Δημοσιεύτηκε στην «Πραβντα» 8/3/22. «Ο Λένιν για την Κουλτούρα και την Τέχνη». Αγγλική έκδοση Μόσχας, 1970, σελ. 158.
(7) «Ποίηση και Επανάσταση»: σελ. 154.
(8) “Vladimir Mayakovsky: A. Tragedy”. A.D.P. Briggs, W.A.A. Meeyws. Oxford, 1979.
(9) «Ποίηση και Επανάσταση», σελ. 139.
(10)                    «Για την σπουδαιότητα του Μαχόμενου Υλισμού», Λένιν: «Απαντά», τόμος 33, αγγλική έκδοση Μόσχας, σελ. 233.
ΤΕΛΟΣ
******************************************
Το 1912, ο κύκλος των ρώσων φουτουριστών εξέδωσε μανιφέστο με τίτλο «Χαστούκι στο γούστο του κοινού». Το κίνημα του φουτουρισμού ανήγαγε σε φετίχ του το μέλλον και ύμνησε την τεχνολογική εξέλιξη. «Ένα βρυχώμενο αυτοκίνητο αγώνων είναι πιο όμορφο από τη Νίκη της Σαμοθράκης» υποστήριζε ο «γκουρού» του φουτουρισμού, ιταλός Τομάσο Μαρινέτι. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι ρώσοι συνοδοιπόροι του: «Το παρελθόν είναι στενάχωρο. Η Ακαδημία, ο Πούσκιν, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι, είναι πιο ακατανόητοι κι από ιερογλυφικά» γραφόταν στο Μανιφέστο. Οι φουτουριστές συνήθιζαν να διαβάζουν ποιήματά τους καταμεσής του δρόμου, έριχναν τσάι στο ακροατήριό τους και γενικά έκαναν το παν για να ενοχλούν τον καθωσπρεπισμό των αστών.

Από την εποχή αυτή η ποίηση του Μαγιακόφσκι άρχισε να γίνεται επιθετική και προκλητική, με έντονα στοιχεία υπερβολής, υπεροψίας και αυτοαναφοράς. Το 1915 δημοσιεύει το πρώτο μεγάλο του ποίημα με τίτλο: «Σύννεφο με παντελόνια», από το οποίο πήρε και το όνομά του το γνωστό ελληνικό μουσικό σχήμα «Σύννεφα με παντελόνια». Το καλοκαίρι του ιδίου χρόνου γνωρίζει και ερωτεύεται τη Λιλλή Μπρικ, γυναίκα του εκδότη του Οσιπ Μπρικ. Τις αφιερώνει το επόμενο σπουδαίο ποίημά του «Σπονδυλωτό Φλάουτο» (1916). Και τα δύο αυτά έργα του καταγράφουν έναν έρωτα χωρίς ανταπόκριση κι εκφράζουν τη διάσταση του ποιητή με τον κόσμο που ζούσε.

Με την έκρηξη της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Μαγιακόφσι υπηρέτησε πολυποίκιλα με την πέννα του το νέο καθεστώς. Έγραφε στρατευμένα ποιήματα («Ωδή στην Επανάσταση», «Αριστερή Πορεία»), άρθρα, βιβλία για μικρά παιδιά και ζωγράφιζε αφίσες και σκίτσα, τα οποία συνόδευε με στίχους και συνθήματα, ενώ παράλληλα περιόδευε τη χώρα, κάνοντας διαλέξεις και απαγγελίες. Το 1924 έγραψε μία ελεγεία από 3.000 στίχους για τον θάνατο του Λένιν.

Μετά το 1925 ταξίδεψε στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ, την Κούβα, το Μεξικό, εκμεταλλευόμενος τις διασυνδέσεις της ερωμένης του στη διαβόητη μυστική υπηρεσία «Τσε-Κα». Τις εντυπώσεις από το ταξίδι του στο Νέο Κόσμο τις αποτύπωσε στο βιβλίο του «Πώς ανακάλυψα την Αμερική».

Σε μια διάλεξή του στις ΗΠΑ γνωρίζεται με την Έλι Τζόουνς. Καρπός του κεραυνοβόλου και σύντομου έρωτά τους είναι μια κόρη, για την ύπαρξη της οποίας έμαθε το 1929, όταν συναντήθηκε κρυφά με την Τζόουνς στη Γαλλία. Εκείνη την εποχή ο Μαγιακόφσκι ζούσε ένα παθιασμένο έρωτα με την Τατιάνα Γιακόβλεβα, μία συμπατριώτισσά του εμιγκρέ, που ζούσε στο Παρίσι. Επιθυμούσε να την παντρευτεί, αλλά αυτή αρνιόταν πεισματικά.

Στα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του εξέδωσε δύο θεατρικά έργα («Κοριός» και «Λουτρό»), με κριτική διάθεση απέναντι στη σοβιετική γραφειοκρατία. Η αποτυχία της παράστασης του «Λουτρού» στο Λένινγκραντ το 1930, οι ερωτικές του απογοητεύσεις, οι διαδοχικές παρεξηγήσεις και συγκρούσεις με τον Ρωσικό Σύνδεσμο Προλεταρίων Συγγραφέων, οδήγησαν τον Μαγιακόφσκι στην απελπισία. Απογοητευμένος και από τη σοβιετική πραγματικότητα, μετά την άρνηση των αρχών να του δώσουν άδεια να ταξιδέψει στο εξωτερικό, έβαλε τέλος στη ζωή του στις 14 Απριλίου του 1930.

Το σημείωμα που βρέθηκε στον τόπο της αυτοκτονίας του έγραφε:

   

    Σε όλους.
    Μην κατηγορήσετε κανέναν για το θάνατο μου και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά. Ο Μακαρίτης τα απεχθανόταν φοβερά.
    Μαμά, αδελφές, και σύντροφοι, σχωρέστε με – αυτός δεν είναι τρόπος (δεν τον συμβουλεύω σε κανένα), μα εγώ δεν έχω διέξοδο. Λιλλή αγάπα με.
    Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι η Λιλλή Μπρικ, η μαμά, οι αδελφές και η Βερόνικα Βιτόλνταβνα Πολόνσκαγια. Αν τους εξασφαλίσεις μια ανεκτή ζωή, σ' ευχαριστώ. Τα αρχινισμένα ποιήματα δώστε τα στους Μπρικ, αυτοί θα τα καθαρογράψουν.
    Όπως λένε "Το επεισόδιο έληξε".
    Η βάρκα του έρωτα συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινότητα. Έχω ξοφλήσει τους λογαριασμούς μου με τη ζωή. Προς τι, λοιπόν, η απαρίθμηση των αμοιβαίων πόνων, των συμφορών και των προσβολών;
    Να 'στε ευτυχισμένοι.
   

Μετά την αυτοκτονία του, ο σοβιετικός τύπος επιτέθηκε στον ποιητή, χαρακτηρίζοντάς τον «φορμαλιστή» και «συνοδοιπόρο» και όχι «Καλλιτέχνη του Λαού», όπως συνηθιζόταν για τους στρατευμένους καλλιτέχνες. Η Λιλλή Μπρικ έγραψε, τότε, ένα γράμμα στο Στάλιν και του ζητούσε την αποκατάσταση του ονόματος του Μαγιακόφσκι. Ο Στάλιν ανταποκρίθηκε και τον χαρακτήρισε «Καλύτερο και πιο ταλαντούχο ποιητή της σοβιετικής μας εποχής».

Αυτός ήταν και ο «δεύτερος θάνατος του Μαγιακόφσκι», σύμφωνα με τον φίλο του συγγραφέα Μπόρις Πάστερνακ («Δρ Ζιβάγκο»), αφού μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης (1991) χαρακτηρίστηκε «ένας από τους εκπροσώπους του ολοκληρωτισμού», ενώ μια μερίδα της κριτικής θεωρεί σήμερα το έργο του ξεπερασμένο. Ο Μαγιακόφσκι, με τον λυρισμό και τις τεχνικές καινοτομίες, βρήκε αξιόλογους συνεχιστές στην πατρίδα του (Οστρόφσκι, Έρενμπουργκ, Γεφτουσένκο) και στο εξωτερικό (Ελιάρ, Αραγκόν, Νερούντα, Ρίτσος, Πατρίκιος).

Μετά το θάνατο του Στάλιν κυκλοφόρησαν φήμες ότι ο Μαγιακόφσκι δεν αυτοκτόνησε, αλλά δολοφονήθηκε κατ' εντολή του. Τη δεκαετία του '90, όταν άνοιξαν τα αρχεία της KGB, δεν βρέθηκε κάτι σχετικό κι έτσι οι φήμες παρέμειναν αναπόδεικτες.
Βιβλιογραφία

    «Μαγιακόφσκι: Τα εύκολα και τα δύσκολα» («Ελληνικά Γράμματα»), ποιήματά του μεταφρασμένα εξαιρετικά από τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο.
    Β.Ι. Λένιν («Σύγχρονη Εποχή»)
    Ερωτική Αλληλογραφία με τη Λίλι Μπρικ («Άγκυρα»)
    Θεατρικά («Γκοβόστης»)
    «Ποιήματα» σε μετάφραση Γιάννη Ρίτσου («Κέδρος»)
    «Πώς ανακάλυψα την Αμερική» («Σύγχρονη Εποχή»)
    «Σύννεφο με παντελόνια» («Τραμάκια»)
    «Φλέγομαι», μυθιστορηματική βιογραφία του Μαγιακόφσκι από τον Τούρμπγιερν Σέβε. («Scripta»)

Ο Άνθρωπος (1917 – απόσπασμα)

Πώς να μη δοξάζω τον εαυτό μου
μιά και ολάκερος
είμαι ένα απίστευτο θαύμα
μια και κάθε μου κίνηση
είναι ένα πελώριο
ανεξήγητο θαύμα;

Ανοίχτε το κιβώτιο του κρανίου μου
θα δείτε να σπιθοβολά εκεί μέσα
το πιο πολύτιμο πνεύμα.
Υπάρχει κάτι
Που νάναι ακατόρθωτο για μένα;

Απεραντοσύνη
δέξου και πάλι
μες στον κόρφο σου
τον πλάνητα!
Όμως τώρα σε ποιόν ουρανό
σε ποιό άστρο να οδεύσω;
Κάτω μου
ο κόσμος
κ' οι χιλιάδες εκκλησίες του
έχουν αρχίσει
την νεκρώσιμο ακολουθία.

(Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος)

Σύγνεφο με Παντελόνια (1915 – απόσπασμα)

Αλό, Αλό!
Ποιος εκεί;
Α εσύ μητέρα,
Μητέρα,
Ο γιός σας είναι εξαίσια άρρωστος.
Μητέρα!
Πάσχει από πυρκαϊά καρδιάς
Πέστε στις στις αδελφές,τη Λιούντα και την Ολια,
δεν έχει πιά που ν' απαγγιάσει
Κάθε λέξη,
Ακόμα κ' ένα αστείο
Που φτύνει απ' το καψαλισμένο στόμα του,
Πετάγεται όξω σαν πόρνη γδυτή
Απόνα μπορντέλο πούπιασε φωτιά

Εμείς
Οι κατάδικοι της πολιτείας των λεπρών
Όπου η βρώμα κι ο χρυσός γαγγραίναν τη λέπρα.

Εμείς
Είμαστε πιο καθάριοι κι απ' το κρούσταλλο της Βενετιάς
που το ξεπλύνανε μαζί κ' οι θάλασσες κι ο ήλιος.
Στα παλιά μας παπούτσια κι αν δεν βρίσκονται
στους Ομήρους και στους Οβίδιους
ανθρώποι σαν και μας
βλογικομμένοι απ' την καπνιά

Εκεί που τ' ανθρώπινο βλέμμα τσακίζεται ανήμπορο
βλέπω να καταφθάνει
των πεινασμένων στρατηλάτης,
φορώντας το ακάνθινο στεφάνι της επανάστασης
το 1916

(Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος)


Ο Πόλεμος και η Ειρήνη (1916 – απόσπασμα)

Όπως οι ιερείς
προχωρούν με τα' άγιο δισκοπότηρο
για να θυμίσουνε το εξιλαστήριο δράμα
Έτσι κ' κάθε χώρα
προχωρεί με τα δώρα της προς τον άνθρωπο

«Λάβε»

«Από την ασύνορην Αμερική σου φέρνω την ισχύ,
τη δύναμη των μηχανών!»

«Εγώ η Ιταλία δίνω τις χλιαρές νύχτες της Νάπολης.
Αυτός που ασφυκτιά ας αεριστεί
με τα φαρδιά των φοινικόδεντρων ριπίδια»

«Η Γαλλία
Πρώτη γυναίκα μες στον κόσμο
Κομίζει την πορφύρα των χειλιών της»

«Η Ελλάδα, τους εφήβους της
των κορμιών τους την άψογη γυμνότητα»

«Ποιανού οι πανίσχυρες φωνές
πλέκονται πιο καλά μες στο τραγούδι;
Η Ρωσία
ανοίγει την καρδιά της
σ' έναν ύμνο φωτιάς!»

«Η Ινδία
ως τα κατάβαθά της
διαποτισμένη με χρυσάφι,
σας φέρνει τα δώρα της!»
«Δόξα στον άνθρωπο,
δόξα και ζωή στον άνθρωπο, στους αιώνες των αιώνων!
Σε κάθε ζωντανόν
Επί της γης
δόξα,
δόξα,
δόξα!»

(Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος)

Μ' Όλη μου τη Φωνή (1930 – απόσπασμα)

Αξιοσέβαστοι απόγονοι σύντροφοι!
Καθώς θα σκάβετε την απολιθωμένη σημερινή κοπριά,
των ημερών μας μελετώντας τα σκότη,
μπορεί και να ρωτήσετε για με καμιά φορά.

Μονάχος μου θα πω και για την εποχή μου και για τον εαυτό μου - άστα συ.
Ενας βοθροκαθαριστής και νερουλάς μαζί 'ναι η αφεντιά μου,
που εκλήθηκα κ' επιστρατεύτηκα απ' την επανάσταση.

Οσο μακραίνει των χρόνων η ουρά,
τόσο μοιάζω με τ' απολιθωμένα εκείνα τέρατα.
Αντε, λοιπόν, σύντροφοι, να τη διαβούμε πιο γοργά
όση ζωή μας μένει με πεντάχρονα.
Τα γραφτά μου κέρδος δεν μούφεραν ούτε ένα ρούβλι για μισό,
ούτε, βεβαίως, από μαόνι έπιπλα λεία.
Κ' εξόν από φρεσκοπλυμένο ένα πουκάμισο,
λόγω τιμής δεν έχω τίποτ' άλλο χρεία
Όταν θα παρουσιαστώ
Στου φωτεινού σας μέλλοντος την Κ.Ε
Θάρθω, πάνω απ' τη συμμορία της ποίησης
των πλεονεχτών και σαλταδόρων,
σείων σα μπολσεβίκικη ταυτότητα Κομματική,
τους εκατό τόμους μαζί όλων μου των κομματικών βιβλίων

(Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος)

Ο Γιάννης Ρίτσος για τον Βλαδιµίρ Μαγιακόβσκι (αποσπάσματα)

Για τη σχέση του Μαγιακόβσκι με τον φουτουρισμό

(…)
Το θάμβος αυτό, που’ ναι σαν ένας μεγενθυντικός φακός, είτε μικροσκοπίου είτε τηλεσκοπίου, και στρέφεται προς τον μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο, πηγάζει απ’ την ίδια την ιδιοσυστασία του Μαγιακόβσκι, ενισχυμένη απ’ την εξαρμένη, επαναστατική εποχή του, απ’ την ενθουσιαστική, πανανθρώπινη ιδεολογία του, απ’ τα επιστημονικά και τεχνικά επιτεύγματα του καιρού του, που ύψωναν ως την υπερβολή την πίστη του ανθρώπου στο μέλλον του. Δεν πρέπει να ξεχνάμε και τη σχολή του φουτουρισμού, που σ’ αυτήν ο Μαγιακόβσκι βρήκε την πιο δική του, προσωπική έκφραση, τόσο που άφοβα μπορούμε να πούμε πως δεν εφαρμόστηκε ο Μαγιακόβσκι στον φουτουρισμό, αλλά ο φουτουρισμός στον Μαγιακόβσκι, πως απ’ τον Μαγιακόβσκι δικαιώθηκε κι απ’ αυτόν πήρε τη σημασία του. Ο φουτουρισμός, για τον Μαγιακόβσκι, δεν ήταν απλώς ένας τρόπος εκσυγχρονισμού της καθυστερημένης αισθητικής που λειτουργούσε μόνο με νύξεις παρελθοντικές, κι ανταποκρινόταν με προθυμία κι ευκολία σε μνήμες βυθισμένες στην αρχαία μυθολογία, ιστορία, φιλολογία, και αντιστεκόταν ή αδρανούσε στους όποιους ερεθισμούς των παρόντων γεγονότων, πραγμάτων, τοπίων, λέξεων.
(…)
Ωστόσο δεν ήταν όπως είπαμε μόνον αυτό. Δεν ήταν η έφοδος των υψικαμίνων, των πολυκατοικιών, των μετάλλων, στη θέση των αγροτικών καπνοδόχων, των καλυβιών και των ρόδων. Οι γέφυρες κι οι σκάλες είχαν πάντα τη θέση τους, σαν λέξεις και σαν σχήματα, σην οπτική και συμβολική τους υπόσταση, μέσα στην ποίηση, όσο μικρόσωμες κι αν ήταν άλλοτε. Κάθε γραφικότητα ή ηθογραφικότητα απορρίπτεται νωρίς απ’ την ποίηση, όσο κι αν με τις συχνές κρούσεις αφήνουν κατάλοιπα που αφομοιώνονται πια διαφορετικά, τόσο που να γίνονται αργότερα άλλα, δηλαδή στοιχεία αισθητικής υποδοχής. Ο Μαγιακόβσκι, μες απ’ αυτόν τον διάκοσμο, είδε άλλα και διά αυτού πραγματοποίησε άλλα, όσο κι αν κι αυτός καθαυτός ο τεχνικός διάκοσμος έπαιξε τον ρόλο στην ποίησή του. Είδε έναν τρόπο βελτίωσης των ανθρώπινων σχέσεων κι έκρινε τη σημασία της τεχνικής προόδου απ’ τον βαθμό βοήθειας που προσφέρει στην απελευθέρωση των δυνάμεων του ανθρώπου απ’ τον πιο σκληρό εξαναγκασμό και στην ανάπτυξη του πνευματικού πολιτισμού. O εγκωμιαστικός τόνος άλλων φουτουριστών προς τη μεγαλειώδη θέα των χαλύβδινων, πολύπλοκων παραλληλογράμων και ρυθμικά τεθλασμένων βιομηχανικών τοπίων και η θριαμβευτική τους έπαρση, φαίνεται σήμερα σαν επαρχιακή αφέλεια κι αβασάνιστη ευπιστία. Στον Μαγιακόβσκι όμως πολύ σπάνια, κι όχι σ’ αυτόν τον βαθμό. Κι αυτό γιατί κάτω από τα γιγαντιαία, πανύψηλα ορθογώνια των μηχανών, διαφαίνεται η συστροφή της άγνοιάς του για το παρόν κι η ανάγκη χρησιμοποίησης αυτών των μέσων – καθόλου διακοσμητικών- για ένα καλύτερο μέλον του ανθρώπου, για μια δικαιότερη ρύθμιση των σχέσεων παραγωγής και εργασίας, άρα ολόκληρου του κοινωνικού βίου για την απαλλαγή του ατόμου, στο βαθμό του δυνατού,απ’ το συναίσθημα της μόνωσης κι απ’ την τυρρανία του ομολόγου της εγωισμού, τόσο πιο ανήμπορου όσο πιο μεγάλου. Αυτή η μέριμνα του Μαγιακόβσκι για τον άνθρωπο, είναι που εξανθρωπίζει τα βροντερά τοπία της ποίησής του. Κι εκείνος ο εμφατικός διασκελισμός του δεν είναι τόσο ένα άλμα απ’ το “ύπαιθρο” στο “άστυ”, όσο απ’ το ειδύλλιο στο δράμα – και σ’ εκείνο που με την ίδια έμφαση λέγεται σήμερα: απ’ την προϊστορία, στην ιστορία του ανθρώπου.

Ο “επίλογος” του Ρίτσου

«Χωρίς αμφιβολία οι κοντόθωροι κριτικοί, οι έστω και καλοπροαίρετοι που δε διδάχτηκαν διόλου απ’ τις ζημίες που επέφερε στην τέχνη ο δογματισμός, η τυποποιημένη θετικολατρεία, ο εμφατικός ψευτοηρωισμός, θα κατηγορήσουν και τη σύγχρονη ποίηση, όπως άλλοτε τον Μαγιακόβσκι, για σκοτεινή, δυσνόητη, μη λαϊκή, παρακμιακή κτλ. Όμως κι αυτή με τη σειρά της θα μείνει σαν η πιο ευγενική και η πιο διαυγής εικόνα της αγωνίας και του αγώνα του ανθρώπου, για μεγαλύτερη ανθρωπιά και ουσιαστικότερη ελευθερία. Ας διδαχτούμε όλοι, και προ πάντων οι παλιοί αρνητές του, που σήμερα υποκλίνονται μπροστά του, απ’ το έργο, τη ζωή και το θάνατο του Μαγιακόβσκι, για να μην επαναληφθούν τα σφάλματα, που έγιναν απέναντι της πρωτοπόρας τέχνης του, και για τη σύγχρονη τέχνη, κι ας μην τον χρησιμοποιήσουμε ούτε αυτόν ακόμη σαν ένα τελειωμένο αισθητικό δόγμα που θα εμποδίσει τις αναζητήσεις των νέων μορφών, που αντιστοιχούν στον προβληματισμό της εποχής μας και που μόνον αυτός ο προβληματισμός μπορεί απ’ τα μέσα να υπαγορεύσει και να θεσπίσει.
Απ’ αυτό το πρίσμα οφείλουμε να κοιτάξουμε τον Μαγιακόβσκι, αν θέλουμε να ‘μαστε δίκαιοι απέναντί του και απέναντί μας, απέναντι της ιστορίας και της τέχνης. Έτσι θα επιτύχουμε ίσως να ανακαλύψουμε και τη σημασία του έργου του για την εποχή του και την εποχή μας και να τον τοποθετήσουμε με κάποια ακρίβεια πέρα απ’ την υπερβολή του θαυμασμού, που υποκαθιστά την αξία της τέχνης με τις ιδέες που περικλείει το έργο, ταυτίζοντας ανεξέλεγκτα το ιδεολογικό περιεχόμενο με την αισθητική του σημασία –που σ’ αυτή την περίπτωση είναι μια καθαρή συναισθηματική αντίδραση μπροστά στα περιληπτικά συνθήματα, που αυτά καθαυτά, όσο σημαντικά και δίκαια, καμμιά σχέση δεν έχουν ακόμη με την τέχνη, αν δεν πραγματωθούν έντεχνα, σε αναλογία με την προσωπική συγκίνηση του καλλιτέχνη. Ο Μαγιακόβσκι ανακάλυψε πραγματικά αυτή την αναλογία για την εποχή του και τη δικαίωσε με το έργο του, διδάσκοντας τους νεότερους ποιητές να αναζητήσουν τη δική τους αναλογία με την εποχή τους, διδάκοντας και τους κριτικούς να κρίνουν την ποίηση πάνω σ’ αυτή τη βάση, την κάθε φορά νέα και αιώνια.
Η εξαίσια, ασύγκριτη, μοναδική φωνή του Μαγιακόβσκι, φτασμένη όπως όλα σ’ αυτόν, σε μιαν ανεπανάληπτη ακρότητα, δεν προσαρμόζεται πια στα χείλη των σημερινών ποιητών. Ακόμη, φαίνεται σαν κάτι αδιανόητο στις μέρες μας η ποιητική του μέθοδος, εκείνες οι ρεζέρβες του, που προσθέτονταν στο ποίημα χωρίς να βγαίνουν μέσα απ’ το ποίημα, μες απ’ την αποκλειστικά δική του αναγκαιότητα. Κι όμως στον Μαγιακόβσκι, αυτές οι πολύτιμες ρεζέρβες δεν προσθέτονταν απλώς, αλλά αφομοιώνονταν απ’ το ποίημα, το φώτιζαν με έντονους προβολείς, συντελούσαν στην ανάπτυξή του (όπως και οι ρίμες του) επιβάλλοντας, στην τάση της σύνδεσής τους, απρόοπτους συνειρμούς που προωθούσαν και πλούτιζαν το ποίημα, το ανακάλυπταν σχεδόν, και το δημιουργούσαν μέσα στην κίνηση του δικού του μηχανισμού. Ας θυμηθούμε από πού ξεκίνησε και πως γράφτηκε το “Σύγνεφο με παντελόνια”. Κ’ η μεθοδος αυτή, φτασμένη στην πλήρη της ακρότητα και τελειότητα, μένει ανεπανάληπτη και ανεφάρμοστη στην τέχνη του καιρού μας. Όμως, απ’ άλλο δρόμο, μες απ’ το δράμα του, μες απ’ τον αγώνα του, μες απ’ την ανθρώπινη διάθεσή του να μεταμορφώσει με την τέχνη του τα πάντα σε φως,θα συναντιέται πάντα μ’ όλους τους αιώνες.
Φωνάζω…
μα δεν είναι
παρά μονάχα ο θόρυβος των κλειδιών!
Ο μορφασμός του δεσμοφύλακα.

Και στο ποίημά του “Η γέννηση του Μαγιακόβσκι”:
Υπάρχει ακόμη σ’ εμένα
μια γλώσσα θεσπέσια
κατακόκκινη.
Μπορεί πολύ ψηλά, πολύ ψηλά
να υψώσει την κραυγή…
Τέλος
για να μπορώ
να μεταμορφώνω σε θέρος
τους χειμώνες,
και το νερό σε κρασί
κάτω απ’ το τρίχωμα του γιλέκου μου
πάλλει
μια εξαίσια μικρή σφαίρα.
Κι αυτή ακριβώς η μικρή σφαίρα, στην τόσο ταπεινή της έκφραση, στην τόσο μεγάλη ανθρώπινη επιθυμία της, βαρειά από αίσθημα, πανάλαφρη από ποίηση, θ’ ανεβαίνει αρράγιστη στο στερέωμα της ανθρωπότητας, σαν το πρώτο διαπλανητικό ταξίδι της σοσιαλιστικής ποίησης…».

Ψάξ’ το παραπάνω:

- Γιάννη Ρίτσου, Μελετήματα, εκδ. Κέδρος

Επιμέλεια: Μάρκος Ηλιάδης
Η Lilya Brik για τον Mayakovsky και συγκεκριμένα για την αυτοκτονία του
Πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί για την αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι, τα οποία εξαντλούν την κακόβουλη συνομωσιολογία και πολλές φορές καταλήγουν σε ανυπόστατες εικασίες και θεωρίες. Παραθέτω απόσπασμα από το βιβλίο ” Λίλι Μπρίκ με τον Μαγιακόφσκι” εκδ. Θεμέλιο. Κρίνω πως η για χρόνια σύντροφος και απ’τους πιο στενούς φίλους του Μαγιακόφσκι, Λίλι Μπρικ, μπορεί καλύτερα απ’ τον οποιοδήποτε να βοηθήσει στην διερεύνιση των αιτιών της αυτοκτονίας του.
Ο Μαγιακόφσκι αγαπόυσε με πάθος τη ζωή σε όλες τις πλευρές της. Αγαπούσε την επανάσταση, την τέχνη, τη δουλιά, εμένα, τις γυναίκες, το πάθος του παιχνιδιού, τον αέρα που ανέπνεε. Η θαυμαστή του ενεργητικότητα ξεπερνούσε όλα τα εμπόδια… Ήξερε όμως πως δεν θα μπορούσε να νικήσει τα γηρατιά, και με νοσηρό τρόμο τα περίμενε από νέος.
Ο βολόντια μιλούσε συχνά για αυτοκτονία. Ήταν μια έμμονη ιδέα. Μια φορά το 1916, με ξύπνησε πολύ νωρίς το πρωί το τηλέφωνο. Με υπόκωφη και σιγανή φωνή ο Βολόντια είπε “Αυτοκτονώ. Αντίο Λίλικ”. “Περίμενε!” φώναξα και αφού πέταξα κάτι πάνω από το νυχτικό μου όρμησα στις σκάλες. Ικέτεψα τον αμαξά να κάνει γρήγορα, τον παρακινούσα χτυπώντας τον με τις γροθιές μου στην πλάτη. Ο Μαγιακοφσκι άνοιξε. Πάνω στο τραπέζι ήταν ένα πιστόλι. “Τράβηξα τη σκανδάλη μία φορά” είπε, “δεν τα κατάφερα. Δεν αποφάσισα να ξαναδοκιμάσω. Σε περίμενα”.Ήμουν κατατρομαγμένη. Δεν μπορούσα να συνέλθω. Πήγαμε στο σπίτι μου, στην οδό Ζουκόφσκι, όπου με ανάγκασε να παίξω μαζί του χαρτιά. Χτυπηθήκαμε με λύσσα. Εγώ έχανα προς μεγάλη του χαρά. Με ζάλισε το ταπεραμέντο του, μου αφαιρούσε κάθε δύναμη με την ασταμάτητη απαγγελία του:

Και κάποιος αόρατος στα σκοτάδια των δέντρων
έκανε να τρίξουν τα πεσμένα φύλλα.
Και φώναξε: πως σ’ έχει κάνει ο αγαπημένος,
για δες ο αγαπημένος σου πως σ’ έκανε.
Έτσι συνέχεια, με την Αχμάτοβα και με άλλους ποιητές, χωρίς τέλος…

Ο Ρομάν Γιάκομπσον, όταν ήρθε στη Μόσχα το 1956, μου θύμισε μια συζήτηση μας του 1920. Περπατούσαμε στην Οχότνι Ριάντ, κι εκείνος μου είχε πει: ” Δεν μπορώ να φανταστώ τον Βολόντια γέρο, με ρυτίδες”. “Δεν θα γίνει ποτέ γέρος”, απάντησα. “Θα αυτοκτονήσει πριν. Έχει ήδη δοκιμάσει. Απέτυχε, ευτυχώς. Δεν θα καταλήγει όμως πάντα έτσι αυτή η ιστορία!”.
Πολλά χρόνια αργότερα, σ’ ένα βιβλίο του πολωνού ποιητή Στανισλάβ Λεκ, διάβασα μερικά λόγια που με συγκλόνισαν : ” Το πνεύμα της διατήρησης οδηγεί μερικές φορές στην αυτοκτονία”.
Δεν ισχύανε μήπως αυτά τα λόγια για τον Μαγιακόφσκι; Ότνα φοβάται κανείς το θάνατο, δεν είναι, μήπως, η αυτοκτονία ο μοναδικός τρόπος για να μείνει πάντα νέος; Για να ξεφύγει από την “απαίσια κοινή λογική”, που τόσο πολύ τρομοκρατούσε τον Βολόντια;

Ελπίζω, πιστεύω πως δεν θα έρθει ποτέ
                                                   για μένα η απαίσια κοινή λογική.
Προτού τραβήξει τη σκανδάλη ο Μαγιακόφσκι είχε αδιάσει το όπλο και είχε αφήσει μόνο μία σφαίρα. Γνωρίζοντας τον, είμαι σίγουρη πως είχε εγκαταλείψει τον εαυτό του στα χέρια της τύχης: αν αποτύχει σημαίνει πως πρέπει να συνεχίσει να ζει.
Η ιδέα της αυτοκτονίας ήταν μόνιμη στον Μαγιακόφσκι.

Πόσες φορές δεν είχε επαναλάβει : ” Θα αυτοκτονήσω, να τελειώνω. Στα τριανταπέντε φτάνουν τα γηρατιά! Θα ζήσω ως τα τριάντα, όχι περισσότερο”. Πόσες φορές βασανίστηκα για να τον πείσω πως τα γηρατιά δεν έπρεπε να του προξενούν φόβο, πως αυτός δεν ήταν μια μπαλαρίνα. Ο Τολστόι και ο Γκαίτε δεν ήταν ούτε “νέοι” ούτε “γέροι”, ήταν ο Λέων Τολστόι και ο Βόλφγκανγκ Γκαίτε. Κι αυτός, ο Βολόντια, θα ήταν πάντα ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Όσο για μένα, θα σταματούσα μήπως να τον αγαπώ μόνο και μόνο επειδή θα είχε κάποιες ρυτίδες; Οι σακούλες κάτω από τα μάτια, οι ρυτίδες στα μάγουλα θα μου προξενούσαν μόνο τρυφερότητα.
Εκείνος όμως, πεισματάρικα, επέμενε ότι δεν ήθελε να γνωρίσει τα δικά του και τα δικά μου γηρατιά. Δεν έδινε καμιά σημασία όταν τον βεβαίωνα ότι η “κοινή λογικά”, παρ’ όλο που είναι απαίσια, δεν είναι αναπόφευκτο χαρακτηριστικό των γηρατιών. Ο Τολστόι, για παράδειγμα, δεν κάμφθηκε. Έφυγε από το σπίτι του, λίγο προτού πεθάνει, απερίσκεπτος σαν παιδάκι.
Όταν έγινα τριάντα χρονών και ο Βολόντια τα πλησίαζε, αρχίσαμε πάλι να συζητάμε το ίδιο θέμα. Ήμασταν καθισμένη σ’ ένα πέτσινο καναπέ στην τραπεζαρία της παρόδου Γκέντριχοφ. ” Τι θα έπρεπε να κάνω εγώ- τον ρώτησα- που πέρασα τα τριάντα χρόνια;”. Ο Βολόντια απάντησε : ” Εσύ δεν είσαι μια γυναίκα. Είσαι μια εξαίρεση”. ” Μήπως εσύ- επέμενα- δεν είσαι μια εξαίρεση;”. Δεν απάντησε.
Η ιδέα της αυτοκτονίας ήταν για τον Μαγιακόφσκι μια χρόνια αρρώστια και, όπως κάθε αρρώστια τέτοιου τύπου, οξυνόταν όταν οι συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές.
Βέβαια, εκείνες οι συζητήσεις κι εκείνες οι σκέψεις δεν μου προξενούσαν πάντοτε φόβο. Ειδάλλως, θα ήταν αδύνατο να ζήσω. Μερικές φορές, όμως, ήταν δύσκολο. Αν κάποιος αργούσε να εμφανιστεί για να παίξει χαρτιά, ο Βολόντια αποφάσιζε αμέσως ότι ήταν άχρηστος για όλο τον κόσμο. Αν μια κοπέλα δεν τηλεφωνούσε στη συμφωνημένη ώρα, εκείνος έλεγε πως κανένας δεν τον αγαπούσε και επομένως δεν είχε νόημα να συνεχίσει να ζει. Σ’ αυτές τις υστερίες αντιδρούσα προσπαθώντας να τον ηρεμήσω ή βρίζοντας τον ή παρακαλώντας τον να μη με βασανίζει και να μη με τρομοκρατεί. Μερικές φορές όμως, όταν μου φαινόταν πως η καταστροφή βρισκόταν πολύ κοντά, τρόμαζα πραγματικά. Μια μέρα, θυαμάμαι, γύρισε από τον Κρατικό Εκδοτικό Οίκο, όπου είχε αναγκαστεί να περιμένει για πολύ κάποιον, ύστερα να κάτσει στην ουρά του ταμείου και κατόπιν να αποδείξει πράγματα που ήταν ξεκάθαρα. Ρίχτηκε στο ντιβάνι, έτσι όπως ήταν ψηλός, μπρούμυτα και ούρλιαξε: “Δεν αντέχω άλλο-ο-ο…”. Ξέσπασα σε κλάμματα από την λύπη και το φόβο μου, ενώ εκείνος, ξεχνώντας αμέσως τον εαυτό του, άρχισε να με καθησυχάζει.
Έχω καταγράψει στο ημέρολόγιο μου, με ημερομηνία ” 11 Οκτωβρίου 1929, βράδι ” ένα επεισόδιο. Ήμασταν, λίγοι φίλοι, καθισμένοι ήσυχα στην τραπεζαρία της οδού Γκέντριχοφ. Ο Βολόντια περίμενε στο αυτοκίνητο. Έπρεπε να πάει στο Λένινγκραντ για δουλιά. Η βαλίτσα του ήταν ήδη στο πάτωμα.
Ενώ περιμέναμε, έφεραν ένα γράμμα από την Έλσα. Αφού ξέσκισα τον φάκελο, άρχισα, όπως συνήθως, να το διαβάζω μεγαλόφωνα. Μαζί με διάφορα άλλα νέα, η αδερφή μου μας έγραφε, σε κάποιο σημείο, πως η Τατιάνα Γιακόβλεβα, η γυναίκα που ο Βολόντια είχε γνωρίσει στο Παρίσι και με την οποία- από τη δύναμη της αδράνειας- ήταν ακόμα ερωτευμένος, θα παντρευόταν. Θα έπαιρνε, θαρρώ, κάποιον υποκόμη, στην εκκλησία, με άσπρο νυφικό και λουλούδια στο χέρι. Η Έλσα ανησυχούσε για το σκάνδαλο που μπορούσε να προκαλέσει ο Μαγιακόφσκι, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί ο γάμος. Καταλήγοντας, η αδερφή μου με παρακαλούσε να μην πω τίποτα στον Βολόντια. Το νέο όμως, χωρίς να το θέλω, είχε ήδη φτάσει στον Μαγιακόφσκι, που σηκώθηκε αμέσως όρθιος : ” Λοιπόν, εγώ φεύγω “.
” Που πας Βολόντια; Είναι ακόμα νωρίς”. Εκείνος όμως, άρπαξε τη βαλίτσα, με φίλησε και έφυγε.

Λίγο αργότερα είχαμε νέα του από τον οδηγό του τον Β. Γκαμάζιν, που τον συνάντησε στην οδό Βοροντσόφσκαγια. Πέταξε με πάταγο τη βαλίτσα στο αυτοκίνητο και άρχισε να προσβάλλει τον οδηγό, έτσι όπως δεν είχε κάνει ποτέ του, ούτε μια φορά. Αφού έμεινε σιωπηλός σε όλη τη διαδρομή, στο σταθμό του είπε: ” Με συγχωρείτε, μην με παρεξηγήσετε, σύντροφε Γκαμάζιν, σας παρακαλώ. Είναι η καρδιά…”
Εκείνη τη φορά τρόμαξα πραγματικά. Το επόμενο πρωί τηλεφώνησα στο Λένινγκραντ, στο ξενοδοχείο “Ευρώπη”. Είπα στον Βολόντια πως δεν μπορούσα να ησυχάσω και πως ανησυχούσα γι’ αυτόν. Μου απάντησε με τα λόγια ενός παλιού παραμυθιού : ” Αυτό το άλογο τελείωσε. Το αλλάζω.” και πρόσθεσε πως ανησυχούσα άδικα. ” Ίσως είναι καλύτερα να έρθω να σε βρω. Θέλεις;”. Ευχαριστήθηκε.
Έφυγα το ίδιο βράδυ. Ο Βολόντια χάρηκε που με είδε. Δεν μ’ άφησε ούτε ένα λεπτό. Συμμετείχα στις διαλέξεις του σε μεγάλες αίθουσες, ανάμεσα σε φοιτητές, σε δωμάτια γεμάτα κόσμο. Έδινε δύο και τρεις διαλέξεις την ημέρα. Στις ομιλίες του αναφερόταν συχνά σε ένα βαρώνο , σ ‘ έναν υποκόμη :   “Εμείς δουλεύουμε, δεν είμαστε γάλλοι υποκόμητες”,είτε : ” Αυτός που σας μιλάει δεν είναι γάλλος Βαρώνος” ή ακόμα :” Αν ήμουν κόμης”…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου