Βιβλία και άρθρα των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν επιλεγμένα από τον Παν. Βήχο
Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011
Ν. Μπουχάριν: Η γενική θεωρία της αγοράς και οι κρίσεις*
Η γενική θεωρία της αγοράς και οι κρίσεις*
του Ν. Μπουχάριν
μετάφραση Μπ. Αντωνίου
Το κείμενο αυτό αποτελεί το 3ο Κεφάλαιο (από τα 5) της πολεμικής μπροσούρας του Μπουχάριν «Ο ιμπεριαλισμός και η συσσώρευση του κεφαλαίου» («Der Imperialismus and der Akkumulation des Kapitals»), που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στα γερμανικά το 1925. Το 4ο κεφάλαιο της μπροσούρας, που αναφέρεται στη θεωρία του ιμπεριαλισμού, είχε δημοσιευθεί στο τεύχος 3 των Θέσεων.
Πριν να προχωρήσουμε στην ανάλυση των αντιφάσεων του καπιταλισμού, πρέπει έστω και για λίγο να υπεισέλθουμε στο συμπέρασμα της ανάλυσης μας, αναφορικά με την τοποθέτηση της σ. Ρ. Λούξεμπουργκ. Εξετάσαμε τη διαδικασία της διευρυμένης αναπαραγωγής και τη διαδικασία της πραγματοποίησης της υπεραξίας σαν ένα από τα απολύτως απαραίτητα χαρακτηριστικά αυτής της αναπαραγωγής. Όλα αυτά καταλήγουν σε μια διατύπωση, την οποία δίνει ο Μαρξ, με κλασική διαύγεια, ως ακολούθως: «...Αυτά τα όρια της κατανάλωσης διευρύνονται με την ένταση της ίδιας της διαδικασίας αναπαραγωγής. Απ' τη μία πλευρά αυτή αυξάνει το "ξεκοκάλισμα" των εισοδημάτων από τους εργάτες και τους καπιταλιστές, απ' την άλλη δε ταυτίζεται με την ένταση της παραγωγικής κατανάλωσης»1.
Πρέπει κάποιος να ξεκαθαρίσει με σαφήνεια την όλη διαφορά των ερωτημάτων του Μαρξ και της σ. Ρ. Λούξεμπουργκ. Κατά τον Μαρξ η συσσώρευση είναι δυνατή, η πραγματοποίηση είναι δυνατή, η διευρυμένη αναπαραγωγή είναι δυνατή. Αυτές οι διαδικασίες δεν εξελίσσονται εντούτοις ομαλά, αλλά λαμβάνουν χώρα με αντιφάσεις, και μάλιστα τόσο εκείνες που γίνονται ολοφάνερες με τις μόνιμες ταλαντεύσεις του καπιταλιστικού συστήματος, όσο και άλλες, οι οποίες εκδηλώνονται με τις βίαιες δονήσεις του. Τελικά η διαδικασία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής αποτελεί από μόνη της μία διευρυμένη αναπαραγωγή των καπιταλιστικών αντιφάσεων. Πλήρης διάσταση με τη σ. Λούξεμπουργκ. Κατ' αυτήν, εφόσον πρόκειται για μια καθαρή καπιταλιστική κοινωνία, είναι εντελώς αδύνατη τόσο η πραγματοποίηση της υπεραξίας όσο και η συσσώρευση, και η διευρυμένη αναπαραγωγή, ως ένα βαθμό μάλιστα εκ των προτέρων, a priori. Αυτό, το οποίο κατά τον Μαρξ εμφανίζεται με τη μορφή «αλμάτων» και σπασμών του καπιταλιστικού συστήματος, με τη μορφή εκρήξεων της αντίφασης (κρίσεις υπερπαραγωγής), είναι για τη σ. Λούξεμπουργκ, σύμφωνα με τη φύση των πραγμάτων, ένα σταθερό φαινόμενο μιας οποιασδήποτε χρονικής στιγμής του βιομηχανικού κύκλου.
Αυτή η αντίληψη αντικρούστηκε ήδη παλαιότερα απ' τον Μαρξ. «Πρέπει εδώ», γράφει ο Μαρξ, «να γίνει κάποιος διαχωρισμός. Όταν ο Smith επεξηγεί την πτώση του ποσοστού κέρδους ως συνέπεια της περίσσειας κεφαλαίου, συσσώρευσης κεφαλαίου, στην περίπτωση αυτή πρόκειται για μια μόνιμη επενέργεια, και αυτό είναι λάθος. Αντιθέτως, πρόσκαιρη περίσσεια κεφαλαίου, υπερπαραγωγή, κρίση, είναι κάτι άλλο. Μόνιμες κρίσεις δεν υπάρχουν»2.
Θα πρέπει εδώ να αναφερθεί το ενδιαφέρον γεγονός, ότι δηλ. ο σ. Λένιν ήδη πολλά χρόνια πριν την έκδοση του έργου του Μαρξ «θεωρίες για την υπεραξία», υιοθέτησε μια απολύτως όμοια θέση. «Δεν είπα πουθενά», γράφει ο Λένιν, «ότι αυτή η αντίφαση [δηλ. η αντίφαση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, Ν. Μπ.] πρέπει συνεχώς3 [η υπογράμμιση του Λένιν, Ν. Μπ.] να παράγει ένα πλεονασματικό προϊόν». Σε μία υποσημείωση αναφορικά μ' αυτό διατυπώνει την άποψη του ως εξής: «Τονίζω συνεχώς ότι μια πρόσκαιρη4 παραγωγή πλεονασματικού προϊόντος (κρίσεις) είναι αναπόφευκτη στην καπιταλιστική κοινωνία λόγω της διαταραχής της αναλογικότητας ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της βιομηχανίας. Μια ορισμένη στάθμη όμως της κατανάλωσης αποτελεί ένα απ' τα στοιχεία της αναλογικότητας»5.
Κατ' αυτόν τον τρόπο είναι μεθοδολογικά απολύτως επιτρεπτό να εξετασθεί στο εξής το πρόβλημα αποκλείοντας τις κρίσεις, όπου όμως πρέπει κατόπιν να αναλυθούν οπωσδήποτε και αυτές.
Είδαμε λοιπόν ότι τα «όρια της κατανάλωσης» διευρύνονται μόνο μέσω της παραγωγής, η οποία αυξάνει 1. το εισόδημα των καπιταλιστών, 2. το εισόδημα της εργατικής τάξης (πρόσθετοι εργάτες), 3. το σταθερό κεφάλαιο της κοινωνίας (τα μέσα παραγωγής που λειτουργούν ως κεφάλαιο). Είχαμε ήδη την ευκαιρία να πεισθούμε ότι η σ. Λούξεμπουργκ απέρριψε αυτή τη λύση του προβλήματος ως αντιστοιχούσα στις θέσεις του Τουγκάν-Μπαρανόφσκι. Αυτό καθαυτό το επιχείρημα δεν είναι όμως τώρα καθόλου πειστικό. Η γνώμη μάλιστα του Μαρξ για τους αστούς οικονομολόγους ήταν ότι «ακόμη και μια τυφλή γουρούνα θα μπορούσε να βρεί ένα βαλανίδι». Επειδή όμως η άποψη της σ. Λούξεμπουργκ σε αυτό το σημείο διασπάται σε πολλά πράγματα, και επιπλέον δεν δόθηκε ακόμη μια διαυγής κριτική της Τουγκάν-Μπαρανόφσκικής θεωρίας της αγοράς, θεωρούμε σωστό να υπεισέλθουμε στη θεωρία αυτού του οικονομολόγου. Το να «αποστασιοποιηθούμε» απ' αυτόν το θεωρούμε αναγκαίο, όταν μάλιστα μ' αυτήν την αποστασιοποίηση εμφανίζονται τα λάθη της σ. Ρ. Λούξεμπουργκ πολύ πιο ξεκάθαρα στο φως της ημέρας. Προπάντων όμως η δική μας θέση θα κερδίσει σε σοβαρότητα και κύρος.
Ο Μαρξ ξεκαθάρισε το θέμα της αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου κυρίως κατά το ότι αυτός εξέτασε μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια, καταδίκασε και εξόντωσε το δόγμα που κυριαρχούσε απ' τον καιρό του Adam Smith περί διάσπασης της αξίας του προϊόντος σε εισόδημα και μόνο σε εισόδημα. Η ανάλυση του Μαρξ έδειξε ότι αυτό το «δόγμα» δε λαμβάνει υπόψη το σταθερό κεφαλαίο. Η επαναδημιουργία του σταθερού κεφαλαίου και η παραγωγή συμπληρωματικού σταθερού κεφαλαίου αποτελούν μαζί το βασικότερο τμήμα της διαδικασίας της διευρημένης αναπαραγωγής. Γι αυτό το σημείο τούτο βρίσκεται σε άμεση σχέση με τη θεωρία της αγοράς, επειδή δίπλα στην καταναλωτική αγορά εμφανίζεται σε αυξανόμενο βαθμό η αγορά των μέσων παραγωγής, η οποία δεν αντιστοιχεί στην προσωπική αλλά στην παραγωγική κατανάλωση. Ομοίως αυτή η περίπτωση έχει αποφασιστική σημασία και για τη θεωρία της συσσώρευσης του κεφαλαίου, επειδή η συσσώρευση του κεφαλαίου προϋποθέτει μιαν αύξηση του σταθερού κεφαλαίου και μάλιστα σε μιαν αυξανόμενη σχέση, σε σύγκριση με το μεταβλητό κεφάλαιο. Και τα λοιπά και ούτω καθεξής. Για το λόγο αυτό ο Μαρξ δικαίως επιστρέφει συνεχώς σ' αυτό το θέμα, το οποίο η σ. Ρ. Λούξεμπουργκ δε μπορεί τελικά να καταλάβει.
Ο κ. Τουγκάν-Μπαρανόφσκι λαμβάνει σαν αφετηρία αυτήν την απολύτως ορθή θέση και αρχίζει να «εμβαθύνει» σ' αυτήν:
«Απ' τη σχηματική εξέταση της καπιταλιστικής οικονομίας ως μια κοινωνική ενότητα, γράφει αυτός, συμπεραίνεται αναπόφευκτα ότι η έκταση της αγοράς στην καπιταλιστική οικονομία δεν καθορίζεται με κανένα τρόπο από την έκταση της κοινωνικής κατανάλωσης. Το κοινωνικό προϊόν συνίσταται όχι μόνο από καταναλωτικά αγαθά αλλά και από μέσα παραγωγής. Αν ο εργάτης αντικατασταθεί απ' τη μηχανή, τότε υποχωρεί η κοινωνική ζήτηση για καταναλωτικά αγαθά. Αντιθέτως όμως αυξάνεται η ζήτηση για μέσα παραγωγής. Ομοίως, κατά τη μετατροπή των εισοδημάτων του καπιταλιστή από ένα απόθεμα προσωπικής κατανάλωσης σε κεφάλαιο, υποχωρεί η ζήτηση σε καταναλωτικά αγαθά, ενώ αυξάνεται η ζήτηση σε μέσα παραγωγής. Γενικά, σε περίπτωση μιας αναλογικής κατανομής της κοινωνικής παραγωγής, δεν είναι δυνατόν καμιά, οποιασδήποτε μορφής υποχώρηση της καταναλωτικής ζήτησης, να έχει σαν αποτέλεσμα μια γενική προσφορά προϊόντων στην αγορά που θα υπερβαίνει αυτήν τη ζήτηση»6 [η υπογράμμιση του Τουγκάν-Μπαρανόφσκι, Ν. Μπ.].
Αυτό το σημείο από μόνο του εμπεριέχει καλυμμένα ήδη όλες τις λογικές αντιφάσεις της «θεωρίας» του Τουγκάν-Μπαρανόφσκι, όλη τους την «αυθεντικότητα» και «παραδοξολογία», αντιφάσεις των οποίων η φύση συνίσταται στον ισχυρισμό ότι μεταξύ της αγοράς των καταναλωτών και της κοινωνικής παραγωγής δεν είναι δεδομένη κανενός είδους αναγκαία σύνδεση.
Το παρατεθέν απόσπασμα προσπερνά εντούτοις μια ασήμαντη εκ πρώτης όψης «λεπτομέρεια», η οποία όμως είναι αποφασιστικής σημασίας για το θέμα. Ο κ. Τουγκάν-Μπαρανόφσκι παραθέτει την εξής σειρά ισχυρισμών: η μηχανή αντικαθιστά τον εργάτη, επομένως η κατανάλωση της μηχανής εμφανίζεται στη θέση της κατανάλωσης του ατόμου - και το θέμα κλείνει. Το ένα εξισορροπεί το άλλο, ο ισολογισμός παρατέθηκε και η χειραφέτηση της Τέταρτης Τάξης αντικαθίσταται με τη χειραφέτηση της παραγωγής μέσων παραγωγής, η οποία διαχωρίζεται μια για πάντα απ' την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών. Αν τώρα ίσως αυτό δε συνεισφέρει στην εξύψωση της υπόληψης των μη ευρισκομένων εν ζωή απολογητών της μπουρζουαζίας, πρέπει ανεξάρτητα απ' αυτό να διαπιστώσουμε ότι ο Τουγκάν-Μπαρανόφσκι εδώ επέτρεψε απλώς στον εαυτό του να κάνει μιαν απάτη, και αυτό επειδή απέφυγε το πλέον σημαντικό πρόβλημα. Όταν δηλ. μια μηχανή τίθεται σε λειτουργία, αυτό έχει σαν αποτέλεσμα και μια διεύρυνση της παραγωγής προϊόντων τα οποία παράγονται με τη βοήθεια αυτής της μηχανής. Τι συμβαίνει τώρα μ' αυτά τα προϊόντα; Σε ποια σχέση βρίσκονται η αξία της τεθείσης σε λειτουργία μηχανής με την αξία αυτών των προϊόντων; Με άλλα λόγια και απ' τη σκοπιά της αγοράς: Σε ποια σχέση βρίσκονται η αγορά μέσων παραγωγής με την αγορά των καταναλωτών; Στις δύο πρώτες ερωτήσεις ο Τουγκάν δε μας δίνει καμιά απάντηση. Αποσιωπά απλώς το θεμελιώδες θέμα, έτσι ώστε να μην είναι άξιον απορίας που φθάνει στο εξής «παράδοξο συμπέρασμα», για το οποίο, nota bene (αξιοσημείωτο, Σ.τ.Μ.), δεν είναι λιγότερο υπερήφανος απ' το νέγρο για το δαχτυλίδι στη μύτη του: η παραγωγή είναι ανεξάρτητη από την αγορά καταναλωτών, επειδή υφίσταται μια αγορά μέσων παραγωγής.
Ας επιχειρήσουμε, λοιπόν, να αναλύσουμε σε βάθος το ζήτημα. Η δομή της αγοράς μπορεί να αναλυθεί από δύο εντελώς διαφορετικές σκοπιές.
Πρώτον. Λαμβάνουμε το κοινωνικό κεφάλαιο στην εμπορευματική μορφή του, τον «εμπορευματικό πολτό» της σ. Ρ. Λούξεμπουργκ. Από υλικής άποψης αυτός ο εμπορευματικός πολτός επιμερίζεται σε δύο μεγάλους τομείς, απ' τη μια πλευρά σε μέσα παραγωγής και απ' την άλλη σε καταναλωτικά αγαθά. Έτσι λοιπόν εδώ έχουμε να κάνουμε με μια συνύπαρξη διαφορετικού είδους εμπορευμάτων και με τους κλάδους παραγωγής που αντιστοιχούν σε αυτά. Σε μια τέτοια παρατήρηση, η αναγκαία τεχνικοοικονομική σχέση μεταξύ των διαφόρων κλάδων παραγωγής φαίνεται να είναι κρυμμένη, καλυμμένη και αόρατη. Είναι ολοφάνερο γιατί συμβαίνει αυτό. Επειδή τα μέσα παραγωγής εδώ δεν είναι εκείνα τα μέσα παραγωγής με τη βοήθεια των οποίων παρήχθησαν τα (εδώ) συνυπάρχοντα καταναλωτικά αγαθά. Τα μέσα παραγωγής μας θα υπηρετήσουν την παραγωγή - καταναλωτικών αγαθών κατά την επόμενη περιστροφή του κεφαλαίου. Το ίδιο συμβαίνει και με τα καταναλωτικά αγαθά, επειδή τα μέσα παραγωγής που αντιστοιχούν σ' αυτά καταναλώθηκαν ήδη και λείπουν έτσι απ' την αγορά· η αξία τους (εξ ολοκλήρου ή μόνο μερικώς σε αυτή τη συσχέτιση δεν έχει σημασία) πέρασε στα καταναλωτικά αγαθά και αφομοιώθηκε σ' αυτά. Έτσι ο εμπορευματικός πολτός μας και η αγορά που εξετάζεται απ' αυτήν την πλευρά δεν είναι σε θέση να φωτίσουν το πρόβλημα της αναγκαίας σχέσης μεταξύ των διαφόρων κλάδων παραγωγής, παρά μόνο να το συσκοτίσουν.
Δεύτερον. Η δεύτερη οπτική συνάγεται ακριβώς απ' την εξέταση της αμοιβαίας σχέσης των διαφόρων κλάδων της παραγωγής. Απ' αυτήν τη σκοπιά έχουμε να κάνουμε με μια σχέση, κατά την οποία υφίσταται μια σειρά κλάδων που συνδέονται αμοιβαία μεταξύ τους καθώς (όλοι) έχουν ως προορισμό την παραγωγή. Κάθε κλάδος προσφέρει στον άλλον την πρώτη ύλη, μέχρις ότου να φθάσουμε μετά μια σειρά από στάδια στο έτοιμο προϊόν που είναι κατάλληλο για άμεση κατανάλωση.
Εδώ - σε πλήρη αρμονία με την πραγματικότητα - ο συνολικός μηχανισμός παραγωγής της κοινωνίας δεν είναι στη βάση του τίποτε άλλο από έναν μηχανισμό παραγωγής ανθρώπινων καταναλωτικών αγαθών. Οι κλάδοι που παράγουν μέσα παραγωγής, ακόμη κι αν αυτοί είναι τόσο μεγάλοι, εμφανίζονται σαν προστάδια της παραγωγής καταναλωτικών αγαθών. Η ανεπτυγμένη παραγωγή, συμπεριλαμβανομένης και της καπιταλιστικής, συγκαλύπτει αυτό το γεγονός, επειδή, όπως το διαπίστωσε ήδη με ακρίβεια και ο Μαρξ, η χρονική αλληλουχία των μεμονωμένων κλάδων (ως στάδια μιας ενιαίας διαδικασίας της παραγωγής καταναλωτικών αγαθών) αντικαθίσταται με τη διάρθρωση στο χώρο. Το προϊόν βρίσκεται συγχρόνως σε διάφορα στάδια της κατασκευής του. Δεν πρόκειται λοιπόν για μια ανάπτυξη που ξεκινάει κάθε φορά από την αρχή της, δεν πρόκειται για μια ab όνο (εξ αρχής, Σ.τ.Μ.) ανάπτυξη, κατά την έκφραση του Μαρξ. Η διαδικασία δε συντελείται εις τρόπον ώστε αρχικά π.χ. να αναλαμβάνονται μόνο ορυκτά, άνθρακας ή βαμβάκι και κατόπιν να κατασκευάζονται μόνο μηχανές, ύστερα μόνο νήμα και τέλος μόνο λινά υφάσματα. Όχι, όλοι αυτοί οι κλάδοι λειτουργούν ταυτόχρονα. Αυτή η συνθήκη όμως δεν είναι σε θέση να ακυρώσει με κανένα τρόπο την ύπαρξη μιας εντελώς καθορισμένης σχέσης εξάρτησης ανάμεσα τους, δηλ. μιας εξάρτησης των διαφόρων κλάδων, αυτών που παράγουν μέσα παραγωγής και εκείνων που παράγουν καταναλωτικά αγαθά.
Συμπέρασμα, λοιπόν, ότι στο ζήτημα της αγοράς είναι εντελώς ανεπίτρεπτο να απαντήσουμε με την άποψη που παρατέθηκε προηγουμένως, δηλ. να εξετάσουμε την αγορά ανεξάρτητα απ' τις σχέσεις των διαφόρων κλάδων μεταξύ τους. Ο κ. Τουγκάν-Μπαρανόφσκι, αντιθέτως, σε πείσμα όλων των «σχημάτων» του, στέκεται ακριβώς στο σημείο των ερωτήσεων της πρώτης κατηγορίας, θα προσπαθήσουμε να το καλύψουμε λεπτομερειακά, αν και ο κ. Τουγκάν-Μπαρανόφσκι κατάφερε ένα τέτοιο συνοθύλευμα, που για τη συστηματική ανασκευή του θα χρειαζόταν μια εμπεριστατωμένη διατριβή.
Ας παρατηρήσουμε το πρόβλημα από πιο κοντά. Στην αγορά φιγουράρουν κάθε φορά κάποιες ποσότητες μέσων παραγωγής και καταναλωτικών αγαθών. Όσον αφορά την αξία τους, το τμήμα των μέσων παραγωγής αυξάνεται σχετικά, ενώ το τμήμα των καταναλωτικών αγαθών μειώνεται σχετικά. Όσο γι’ αυτό δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Ομοίως δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για το ότι στην παραγωγή μέσων παραγωγής αντιστοιχεί ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα της συνολικής κοινωνικής εργασίας. Εφόσον ο κ. Τουγκάν-Μπαρανόφσκι ενστερνίζεται με ύφος σπουδαίου αυτές τις αλήθειες, τότε το μόνο που κάνει είναι να κλέβει από τον Μαρξ. Κάτι τέτοιο δε συμβαίνει όμως και με την «εμβάθυνση» του στη μαρξική σκέψη, η οποία αποτελεί βέβαια ακριβώς και την «αυθεντική» πλευρά των πεποιθήσεων του Τουγκάν-Μπαρανόφσκι.
Επομένως το τμήμα των μέσων παραγωγής εμφανίζει, απ' την πλευρά της αξίας, μια σχετική αύξηση. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι - εκφρασμένο σε προϊόντα - λαμβάνει χώρα και μια τρομακτική αύξηση των καταναλωτικών αγαθών. Όσο υψηλότερη είναι η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και η παραγωγικότητα της κοινωνικής εργασίας, τόσο μεγαλύτερη είναι και η μάζα των προϊόντων κατανάλωσης που διατίθενται στην αγορά. Συγχρόνως πέφτει η αξία της μονάδας του προϊόντος. Αν το εφαρμόσουμε αυτό στις θέσεις του Τουγκάν που αναφέραμε παραπάνω (στο παράδειγμα με τη μηχανή που τίθεται σε λειτουργία), τότε σε αυτή την περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με το ότι εξαφανίζεται ο εργάτης που καταναλώνει κρέας και αντικαταστάθηκε από τη μηχανή που καταναλώνει άνθρακα, αλλά και με το ότι (πράγμα που δεν είναι λιγότερο σπουδαίο, αλλά ίσως μάλιστα και πιο σημαντικό) διατίθενται στην αγορά μεγάλες ποσότητες από αυτά τα προϊόντα, τα οποία κατασκευάζονται με τη βοήθεια των νέων μηχανών. Εξάλλου αυτό μας οδηγεί έξω απ' τα πλαίσια των ερωτήσεων της πρώτης κατηγορίας. Αυτό ο Τουγκάν δεν το καταλαβαίνει. Γράφει:
«Εδώ εντούτοις δεν προκύπτει κανενός είδους πλεονασματικό προϊόν, επειδή σ' αυτήν την περίπτωση η ζήτηση μέσων παραγωγής αντικαθιστά πλήρως τη ζήτηση καταναλωτικών αγαθών. Αυτή η μηχανή όμως για να μπορέσει να λειτουργήσει χρειάζεται, όπως και ο εργάτης, κάποιες οικονομικές δαπάνες. Αν π.χ. στην παραγωγή ενός ορισμένου προϊόντος ο εργάτης παραμερίσθηκε από τη μηχανή, τότε η κοινωνική ζήτηση σε καταναλωτικά αγαθά για την εργατική τάξη υποχωρεί, ενώ αντιθέτως αυξάνεται η ζήτηση των ίδιων των μηχανών και όλων αυτών που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία τους (όπως καύσιμες ύλες, λιπαντικά έλαια κ.λπ.). Σαν συνολικό αποτέλεσμα, η αγορά των εμπορευμάτων δεν περιορίζεται με κανένα τρόπο. Αλλάζει μόνο το είδος των απαιτούμενων από την αγορά εμπορευμάτων. Κατ' αυτόν τον τρόπο καθίσταται δυνατή μια αύξηση τον κοινωνικού πλούτου (ο οποίος εκφράζεται με την ποσότητα των εμπορευμάτων που διατίθενται στην κοινωνία) με μια ταυτόχρονη μείωση του κοινωνικού εισοδήματος»7 (η υπογράμμιση του Τουγκάν-Μπαρανόφσκι, Ν. Μπ.).
Αναφέραμε ήδη ότι το αναπόφευκτο επακόλουθο της εισαγωγής της μηχανής στην παραγωγή «ενός ορισμένου προϊόντος» θα είναι η αύξηση της μάζας αυτού του «ορισμένου προϊόντος», για το οποίο όμως ο κ. Τουγκάν-Μπαρανόφσκι δε θέλει να ξέρει τίποτε. Τώρα όμως πρέπει να αναφέρουμε και μιαν ακόμη τάση. Ο κριτικός του Μαρξ παραδέχεται ότι η ζήτηση για καύσιμες ύλες, λιπαντικά κ.λπ. αυξάνεται. Ρωτάμε όμως τον κύριο Τουγκάν-Μπαρανόφσκι: Πού αποδίδεται λοιπόν αυτή η αύξηση της ποσότητας καύσιμης ύλης, λιπαντικών κ.λπ.; Φυσικά όλη αυτή η ευτυχία δεν έπεσε απ' τον ουρανό!... Αν όμως δε συνέβη όντως αυτό, τότε αυτή προϋποθέτει βεβαίως ολοφάνερα μια διεύρυνση της παραγωγής σε αυτόν τον κλάδο παραγωγής (στη συνέχεια και σε άλλους), δηλ. πρόσθετους εργάτες, που σημαίνει επιπλέον ζήτηση καταναλωτικών αγαθών, συμπεριλαμβανομένου ενός «ορισμένου προϊόντος», εφόσον πίσω απ' αυτό το «ορισμένο προϊόν» κρυβόταν κάτι που ανήκει στα καταναλωτικά αγαθά της εργατικής τάξης.
Τι έχουμε λοιπόν; Κάτι εντελώς διαφορετικό απ' ό,τι ο κ. Τουγκάν-Μπαρανόφσκι. Μια εμπεριστατωμένη ανάλυση έδειξε ότι 1. η αύξηση σε μέσα παραγωγής προκαλεί έναν πολλαπλασιασμό της μάζας των καταναλωτικών αγαθών, 2. αυτή η αύξηση παράγει συγχρόνως μια νέα ζήτηση αυτών των καταναλωτικών αγαθών και ότι συνεπώς 3, σε μια ορισμένη στάθμη της παραγωγής μέσων παραγωγής αντιστοιχεί μια εντελώς καθορισμένη στάθμη παραγωγής καταναλωτικών αγαθών, με άλλα λόγια, η αγορά μέσων παραγωγής είναι συνδεδεμένη με την αγορά καταναλωτικών αγαθών και τελικά, λοιπόν, αποκομίζουμε το αντίθετο απ' ό,τι πρεσβεύει ο κ. Τουγκάν με την τόση του έπαρση για την καταπληκτική ανακάλυψη της «νεότατης» πολιτικής οικονομίας. Από την άποψη των ερωτήσεων που πρώτα εμείς θέσαμε, δεν παίζει φυσικά κανένα ρόλο στην ανάλυση της αγοράς τι θα συμβεί στις επόμενες περιστροφές του κεφαλαίου σε διαφορετικούς βιομηχανικούς κλάδους. Στην καλύτερη περίπτωση - και εντελώς μονόπλευρα - θα εξετασθούν μόνο οι περιστροφές του κεφαλαίου που συνδέονται άμεσα με τα δεδομένα, όπου κανείς όμως τότε στερείται τη δυνατότητα να κατανοήσει την «αντικειμενική έννοια» της διαδικασίας παραγωγής.
Πράγματι, αν κάποιος παρατηρήσει το πρόβλημα απ' αυτήν την πλευρά και μόνο απ' αυτήν, τότε μπορεί να φθάσει, φυσικά, σε συμπεράσματα αλά Τουγκάν-Μπαρανόφσκι. Ας υποθέσουμε ότι κατασκευάσαμε μια υπέροχη μηχανολογική εγκατάσταση σε μια μεταλλουργική βιομηχανία. Η κατανάλωση σε άνθρακα και σίδηρο αυξάνεται τρομακτικά. Περιορίζεται το πράγμα σ' αυτό; Ούτε στο ελάχιστο. Όσο εμείς κινούμαστε προς την κατεύθυνση μιας ανάλυσης μόνο αυτού του προσταδίου της διαδικασίας, μπορούμε πράγματι να εμπλακούμε στη φαντασίωση ότι η βιομηχανία μηχανών καταναλώνει άνθρακα και σίδηρο, ενώ αντίθετα η μεταλλουργία μηχανές, έτσι ώστε η συνολική «εργασία» συντελείται σ' έναν αυτάρκη κλειστό κύκλο. Τα πράγματα παίρνουν μιαν άλλη μορφή μόλις γνωρίσουμε την παραγωγική συσχέτιση των επιμέρους παραγωγικών κλάδων. Η βιομηχανία μηχανημάτων θα κατασκεύαζε μια αυξημένη ποσότητα μηχανών. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι, για παράδειγμα στην κλωστοϋφαντουργία, μόνο ένας περιορισμένος αριθμός εργατών επεξεργάζεται μια πολύ «μεγαλύτερη» ποσότητα βαμβακιού και λοιπών πρώτων υλών και επομένως κατασκευάζεται μια σημαντικά μεγαλύτερη ποσότητα έτοιμου προϊόντος, δηλ. του λινού υφάσματος, ενός αντικειμένου άμεσης κατανάλωσης. Αυτή η ασυνήθιστη αύξηση της ποσότητας των εμπορευμάτων συνοδεύεται από μιαν (όχι όμως και ανάλογη) αύξηση της αξίας της, επειδή η αξία των έτοιμων καταναλωτικών αγαθών δεν παρίσταται μόνο με τη δαπανηθείσα εργασία των κλάδων της βιομηχανίας που παράγουν αυτά τα καταναλωτικά αγαθά, αλλά και με την αξία των πρώτων υλών, μηχανών κ.λπ., η οποία μεταβιβάζεται αυτομάτως σε αυτά.
Εντελώς ανεδαφική είναι λοιπόν η άποψη του κ. Τουγκάν-Μπαρανόφσκι, ότι θα μπορούσε κάποιος να στριμώξει μέσα στην παραγωγή των μέσων παραγωγής, όπως σ' ένα βαρέλι δίχως πάτο, όση εργασία και μέσα (παραγωγής) θα ήθελε, και όλα θα λειτουργούσαν κανονικά, επειδή στο καπιταλιστικό σύστημα δε θα υφίστατο κανενός είδους σχέση εξάρτησης μεταξύ της αγοράς καταναλωτών και της διαδικασίας κοινωνικής παραγωγής. («Καμία οποιασδήποτε μορφής υποχώρηση της καταναλωτικής ζήτησης δεν είναι σε θέση να προκαλέσει ένα πλεόνασμα της γενικής προσφοράς»).
Αυτή η χωρίς νόημα αντίληψη του Τουγκάν φθάνει στο αποκορύφωμα της με μια τρελή ουτοπία, την οποία σερβίρει στο ακροατήριο με τη μέγιστη αυθάδεια και μάλιστα με φανερή υπερηφάνεια. Να λοιπόν το «υπέροχο» σημείο:
«Αυτή όμως η σχετική αντικατάσταση της ανθρώπινης κατανάλωσης με παραγωγική κατανάλωση των μέσων παραγωγής δε θα έχει σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση ενός πλεονασματικού προϊόντος, για το οποίο δε θα υπήρχε θέση στην αγορά; Φυσικά όχι. Είναι μια μικρολεπτομέρεια να διατυπωθεί ένα νέο σχήμα (...) και να καταδείχνει ολοφάνερα ότι ακόμη και η πιο εκτεταμένη αντικατάσταση εργατών από μηχανές δεν είναι σε θέση από μόνη της να καταστήσει κάποια μηχανή περιττή ή χωρίς αξία. Μόνο στην περίπτωση που όλοι οι εργάτες μέχρι και του τελευταίου θα αντικαθίσταντο, τότε ένας και μοναδικός εργάτης θα διατηρούσε σε κίνηση όλη την τεράστια μάζα των μηχανών και με τη βοήθεια της θα κατασκεύαζε νέες μηχανές και καταναλωτικά αγαθά της καπιταλιστικής τάξης. Η εργατική τάξη θα εξαφανιστεί. Αυτό όμως δε θα δυσκολέψει στο ελάχιστο την πραγματοποίηση των προϊόντων της καπιταλιστικής βιομηχανίας. Στη διάθεση των καπιταλιστών θα βρίσκεται μια μεγάλη ποσότητα καταναλωτικών αγαθών, ενώ το συνολικό κοινωνικό προϊόν ενός έτους θα καταπίνεται απ' την παραγωγή και την κατανάλωση των καπιταλιστών στον επόμενο χρόνο. Αν αντιθέτως οι καπιταλιστές θα ήθελαν να περιορίσουν, στη μανία τους για συσσώρευση, και τη δική τους κατανάλωση, τότε ούτε κι αυτό θα έκλεινε το δρόμο. Σε αυτήν την περίπτωση θα περιορισθεί η παραγωγή καταναλωτικών αγαθών των καπιταλιστών, έτσι ώστε να υπάρχει ένα ακόμη μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού προϊόντος για την περαιτέρω επέκταση της παραγωγής ορισμένων μέσων παραγωγής, θα παράγονται π.χ. άνθρακας και σίδηρος, τα οποία θα βρίσκουν εφαρμογές στην περαιτέρω επέκταση της παραγωγής άνθρακα και σιδήρου. Η διευρυμένη παραγωγή άνθρακα και σιδήρου θα καταβροχθίζει και πάλι κάθε επόμενο έτος τις ποσότητες άνθρακα και σιδήρου που παρήχθησαν στο προηγούμενο έτος και έτσι ab infinitum (ασταμάτητα, Σ.τ.Μ.) μέχρι της τελικής εξάντλησης των φυσικών αποθεμάτων σε ό,τι αφορά τα αντίστοιχα μεταλλεύματα»8.
Αυτήν τη φίλτατή του φαντασία τη διανθίζει ο Τουγκάν-Μπαρανόφσκι, ο σοφός και υπεράνθρωπος, με αυτήν τη ζωογόνο δήλωση: «Όλα αυτά ίσως ακούγονται περίεργα και ίσως μάλιστα φαντάζουν σαν η μεγαλύτερη ανοησία. Μπορεί. Η αλήθεια δεν είναι πάντα εύκολο να κατανοηθεί. Παρ' όλ' αυτά η αλήθεια παραμένει αλήθεια»9.
Ας πλησιάσουμε λοιπόν σε αυτήν την «αλήθεια» του κ. Τουγκάν-Μπαρανόφσκι και στους παράλογους διαδρόμους της σκέψης του.
Στην περίπτωση με την οποία καταπιάνεται ο Τουγκάν έχουμε να κάνουμε με μιαν απεριόριστα υψηλή, στην πραγματικότητα ασύλληπτη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Ας αφήσουμε όμως την παραδοχή του Τουγκάν να ισχύσει προς στιγμήν. Τι σημαίνει αυτή η παραδοχή; Σημαίνει μια ακόμη πιο απεριόριστη παραγωγή μέσων κατανάλωσης (σε προϊόντα), η οποία είναι σε τέτοιο βαθμό απεριόριστη, που οι «καπιταλιστές» δεν είναι φυσικά σε θέση να καταναλώσουν αυτό το Montblanes των καταναλωτικών αγαθών.
Ακριβώς αυτό παραβλέπει ο Τουγκάν στην αφέλεια του, γιατί δε βλέπει την τεχνικοοικονομική λογική της συνολικής διαδικασίας παραγωγής. Τα μέσα παραγωγής αποτελούν γι’ αυτόν ένα αφ' εαυτού υφιστάμενο κλειστό σύνολο. Η παραγωγή μέσων παραγωγής θεωρείται απ' αυτόν σαν μια αυτάρκης, κυριαρχική και ανεξάρτητη σφαίρα, την οποία δεν συνδέουν κανενός είδους γέφυρες με την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών. Πράγματι, ένα από τα δύο ισχύει: ή παράγονται άνθρακας και σίδηρος μόνο για την παραγωγή άνθρακα και σιδήρου, ή παράγονται άνθρακας και σίδηρος και για την κατασκευή μηχανών, την προμήθεια των σιδηροδρόμων, την κλωστοϋφαντουργία, τα εργοστάσια μπίρας, τα εργοστάσια ηλεκτρικής ενέργειας κ.λπ.
Στην πρώτη περίπτωση έχουμε μπροστά μας ένα μέρος της κοινωνικής παραγωγής, το οποίο, σύμφωνα με τη φύση του, δε βρίσκεται σε κανενός είδους σχέση με την κοινωνική κατανάλωση. Δεν υπάρχει καμιά διαφορά μεταξύ αυτού του παραδείγματος και εκείνης της περίπτωσης, στην οποία, σύμφωνα με το έργο του Bulgakow «Η φιλοσοφία της Οικονομίας» («Ο κόσμος σαν Οικονομία»), ο τρελός Simeon Stolpnik φαντάστηκε ότι είναι ένας καπιταλιστής στον οποίον ανήκε όλος ο κόσμος που φαινόταν σ' αυτόν να είναι η οικονομία του. Η κοσμική «αλλαγή υλικών» θα ήταν τότε αμέσως παραγωγή, ο ηλίθιος Simeon θα επιδιδόταν στην εγκράτεια με σκοπό την απόλυτη συσσώρευση σε παγκόσμια κλίμακα και η συνολική διαδικασία θα βρισκόταν περίπου στην ίδια σχέση με την ανθρώπινη κατανάλωση, όπως και η «διαδικασία παραγωγής» άνθρακα και σιδήρου στο παράδειγμα του Τουγκάν-Μπαρανόφσκι. Το ότι ο Τουγκάν φυλάει ακόμη και «έναν εργάτη» για την κατίσχυση αυτής της ανοησίας, δεν αλλάζει στο ελάχιστο τα πράγματα, επειδή, όταν σε αυτόν τον «έναν εργάτη» θα δινόταν η διαταγή, απ' την πλευρά των έξυπνων , προϊσταμένων του, να παράγει άνθρακα και σίδηρο για άνθρακα και σίδηρο, τότε Ιαυτό θα είχε την ίδια οικονομική σημασία, όπως αν ο «ένας εργάτης» ήταν αναγκα»μένος καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας να φτύνει στο ταβάνι, θα ήταν όμως το Ρ"·ιο αν τόσο αυτός όσο και τα απ' αυτόν παραχθέντα προϊόντα δεν υπήρχαν καθόψ.ον. Διαφορετικά είναι τα πράγματα, αντίθετα, όταν ο άνθρακας και ο σίδηρος δεν •παράγονται απλώς για να διευρύνουν την παραγωγή άνθρακα και σιδήρου, αλλά και για να προμηθεύσουν με πρώτες ύλες και καύσιμα τη βιομηχανία μηχανών, τους βιομηχανικούς κλάδους ενδιάμεσων και τελικών προϊόντων τα οποία διοχετεύονται στην αγορά των καταναλωτών. Σε αυτήν την περίπτωση, η τρομερή διεύρυνση των μέσων παραγωγής θα προκαλούσε αναπόφευκτα αργά ή γρήγορα και μια τρομερή αύξηση και των καταναλωτικών αγαθών που έχουν διατεθεί στην αγορά. Και, αν είχε εκλείψει η ζήτηση γι’ αυτά τα καταναλωτικά αγαθά, θα εμφανιζόταν αναπόφευκτα μια καταστροφική κατάρρευση, στην οποία θα εδημιουργείτο με στοιχειδώδη βεβαιότητα εκείνη ακριβώς η σχέση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, την ύπαρξη της οποίας αρνείται ο «παράδοξος» μας Τουγκάν.
Γύρω απ' αυτό το κεντρικό σημείο σύγχυσης εγκαθίσταται απ' τον Τουγκάν ένα ολόκληρο σύστημα περαιτέρω επιχειρημάτων, τα οποία το μόνο που κάνουν είναι να αυξάνουν τη σύγχυση. Ας εξετάσουμε π.χ. μιαν απ' τις σημαντικότερες θέσεις του: «Σε μιαν αναλογική κατανομή της κοινωνικής παραγωγής, καμιά, με οποιονδήποτε τρόπο και αν έχει προκληθεί, υποχώρηση της καταναλωτικής ζήτησης δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει ένα πλεόνασμα της γενικής προσφοράς προϊόντων στην αγορά σε σχέση με τη ζήτηση για αυτά». Ας σκεφτούμε το πράγμα: τι σημαίνει «αναλογική κατανομή της κοινωνικής παραγωγής;» Περιλαμβάνει αυτή μια αμοιβαία σχέση μεταξύ παραγωγής μέσων παραγωγής και παραγωγής καταναλωτικών αγαθών ή όχι;
Αν η αναλογικότητα που απαιτείται είναι ακριβώς μια αναλογικότητα μεταξύ παραγωγής μέσων παραγωγής και παραγωγής καταναλωτικών αγαθών, αν γίνεται αντιληπτή αυτή η αναλογικότητα με αυτόν τον τρόπο, αυτό σημαίνει ακριβώς την ύπαρξη μιας σχέσης με την αγορά των καταναλωτών. Τότε όμως είναι ανόητος ο ισχυρισμός ότι «καμιά, με οποιονδήποτε τρόπο κι αν έχει προκληθεί, πτώση της καταναλωτικής ζήτησης» δεν είναι σε θέση να προκαλέσει μια υπερπαραγωγή και τη δημιουργία ενός πλεονασματικού προϊόντος, επειδή η πτώση της καταναλωτικής ζήτησης, η μείωση της συγκριτικά με την προσφορά καταναλωτικών αγαθών, σημαίνει βεβαίως άμεσα τον τραυματισμό της αναλογικότητας, (θυμόμαστε τα λόγια του Λένιν: «Ένα συγκεκριμένο επίπεδο της κατανάλωσης αποτελεί ένα απ' τα στοιχεία της αναλογικότητας»).
Αν αντιθέτως αυτή η αναλογικότητα δε γίνεται αντιληπτή, η συνολική πορεία της κοινωνικής αναπαραγωγής σαν σύνολο παραμένει ένας γρίφος. Η παραγωγή λοιπόν των μέσων παραγωγής η οποία υπό την κυριαρχία του καπιταλισμού ανεξαρτητοποιείται σχετικά, λόγω του αναρχικού χαρακτήρα του καπιταλισμού στο χώρο της αγοράς και της παραγωγής, σχετίζεται εντούτοις, σε ό,τι αφορά την ουσία της, με την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών, μέσω μιας σειράς ενδιάμεσων κρίκων παραγωγής, κάτι που επίσης δε μπορεί να γίνει διαφορετικά.
«Η αναλογική κατανομή της κοινωνικής παραγωγής» σημαίνει λοιπόν κάτι εντελώς διαφορετικό απ' αυτό που γράφει ο Τουγκάν-Μπαρανόφσκι. Κατ' αυτόν j παράγονται άνθρακας και σίδηρος για την περαιτέρω παραγωγή άνθρακα και ο ρου. Από πού «ζούνε» λοιπόν τα εργοστάσια παραγωγής μηχανών; Από πού προμηθεύονται αυτοί τον άνθρακα και τον σίδηρο; Αυτονόητο είναι ότι λαμβάνουν το' άνθρακα και τον σίδηρο απ' τις πηγές παραγωγής των τελευταίων. Επομένως υφίσταται μια σχέση μεταξύ παραγωγής άνθρακα και σιδήρου και παραγωγής μηχανημάτων. Ακριβώς η ίδια σχέση υφίσταται όμως και μεταξύ της παραγωγής μηχανών : και υφασμάτων, χημικών ουσιών κ.λπ. Δεν παράγονται λοιπόν αφηρημένες μηχανές, όχι μηχανές «από μόνες τους», όχι πλατωνικές «ιδέες» περί μηχανών, αλλά εντελώς συγκεκριμένες μηχανές, οι οποίες έχουν να υπηρετήσουν απολύτως συγκεκριμένους παραγωγικούς σκοπούς. Με άλλα λόγια: οι αξιακές σχέσεις είναι εδώ συνυφασμένες με τη μορφική προσδιοριστικότητα, όπως το διατυπώνει ο Μαρξ. Ή και: η αναλογικότητα της κοινωνικής παραγωγής παριστά μια τέτοια σχέση αμοιβαιότητας μεταξύ των μερών της καπιταλιστικής παραγωγής, έτσι ώστε σε όλο το μέτωπο της συνολικής διαδικασίας παραγωγής ο ένας βιομηχανικός κλάδος προμηθεύει στον άλλον μιαν αντίστοιχη ποσότητα προϊόντων. Απ' αυτήν την άποψη είναι ολοφάνερο ότι ένας τραυματισμός της αναλογικότητας μπορεί να προέλθει τόσο απ' την παραγωγή των πρώτων υλών όσο και απ' την παραγωγή μηχανών, τόσο απ' την παραγωγή ενδιάμεσων προϊόντων, όσο και απ' την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών. Γράφει ο Τουγκάν-Μπαρανόφσκι:
«Κατά την αναλογική κατανομή του κοινωνικού προϊόντος, καμία, με οποιονδήποτε τρόπο κι αν έχει προκληθεί, υποχώρηση της κοινωνικής κατανάλωσης δε μπορεί να προκαλέσει τη δημιουργία πλεονασματικού προϊόντος. Σαν κύρια ροπή της καπιταλιστικής ανάπτυξης θεωρώ τη συνεχή πτώση του τμήματος της λαϊκής κατανάλωσης στο κοινωνικό προϊόν, το οποίο στο μεταξύ, αντίθετα με τον Μαρξ, δεν εμποδίζει με κανένα τρόπο τη διαδικασία πραγματοποίησης των προϊόντων της καπιταλιστικής παραγωγής»10.
Σε αυτήν τη δήλωση, όπως γίνεται αντιληπτό, ανακατεύονται δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα: η αύξηση του τμήματος (σε αξίες) των μέσων παραγωγής και η δυσαναλογικότητα μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, θα αναλύσουμε αμέσως αυτό το παιδαριώδες μπέρδεμα. Πριν απ' αυτό όμως παραθέτουμε ένα άλλο σημείο, το οποίο ρίχνει απρόσμενο φως στην όλη θεωρία του Τουγκάν:
«Στην καπιταλιστική Οικονομία, εξηγεί ο σούπερ έξυπνος Τουγκάν, ο γνώστης της εμπορευματικής Οικονομίας, η φύση της οποίας δεν ήταν πλήρως ξεκάθαρη στον Μαρξ, η καπιταλιστική τάξη μετατρέπει ένα σημαντικά μεγαλύτερο (η υπογράμμιση δική μας, Ν. Μπ.) μέρος του κοινωνικού προϊόντος σε μέσα παραγωγής, απ' ό,τι αυτό θα ήταν δυνατό σε μια αρμονική (harmonisch) οικονομία. Σε περίπτωση ύπαρξης ενός συνεταιρισμού παραγωγών, ο στόχος της παραγωγής θα ήταν μια κατά το δυνατόν πληρέστερη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, εις τρόπον ώστε να αποκλείεται εντελώς μια κατάσταση πραγμάτων, κατά την οποία η επέκταση της παραγωγής δε θα συνοδεύεται και από μια επέκταση της κοινωνικής κατανάλωσης. Στην καπιταλιστική οικονομία, αντιθέτως, η τεχνική πρόοδος έχει την τάση να οδηγεί την ανθρώπινη κατανάλωση (μέσω της κατανάλωσης;) σε μέσα παραγωγής στο να επεκτείνεται εις βάρος της κοινωνικής κατανάλωσης, υποκαθιστώντας αυτήν την τελευταία»11.
Όλα αυτά είναι μια τεράστια ανοησία. Δεν είναι αλήθεια ότι το μερίδιο των μέσων παραγωγής στην καπιταλιστική κοινωνία αυξάνεται ταχύτερα απ' ό,τι σε ένα 'συνεταιρισμό των παραγωγών». Αλήθεια είναι ακριβώς το αντίθετο. Ο καπιταλισμός θέτει στην αύξηση αυτού του «μεριδίου» αντικειμενικά όρια, επειδή για τους f καπιταλιστές, σε περίπτωση φθηνότερης εργασιακής δύναμης, λείπει ένα επαρκές έρεισμα για την εισαγωγή νέων μηχανημάτων. Αυτό ανήκει βεβαίως στην αλφαβήτα της Οικονομικής επιστήμης. Σε σύγκριση με άλλα παλαιότερα κοινωνικά συστήματα, ο καπιταλισμός είναι, φυσικά, ένας ασύγκριτος υποκινητής της τεχνικής προόδου και της αύξησης του μεριδίου των μέσων παραγωγής. Σε σύγκριση αντιθέτως με το «συνεταιρισμό των παραγωγών», ο καπιταλισμός είναι ένα οικονομικά αντιδραστικό σύστημα, γιατί θέτει όρια στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Η αύξηση του «μεριδίου» (σε αξίες) δεν είναι τίποτε άλλο παρά η έκφραση της αύξησης της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας. Επομένως το αναφερθέν «μερίδιο» (υπολογιζόμενο τώρα σε εργασία) θα αυξάνεται ακόμη ταχύτερα στο σοσιαλισμό και ακριβώς μέσω αυτού θα εγγυάται τη γιγαντιαία αύξηση και την ποικιλία των χρηστικών αξίων.
Αν η συσσώρευση συντελείτο με αργότερο ρυθμό, δε θα μπορούσε να αναπτυχθεί και η κατανάλωση. Η «κατηγορία» ενάντια στον καπιταλισμό δε συνίσταται βεβαίως στο ότι αυτός αναπτύσσει υπερβολικά γρήγορα τις παραγωγικές δυνάμεις και αντικαθιστά την ανθρώπινη εργασία με μηχανική εργασία, αλλά στα εξής (ασχολούμαστε εδώ φυσικά μόνο μ' εκείνα τα ζητήματα που αφορούν άμεσα το θέμα μας):
1. Ο καπιταλισμός αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις ανεπαρκώς και αυξάνει συνεπώς ανεπαρκώς και το μερίδιο των μέσων παραγωγής.
2. Ο καπιταλισμός κατανέμει αυτές τις παραγωγικές δυνάμεις (μη παραγωγική κατανάλωση) «λανθασμένα».
3. Ο καπιταλισμός κατέχει ένα σύστημα διπλού προϋπολογισμού της κατανάλωσης (πολυτελής παραγωγή, σπατάλη των καπιταλιστών κ.λπ.).
Είναι λοιπόν ανοησία και ο ισχυρισμός του Τουγκάν, ότι η «αμαρτία» του καπιταλισμού συνίσταται στην αντικατάσταση της ανθρώπινης κατανάλωσης με την κατανάλωση των μηχανών. Η ουσία του θέματος κρύβεται σε κάτι εντελώς διαφορετικό.
Ας ξαναγυρίσουμε τώρα στα βασικά επιχειρήματα του Τουγκάν-Μπαρανόφσκι.
Μετά τα σχόλια που έγιναν εκ μέρους μας, δε μας είναι δύσκολο να αποκαλύψουμε την αφελή σύγχυση του κ. Τουγκάν. Η πτώση του μεριδίου της κοινωνικής κατανάλωσης σε σύγκριση με το μερίδιο των μέσων παραγωγής είναι ένα γεγονός. Αλλά οπωσδήποτε η «δυσκολία» για τον καπιταλισμό δε βρίσκεται σε αυτό το γεγονός (το οποίο θα είναι ακόμη «χαρακτηριστικότερο» για το σοσιαλισμό). Αυτή βασίζεται αντιθέτως στο ότι η αναρχική δομή του καπιταλισμού, η οποία δεν κάνει δυ1νατό το να ρυθμίζεται η παραγωγή, που σημαίνει ότι λείπει μια συνολική κοινωνική αναλογικότητα, και επομένως τα κίνητρα με βάση τα οποία προωθείται η συσσώρευση οδηγούν σε όλο και μεγαλύτερη αύξηση της έκτασης της παραγωγής, lκαθιστά αναπόφευκτες τέτοιες καταστάσεις, στις οποίες η παραγωγή που ξέφευγε«απ' τα όρια της απαιτούμενης αναλογίας έρχεται σε σύγκρουση με την κοινωνική κατανάλωση. Η μείωση αυτής της κατανάλωσης όμως μέχρι και κάτω από ένα ορισμένο επίπεδο παριστά άμεσα έναν τραυματισμό της κοινωνικής αναλογικότητα της παραγωγής, έτσι ώστε να είναι διπλά παράλογο να μιλάμε για ύπαρξη μιας αναλογικότητας σε μια οποιαδήποτε μείωση της κοινωνικής κατανάλωσης.'
Εδώ πέφτουμε επάνω στη θεωρία των κρίσεων. Πριν όμως στραφούμε σ' αυτήν, θα θέλαμε να προσπαθήσουμε να βγάλουμε το συμπέρασμα των όσων αναφέραμε για τον Τουγκάν, κάτι που πρέπει να γίνει με τη μορφή ενός θεωρητικού χαρακτηρισμού γι’ αυτόν. Αυτό μας φαίνεται αναγκαίο, αφού ο κ. Τουγκάν έχει μάλιστα και μία κάποια φήμη, παρότι όμως αληθινά δεν είναι καθόλου εύκολο να βρει κανείς ένα συγγραφέα, ο οποίος - sit venia verbo (ας μας συγχωρέσετε την έκφραση, σ.τ.Μ.) - θα ήταν θεωρητικά τόσο απεριόριστα άτιμος, όπως αυτός ο κύριος, ο οποίος άρχισε την καριέρα του φλερτάροντας το προλεταριάτο και την τελείωσε προσκυνώντας τις μπότες των στρατηγών. Οι «maximes générales» των θεωρητικών προσδοκιών του κυρίου Τουγκάν συνίστανται στον πλέον άγαρμπο απολογητισμό της καπιταλιστικής κυριαρχίας και στην καταπολέμηση του επαναστατικού μαρξισμού. Όλα τα υπόλοιπα υποτάχθηκαν σ' αυτές τις προτεραιότητες. Απ' αυτό λοιπόν προέρχεται ο ολότελα αφόρητος εκλεκτισμός από τον οποίο βρίθουν όλα τα «γραπτά» του αξιότιμου καθηγητή.
Πράγματι: αν απαιτείται ένας αγώνας ενάντια στην εργασιακή θεωρία της αξίας, του Μαρξ, αυτός διεξάγεται αμέσως από τη σκοπιά της «συμφιλίωσης» της με τη θεωρία της οριακής ωφέλειας, του Böhm-Bawerk. Π.χ.:
«Η μεγάλη προσφορά της νέας θεωρίας συνίσταται στην υπόσχεση της να τελειώσει μια για πάντα τη διαφωνία για την αξία, ώστε ξεκινώντας από μια θεμελιώδη αρχή να δώσει σε όλα τα φαινόμενα της διαδικασίας αξιοποίησης μια πλήρη και λεπτομερειακή εξήγηση»12.
Ως γνωστόν, σύμφωνα με τη θεωρία της Αυστριακής Σχολής, η αξία των μέσων παραγωγής καθορίζεται απ' την αξία των καταναλωτικών αγαθών και αυτή με τη σειρά της απ' την οριακή ωφέλεια τους. Αυτό το γνωρίζει και ο Τουγκάν. Γράφει αυτός στα «Grundzüge» του:
«Η αξία του μέσου παραγωγής καθορίζεται απ' την οριακή ωφέλεια εκείνου του αντικειμένου, το οποίο απ' όλα τα αντικείμενα που παράχθηκαν με τη βοήθεια του δεδομένου μέσου παραγωγής επιδεικνύει την ελάχιστη οριακή ωφέλεια»13.
Τώρα όμως προκύπτει στον κ. Τουγκάν μια νέα απολογητική «εντολή». Οφείλει δηλ. να αποδείξει ότι μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης δεν υφίσταται κανενός είδους αντίφαση και καμιά οποιασδήποτε μορφής μείωση της κατανάλωσης δεν είναι σε θέση να αποδιοργανώσει την καπιταλιστική παραγωγή. «Ο άνθρακας και ο σίδηρος παράγονται για άνθρακα και σίδηρο».
Επιτρέψτε μας όμως, παρακαλώ: Τι συμβαίνει τότε λοιπόν με τη θεωρία της αξίας; Είναι όλη αυτή η θεωρία χτισμένη πάνω στην ωφέλεια των αντικειμένων χρήσης! Σύμφωνα όμως με τον Böhm-Bawerk, ο άνθρακας και ο σίδηρος είναι τρόπον τινά «ανώριμο» ακόμη λινό, παπούτσια, δημητριακά! Αυτά ακριβώς όμως αποτελούν τη βάση της θεωρίας «που υπόσχεται να θέσει τέρμα μια για πάντα στη διαμάχη σχετικά με την αξία»! Προσπαθήστε λοιπόν να εξηγήσετε την αξία του άνθρακα και του σιδήρου, τα οποία δεν είναι ακόμη «ώριμα» για κανενός είδους αντικείμενα χρήσης! Ακόμη κι ένα βρέφος βλέπει ότι ο Τουγκάν αναπτύσσει δύο απολύτως αντιφατικά μεταξύ τους «συστήματα» αντιλήψεων. Εφόσον όμως εδώ θα μπορούσε ακόμη να γίνει λόγος για μια κάποια λογική, θα ήταν μόνο η λογική ενός θεωρητικού γκαγκστερισμού, για τον οποίο κάθε μέσον θεωρείται ευπρόσδεκτο απ' τη στιγμή που υπερασπίζεται την Αυτού Μεγαλειότητα το κεφάλαιο.
Συνεχίζουμε. Αν ο κ. Τουγκάν χρειάζεται να «διασφαλίσει» την πορεία της κοινωνικής αναπαραγωγής μέσα στον καπιταλισμό, τότε όχι μόνο είναι έτοιμος να αναγνωρίσει τη θέση του Μαρξ αναφορικά με τη μείωση τον τμήματος της κοινωνικής κατανάλωσης, αλλά και συγχρόνως να την «εμβαθύνει» και να την παραποιήσει παρουσιάζοντας σαν επιχείρημα τη θέση περί της ανεξαρτησίας της παραγωγής των μέσων παραγωγής απ' την κοινωνική κατανάλωση. Γράφει γι’ αυτό:
«Και μόνο επειδή οι οικονομολόγοι δεν κάνουν χρήση ποτέ μιας μεθόδου για τη διερεύνηση της συνολικής καπιταλιστικής οικονομίας, μπόρεσε να αποκτήσει ρίζες στην Επιστήμη η άποψη ότι η έκταση της αγοράς καθορίζεται στην καπιταλιστική οικονομία από την έκταση της κοινωνικής κατανάλωσης»14.
Τώρα όμως ο κ. Τουγκάν παίρνει μια άλλη «εντολή» ξαφνικά. Οφείλει να αποδείξει ότι το πράγμα, απ' τη σκοπιά της ταξικής πάλης, δε φαίνεται να είναι καθόλου λυπηρό, όπως ισχυρίζονται οι κακοί «μαρξιστές». Και, με μια μαγική κίνηση, ο κ. Τουγκάν γεννάει μια αντίθετη θεωρία. Δηλαδή:
«Η αύξηση της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας οδηγεί στην αύξηση του συνολικού αθροίσματος του κοινωνικού προϊόντος (πρόκειται για εργασιακές αξίες, Ν. Μπ.). Αυτό το πλεονασματικό προϊόν μεγαλώνει ανάλογα με το συνολικό άθροισμα των κοινωνικών εισοδημάτων. Ως εκ τούτου μπορούν να αυξάνονται συγχρόνως όλα τα κοινωνικά εισοδήματα εις βάρος της πτώσης του μεριδίου των μέσων παραγωγής»15.
Εδώ λοιπόν πέφτει το μερίδιο των μέσων παραγωγής, ενώ αυξάνεται το μερίδιο των εισοδημάτων. Αυτή η αλήθεια δε γίνεται κατανοητή ακριβώς, γιατί:
«Για τη μοντέρνα πολιτική οικονομία, που σ' αυτήν τη σχέση δεν ξεπερνά τον Ricardo, η ταυτόχρονη αύξηση του μεριδίου των καπιταλιστών και εργατών στο κοινωνικό προϊόν (όχι όμως εις βάρος μιας πτώσης των μεριδίων άλλων κοινωνικών τάξεων στο κοινωνικό προϊόν) πρέπει να εμφανισθεί σαν κάτι το εντελώς αδύνατο. Αυτό το φανερά απραγματοποίητο προκύπτει όμως μόνον επειδή η μοντέρνα επιστήμη θεωρεί ότι το συνολικό προϊόν αποτελείται αποκλειστικά από καταναλωτικά αγαθά»16.
Στην πραγματικότητα αντιθέτως, σύμφωνα με τον Τουγκάν, τα εισοδήματα (σε εργασιακές μονάδες) μπορούν, δυνάμει της παραγωγικότητας της εργασίας(!), να αυξάνονται κατά βούλησιν εις βάρος τον μεριδίου των μέσων παραγωγής! Κατ' αυτόν τον τρόπο έχουμε πάντα μια έτοιμη εξήγηση ανά χείρας. Όλα γίνονται κατά βούλησιν. Τη μια φορά αυξάνει το μερίδιο των μέσων παραγωγής γιατί αυτό εκφράζει την παραγωγικότητα της εργασίας. Την άλλη φορά, αντιθέτως, μειώνεται το «μερίδιο» για τον ίδιο ακριβώς λόγο...
Αυτός ο άγαρμπος απολογητικός χορός του Τουγκάν δεν έχει, φυσικά, καμιά σχέση με το μαρξισμό. Δυστυχώς η σ. Ρ. Λούξεμπουργκ συγχέει την αντίληψη του ορθόδοξου μαρξισμού, την αντίληψη του ίδιου του Μαρξ (τόσο στο 2ο και 3ο τόμο του «Κεφαλαίου», όσο και στις «θεωρίες για την υπεραξία»), με την απολογητική θέση του Τουγκάν-Μπαρανόφσκι. Από το γεγονός, εντούτοις, ότι ο κ. Τουγκάν-Μπαρανόφσκι στην κριτική του (και στην ακριβώς τρομερή του παραποίηση) στις σωστές απόψεις του Μαρξ έχει άδικο, δε σημαίνει με κανένα τρόπο ότι η θέση της σ. Λούξεμπουργκ είναι άμοιρη αμαρτιών. Το λάθος του Τουγκάν δεν έγκειται λοιπόν στο ότι θεωρεί εφικτή την πραγματοποίηση, αλλά στο ότι κόβει την απαραίτητη σύνδεση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Απ' την άλλη πλευρά πάλι, το λάθος της σ. Λούξεμπουργκ δεν έγκειται στο ότι επιμένει σε τούτη τη σύνδεση, αλλά στο ότι θεωρεί ανέφικτη την πραγματοποίηση μέσα στα πλαίσια της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Πρέπει λοιπόν να στραφούμε στη γενική ενασχόληση με τα προβλήματα της κρίσης.
Είδαμε, λοιπόν, ότι η θεωρία της αγοράς και της πραγματοποίησης του Τουγκάν-Μπαρανόφσκι και η θεωρία του Μαρξ διαφέρουν όπως η νύχτα με τη μέρα. Η σ. Ρ. Λούξεμπουργκ κατηγορεί όμως επανειλημμένα τα (αναπαραγωγικά) σχήματα του δεύτερου τόμου του «Κεφαλαίου», ότι οδήγησαν στη θεωρία του Τουγκάν-Μπαρανόφσκι και ότι είναι αντιφατικά ως προς τα βασικά αξιώματα του τρίτου τόμου του «Κεφαλαίου». Αυτό φαίνεται από τα εξής που αυτή γράφει:
«…Τελικά το σχήμα αντιτίθεται στην αντίληψη της συνολικής καπιταλιστικής διαδικασίας και στην πορεία της, όπως αυτή είναι διατυπωμένη απ' τον Μαρξ στον 3ο τόμο του Κεφαλαίου. Η βασική σκέψη αυτής της αντίληψης είναι η εγγενής αντίφαση ανάμεσα στην απεριόριστη ικανότητα επέκτασης της παραγωγικής δύναμης και στην περιορισμένη ικανότητα επέκτασης της κοινωνικής κατανάλωσης υπό καπιταλιστικές σχέσεις διανομής»17.
Και σε κάποιο άλλο σημείο:'
«Σύμφωνα με τη διαδικασία της αναπαραγωγής, όπως αυτή παρετέθη στο σχήμα, η καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας... δεν αποτελεί επίσης όριο της παραγωγής»18.
Τέλος, ένα τρίτο σημείο:
«Το σχήμα επιτρέπει βεβαίως κρίσεις αλλά αποκλειστικά από έλλειψη αναλογικότητας της παραγωγής, δηλ. από έλλειψη κοινωνικού ελέγχου στη διαδικασία παραγωγής. Αποκλείει αντιθέτως (η υπογράμμιση δική μας, Ν. Μπ.) τη βαθιά, θεμελιακή σύγκρουση μεταξύ ικανότητας παραγωγής και ικανότητας κατανάλωσης της καπιταλιστικής κοινωνίας, η οποία προκύπτει ακριβώς απ' τη συσσώρευση του κεφαλαίου και η οποία δίνει περιοδικά τόπο στις κρίσεις και ωθεί το κεφάλαιο σε διαρκή διεύρυνση της αγοράς»19.
Εδώ πέφτουμε πάνω, όπως ήδη αναφέραμε, στο πρόβλημα των κρίσεων. Ας μας επιτραπεί εισαγωγικά να προκαταλάβουμε τη συζήτηση με μερικές γενικές θεωρητικές σκέψεις, οι οποίες θα δώσουν αμέσως ένα ανάλογο πλαίσιο στο πρόβλημα.
Οι κρίσεις για τις οποίες γίνεται λόγος εδώ είναι γνωστές ως κρίσεις υπερπαραγωγής.
Σε σχέση μ' αυτά προκύπτουν τώρα τα παρακάτω θέματα, στα οποία απαντά ο μαρξισμός με εντελώς συγκεκριμένο τρόπο.
1. Μερική ή γενική υπερπαραγωγή
Πρόκειται για το ερώτημα, αν είναι δυνατή μια γενική ή μόνο μια μερική υπερπαραγωγή εμπορευμάτων. Η σχολή του Ricardo και του Say, η οποία ξεκινά απ' την προϋπόθεση μιας απλής ανταλλαγής εμπορεύματος με εμπόρευμα, αρνείται τη δυνατότητα μιας γενικής υπερπαραγωγής. Ο Μαρξ (στο δεύτερο τόμο του «Κεφαλαίου» και στις «θεωρίες για την υπεραξία») αποδεικνύει πειστικά τη δυνατότητα μιας γενικής υπερπαραγωγής. Αν π.χ. έχουμε μια υπερπαραγωγή των σημαντικότερων καταναλωτικών αγαθών, τότε είναι δεδομένη και μια υπερπαραγωγή των μέσων παραγωγής.
«Διότι (...) μια υπερπαραγωγή σιδήρου κ.λπ. εμπεριέχει μια υπερπαραγωγή άνθρακα, ακριβώς όπως περίπου μια υπερπαραγωγή υφάσματος την υπερπαραγωγή νήματος (...) Δε μπορεί λοιπόν να γίνεται λόγος για υπερπαραγωγή προϊόντων, των οποίων η υπερπαραγωγή είναι (ήδη, Ν. Μπ.) απομονωμένη, διότι αυτά σαν στοιχείο, πρώτη ύλη, βοηθητικό υλικό ή μέσον εργασίας υπεισέρχονται στο προϊόν (...) του οποίου η θετική υπερπαραγωγή είναι ακριβώς αυτό το προς διευκρίνιση γεγονός»20.
Έτσι δεν μπορεί κάποιος να μιλά (στην προκειμένη περίπτωση) ούτε για μια ι υπερπαραγωγή άνθρακα σε σχέση με τον σίδηρο κ.λπ., δηλ. μια σχετική υπερπαραγωγή σ' έναν κλάδο παραγωγής, ο οποίος, κατά την έκφραση του Μαρξ, αποτελεί το' «προστάδιο» ενός περαιτέρω κλάδου παραγωγής, στον οποίον είναι δεδομένη μια υπερπαραγωγή, ούτε και για μια υποπαραγωγή άνθρακα σε σχέση με σίδηρο, δηλ. να ισχυρισθεί ότι παρήχθησαν μεγάλες ποσότητες σιδήρου για το λόγο ότι παρήχθη πολύ μικρή ποσότητα άνθρακα, επειδή μια υπερπαραγωγή σιδήρου είναι αδύνατη χωρίς μια ανάλογη υπερπαραγωγή άνθρακα.
Η περαιτέρω ανάλυση του προβλήματος μας φέρνει πολύ κοντά σε εκείνα τα θέματα, τα οποία ήδη διαφωτίσαμε κάνοντας την κριτική της θεωρίας του Τουγκάν-Μπαρανόφσκι.
Πράγματι: αν είχαμε να κάνουμε με μιαν αγορά, η οποία χειραφετήθηκε απ' την κατανάλωση, και με έναν κλειστό κύκλο παραγωγής μέσων παραγωγής, στον οποίον ο ένας κλάδος της παραγωγής θα υπηρετούσε τον άλλον, με άλλα λόγια, αν είχαμε μπροστά μας ένα τέτοιο περίεργο σύστημα παραγωγής, όπως μας το ζωγραφίζει η φλογερή φαντασία του Τουγκάν, τότε μια γενική υπερπαραγωγή θα ήταν σίγουρα ανέφικτη, θα είχαμε λοιπόν μπροστά μας μια αιώρα: υπερπαραγωγή σιδήρου θα σήμαινε υποπαραγωγή άνθρακα· αντιστρόφως, μια γενική υπερπαραγωγή, δηλ. μια σύγχρονη υπερπαραγωγή τόσο του άνθρακα όσο και του σιδήρου, θα ήταν το ίδιο ανέφικτη όσο και το ταυτόχρονο ανέβασμα και απ' τα δύο σχοινιά της αιώρας. Σε εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα φθάνουμε αν δώσουμε βαρύτητα, αντί στη θεωρία του Τουγκάν-Μπαρανόφσκι, στη σωστή θεωρία, τη θεωρία του Μαρξ. Έχουμε λοιπόν μιαν αλυσίδα συγγενικών κλάδων παραγωγής που αμοιβαία προσφέρουν ο ένας στον άλλον αγορές και οι οποίοι εντάσσονται σε μια ιεραρχική σειρά (Ordnungsfolge), η οποία καθορίζεται με βάση την τεχνικοοικονομική συνέχιση της συνολικής διαδικασίας παραγωγής. Αυτή η αλυσίδα τελειώνει όμως με την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών, τα οποία τώρα σε υλική μορφή, δηλ. σαν χρηστικές αξίες, δεν υπεισέρχονται πια άμεσα σε καμιά διαδικασία παραγωγής, αλλά στη διαδικασία της προσωπικής κατανάλωσης. (Παραβλέπουμε εδώ ότι η διαδικασία κατανάλωσης για την εργατική τάξη είναι μια διαδικασία παραγωγής εργασιακής δύναμης, για την οποία θα γίνει λόγος παρακάτω. Στην προκειμένη περίπτωση μας ενδιαφέρουν μόνον αυτοί οι δύο τομείς της διαδικασίας παραγωγής για τους οποίους γίνεται λόγος στα μαρξικά σχήματα). Επομένως μπορούμε πολύ καλά να σκεφτούμε μια κατάσταση πραγμάτων, κατά την οποία θα έχουμε μπροστά μας μια υπερπαραγωγή που σχετίζεται με την αγορά των καταναλωτών, κάτι που μπορεί να αποτελέσει ακριβώς την έκφραση μιας γενικής υπερπαραγωγής.
Για τον Say, ο οποίος υποστηρίζει ότι η ζήτηση περιορίζεται μόνο μέσω της παραγωγής, σημειώνει ο Μαρξ ασκώντας κριτική:
«Αυτό είναι πολύ σοφό. Περιορισμένη είναι έτσι κι αλλιώς (μέσω της παραγωγής). Για κάτι, το οποίο είναι αδύνατο να παραχθεί κατά παραγγελία ή το οποίο δεν το βρίσκει έτοιμο η ζήτηση στην αγορά, δε μπορεί να υφίσταται καμιά ζήτηση. Αλλά, επειδή η ζήτηση είναι περιορισμένη απ' την παραγωγή, αυτό δε συνεπάγεται με κανένα τρόπο ότι η παραγωγή είναι ή ήταν περιορισμένη απ' τη ζήτηση και ότι αυτή δε μπορεί ποτέ να ξεπεράσει τη ζήτηση, ιδιαίτερα τη ζήτηση σε τιμή αγοράς»21.
2. Σχετική και απόλυτη υπερπαραγωγή
Πρέπει να έχουμε λοιπόν υπόψη μας ότι είναι μόνο δυνατή μια σχετική υπερπαραγωγή, δηλ. μια υπερπαραγωγή που σχετίζεται με την «αποτελεσματική» ζήτηση που μπορεί να πληρώσει, που σε καμιά περίπτωση όμως δε σχετίζεται με τις απόλυτες κοινωνικές ανάγκες. Αυτό, στο προκείμενο θεματολογικό σύμπλεγμα, δεν τίθεται καθόλου σε ανάλυση.
«Τι έχει να κάνει τελικά η υπερπαραγωγή, με τις απόλυτες ανάγκες; Έχει να κάνει μόνο με τις ανάγκες που μπορούν να πληρώσουν. Δεν πρόκειται για απόλυτη υπερπαραγωγή - υπερπαραγωγή καθαυτή σε σχέση με τις απόλυτες ανάγκες ή την επιθυμία για κατοχή των εμπορευμάτων. Με αυτήν την έννοια δεν υφίσταται ούτε μερική ούτε γενική υπερπαραγωγή. Και (με αυτήν την έννοια) δεν δημιουργούν μεταξύ τους καμιά αντίθεση»22.
Σε άλλο σημείο ο Μαρξ εκφράζει τις ίδιες σκέψεις σε διαφορετική βέβαια, αλλά όχι λιγότερο ακριβή, μορφή, ως ακολούθως:
«Η πλεονασματική μάζα εμπορευμάτων είναι πάντοτε σχετική, που σημαίνει πλεονασματική μάζα σε συγκεκριμένες τιμές. Οι τιμές, στις οποίες τα εμπορεύματα απορροφώνται τότε, είναι καταστροφικές για τον παραγωγό ή τον έμπορο»23.
3. Υπερπαραγωγή εμπορευμάτων ή υπερπαραγωγή κεφαλαίου
Οι οπαδοί του Ricardo, σε αντίθεση με τον ίδιο τον Ricardo, δεχόντουσαν μια υπερπαραγωγή κεφαλαίου, ενώ αντιθέτως διαφωνούσαν αποφασιστικά σχετικά με την υπερπαραγωγή εμπορευμάτων. Είναι όμως ολοφάνερο ότι, όταν δε μπορεί να υπάρξει καμιά υπερπαραγωγή εμπορευμάτων, ομοίως δε μπορεί να υπάρξει και υπερπαραγωγή κεφαλαίου. Τι σημαίνει όμως παραγωγή κεφαλαίου; Αναμφισβήτητα, η διαδικασία της παραγωγής κεφαλαίου δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής, δηλ. της παραγωγής εμπορευμάτων, όχι όμως υπό συνθήκες απλής παραγωγής. Παραγωγή κεφαλαίου είναι λοιπόν μια παραγωγή καπιταλιστικά παραχθέντων εμπορευμάτων. Το να δέχεσαι την υπερπαραγωγή κεφαλαίου, να αρνείσαι όμως την υπερπαραγωγή εμπορευμάτων, σημαίνει ότι δείχνεις «αυτού του είδους τη στενοκεφαλιά κατά την οποία δέχεσαι ένα φαινόμενο σαν υπαρκτό και αναγκαίο όταν ονομάζεται α αλλά το αρνείσαι όταν ονομάζεται β»24.
4. Παραγωγή και υπερπαραγωγή
Όπως ήδη αναγνωρίζει ο αναγνώστης, αυτό το σημείο αποτελεί ένα κεντρικό πρόβλημα από τη σκοπιά όλης της κριτικής μας στις αντιλήψεις της σ. Ρ. Λούξεμπουργκ, των Narodniki, («Φίλων του Λαού», Σ.τ.Μ.) του Sismondi και των άλλων κουφουζιονιστών. Η άποψη του Μαρξ και σ' αυτό το θέμα είναι ξεκάθαρη. Μιλήσαμε γι’ αυτήν στην αρχή αυτού του κεφαλαίου (το ίδιο ισχύει και για την αντίστοιχη άποψη του Λένιν). Αρκούμαστε λοιπόν σε ένα τελευταίο απόσπασμα. Επ' ευκαιρία της συζήτησης του προβλήματος της γενικής υπερπαραγωγής, λέει ο Μαρξ ότι η άποψη μιας μόνο μερικής υπερπαραγωγής είναι απλώς «μια φτωχή διέξοδος». «Αρχικά, όταν εξετάζεται απλώς η φύση του εμπορεύματος, δεν υπάρχει τίποτε που να εμποδίζει την πλεονασματική διάθεση στην αγορά όλων των εμπορευμάτων. Εδώ ακριβώς πρόκειται απλώς για τη στιγμή της κρίσης»25.
Με άλλα λόγια: μια σύγκρουση ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση ή, πράγμα που είναι ακριβώς το ίδιο, μια γενική υπερπαραγωγή δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια κρίση. Αυτή είναι μια αντίληψη, η οποία διαχωρίζεται ριζικά από αυτήν της σ. Λούξεμπουργκ, σύμφωνα με την οποία, σε μια καθαρά καπιταλιστική κοινωνία, η υπερπαραγωγή αποτελεί ένα ανά πάσα στιγμή αναγκαίο φαινόμενο, και αυτό επειδή η διευρυμένη αναπαραγωγή είναι εντελώς αδύνατη.
Λοιπόν: μπορεί να γίνεται λόγος μόνο για μια σχετική υπερπαραγωγή. Σε ό,τι αφορά όμως την απόλυτη ικανοποίηση των αναγκών, έχουμε να κάνουμε μονίμως, απ' αυτή τη σκοπιά, μέσα στον καπιταλισμό, με μια υποπαραγωγή. Όχι μόνο μια μερική αλλά και μια γενική υπερπαραγωγή είναι δυνατή, η οποία ακριβώς ενσαρκώνει τη σύγκρουση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Αυτή η υπερπαραγωγή είναι υπερπαραγωγή κεφαλαίου, επομένως και υπερπαραγωγή εμπορευμάτων. Αυτή η υπερπαραγωγή εντούτοις δεν είναι με κανένα τρόπο ένα μόνιμο φαινόμενο, το οποίο μπορούμε πάντα να παρατηρήσουμε, αλλά αντίθετα η έκφραση της κρίσης. «Μόνιμες κρίσεις όμως δεν υπάρχουν» (Μαρξ).
Αν απομονώσουμε τα σημαντικά σημεία που μας ενδιαφέρουν, έχουμε την ακόλουθη θεωρητική διάταξη:
Ι. Οι απόστολοι της αρμονίας (Say και Σία) και οι απολογητές. Μια γενική υπερπαραγωγή δεν υφίσταται ποτέ.
II. Οι σισμοντιστές, οι λαϊκοί (ναρόντνικοι), η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Μια γενική υπερπαραγωγή πρέπει να υφίσταται μονίμως.
III. Οι ορθόδοξοι μαρξιστές. Μια γενική υπερπαραγωγή μερικές φορές είναι αναπόφευκτη (περιοδικές κρίσεις).
Ή σε άλλη σχέση:
Ι. Τουγκάν-Μπαρανόφσκι Hilferding κ.λπ. Οι κρίσεις πηγάζουν απ' τη δυσαναλογικότητα μεταξύ των επιμέρους κλάδων παραγωγής. Ο παράγοντας της κατανάλωσης εδώ δεν παίζει κανένα ρόλο26.
II. Μαρξ, Λένιν και ορθόδοξοι μαρξιστές. Οι κρίσεις πηγάζουν απ' τη δυσαναλογικότητα της κοινωνικής παραγωγής. Ο παράγων κατανάλωση αποτελεί όμως ένα συστατικό στοιχείο αυτής της δυσαναλογικότητας.
Πρέπει τώρα να αναλύσουμε διεξοδικά αυτές τις βασικές σκέψεις. Αναφέραμε ήδη το επιχείρημα της σ. Λούξεμπουργκ ενάντια στα μαρξικά (αναπαραγωγικά) σχήματα, το επιχείρημα που αφορά τη σχέση παραγωγής και κατανάλωσης. Η σ. Λούξεμπουργκ θεωρεί ότι το σχήμα του Μαρξ «επιτρέπει τις κρίσεις [!] αλλά αποκλειστικά λόγω έλλειψης αναλογικότητας της παραγωγής, που σημαίνει (η υπογράμμιση δική μας, Ν. Μπ.) από έλλειψη κοινωνικού ελέγχου πάνω στη διαδικασία παραγωγής». Και συνεχίζει αμέσως: «Αποκλείει αντιθέτως (η υπογράμμιση δική μας, Ν. Μπ.) τη βαθιά, θεμελιακή σύγκρουση μεταξύ ικανότητας παραγωγής και ικανότητας κατανάλωσης της καπιταλιστικής κοινωνίας...» (βλέπε πιο πάνω). Δεν είναι δύσκολο λοιπόν να καταλάβουμε ότι η σ. Ρ. Λούξεμπουργκ αντιπαραβάλλει τον έλεγχο της παραγωγής στη σχέση παραγωγής κατανάλωσης και εκ τούτου και τη δυσαναλογικότητα της παραγωγής στη δυσαναλογικότητα μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Ακριβώς όμως αυτή η αντίληψη γίνεται για τη σ. Λούξεμπουργκ πηγή αμέτρητων πλανών και της μέγιστης σύγχυσης. Ας φαντασθούμε τρεις κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς: την κολεκτιβική καπιταλισηκή κοινωνική τάξη πραγμάτων (κρατικός καπιταλισμός), κατά την οποία η καπιταλιστική τάξη είναι ενωμένη σ' ένα ενιαίο τραστ και έχουμε να κάνουμε με μια οργανωμένη αλλά συγχρόνως, απ' τη σκοπιά των τάξεων, και ανταγωνιστική Οικονομία· κατόπιν την «κλασική» καπιταλιστική κοινωνία, που αναλύει ο Μαρξ, και τέλος μια σοσιαλιστική κοινωνία. Εξετάζουμε τώρα: 1. το είδος της διαδικασίας της διερυμένης αναπαραγωγής, δηλ. τους παράγοντες που καθιστούν δυνατή τη «συσσώρευση» (βάζουμε τη λέξη συσσώρευση σε εισαγωγικά, επειδή ο χαρακτηρισμός συσσώρευση, σύμφωνα με τη φύση του, προϋποθέτει μόνο καπιταλιστικές σχέσεις)· 2. πώς, πού και πότε μπορούν να προκύψουν κρίσεις.
1. Ο κρατικός καπιταλισμός. Είναι εδώ δυνατή η συσσώρευση; Φυσικά. Αυξάνεται το σταθερό κεφάλαιο για το λόγο ότι αυξάνεται η κατανάλωση των καπιταλιστών. Προκύπτουν συνεχώς νέοι κλάδοι παραγωγής, οι οποίοι ανταποκρίνονται σε νέες ανάγκες. Αυξάνεται η κατανάλωση των εργατών ακόμη και αν πρέπει να τεθούν σ' αυτήν ορισμένα όρια. Εκτός απ' αυτήν την «υποκατανάλωση» των μαζών, δεν προκύπτει καμιά κρίση, επειδή η αμοιβαία ζήτηση όλων των παραγωγικών κλάδων καθώς και η ζήτηση των καταναλωτών, τόσο για τους καπιταλιστές όσο και για τους εργάτες, είναι δεδομένες εκ των προτέρων. (Αντί μιας «αναρχίας της παραγωγής» - ένα ορθολογικό σχέδιο απ' τη σκοπιά του κεφαλαίου). Αν κάποιος κάνει «λάθος εκτίμηση» στα μέσα παραγωγής, τότε το πλεόνασμα οδεύει προς αποθήκευση, στην επόμενη όμως περίοδο παραγωγής γίνεται μια αντίστοιχη διόρθωση. Αν κάποιος, αντιθέτως, κάνει «λάθος εκτίμηση» στα καταναλωτικά αγαθά των εργατών, τότε αυτό το Συν «ταΐζεται» κατανεμημένα μεταξύ των εργατών ή καταστρέφεται η αντίστοιχη μερίδα του προϊόντος. Στην περίπτωση επίσης ενός λανθασμένου υπολογισμού στην παραγωγή ειδών πολυτελείας, η «έξοδος» είναι ξεκάθαρη. Ως εκ τούτου δε μπορεί να προκύψει εδώ κανενός είδους κρίση υπερπαραγωγής. Η πορεία της παραγωγής συντελείται σε γενικές γραμμές ομαλά. Η κατανάλωση των καπιταλιστών αποτελεί την παρότρυνση για την παραγωγή. Για τούτο εδώ δεν υφίσταται καμιά εξαιρετικά γρήγορη ανάπτυξη της παραγωγής (περιορισμένος αριθμός καπιταλιστών).
2. Ο «κλασικός» καπιταλισμός. Το πώς είναι δυνατή η συσσώρευση το είδαμε ήδη στα προηγούμενα κεφάλαια. Σε αντίθεση με τη μόλις εξετασθείσα περίπτωση, υπάρχει εδώ μια «αναρχία της παραγωγής», μια χρηματική σχέση μέσω της αγοράς, της μορφής των εργατικών αμοιβών κ.λπ. Αν πάρουμε έναν «ιδανικό μέσο όρο», τότε η λύση του προβλήματος ακολουθεί την ίδια κατεύθυνση όπως στην πρώτη περίπτωση. (Αύξηση του σταθερού κεφαλαίου, αύξηση - σε αξίες - της κατανάλωσης των καπιταλιστών και των εργατών). Προς διάκριση απ' την πρώτη περίπτωση εδώ αντιθέτως ο «ιδανικός μέσος όρος» είναι απλώς μια συγκεκριμένη τάση, η οποία εμφανίζεται στην αντιφατική και τυφλή πορεία των οικονομικών φαινομένων. Απ' την άλλη πλευρά, η μορφή του αγοράζειν ή πωλείν και ο διαχωρισμός της πώλησης απ' την αγορά (το αγοράζειν - Kauf, Σ.τ.Μ), (σε αντίθεση με την ανταλλαγή προϊόντος με προϊόν) αποτελεί η ίδια μια συνθήκη διαταραχής της κοινωνικής αναπαραγωγής. Εκ τούτου προκύπτει:
Πρώτον, δε μπορεί να υφίσταται εμπειρικά μια αναλογικότητα μεταξύ των κλάδων παραγωγής. Αυτή επιβάλλεται μόνο σαν τάση, που σημαίνει, με τον τρόπο διαρκών διαταραχών της αναλογικότητας.
Δεύτερον, αυτές οι διαταραχές προκαλούν αναπόφευκτες δυσκολίες στη λειτουργία της κοινωνικής αναπαραγωγής, επειδή η σχέση μεταξύ των κλάδων παραγωγής πραγματοποιείται μέσω του χρήματος και της αγοράς.
Τρίτον, μια δυσαναλογικότητα μεταξύ συνολικής παραγωγής και κοινωνικής κατανάλωσης είναι δυνατή λόγω της δυσαναλογικότητας μεταξύ της παραγωγής καταναλωτικών αγαθών και της ενεργού ζήτησης καταναλωτικών αγαθών. (Εδώ η ζήτηση δεν είναι a priori δεδομένη σαν μια σχεδιασμένη ζήτηση - η όλη σχέση προκύπτει μόλις post factum [εκ των υστέρων. Σ.τ.Μ.]).
Τέταρτον, αυτή η δυσαναλογικότητα, λόγω της σχέσης χρήματος και αγοράς, προκαλεί αναπόφευκτα μια διαταραχή στη λειτουργία της κοινωνικής αναπαραγωγής. (Εδώ το πλεόνασμα δε μπορεί να «ταϊστεί» στους εργάτες, όπως στην πρώτη περίπτωση).
Πέμπτον, ο καπιταλισμός απαιτεί εδώ διαρκώς μια τάση ταχείας ανάπτυξης της παραγωγής, απ' τη μια πλευρά (ύπαρξη ανταγωνισμού που λείπει απ' την πρώτη περίπτωση) και μια τάση για συμπίεση των εργατικών αμοιβών (πίεση του εφεδρικού στρατού). Με άλλα λόγια: ο καπιταλισμός έχει την τάση να οδηγεί την παραγωγή έξω απ' τα όρια της κατανάλωσης. Αυτό δε σημαίνει με κανένα τρόπο ότι θα υπάρχει πάντα διαθέσιμο ένα πλεόνασμα, όπως πιστεύουν οι Λαϊκοί (ναρόντνικοι) και η σ. Ρ. Λούξεμπουργκ. Δυσαναλογικότητα λοιπόν αυτού τον είδους εμφανίζεται μόλις προκύψει υπερπαραγωγή μέσων παραγωγής, η οποία εμφανίζεται προς τα έξω σαν υπερπαραγωγή καταναλωτικών αγαθών. Μέχρι να γίνει αυτό, όλα μπορούν να κυλούν σχετικά ομαλά, επειδή το «πλεονασματικό» κύμα της διεύρυνσης προκύπτει σε αυτούς τους ενδιάμεσους κρίκους της παραγωγής, στους οποίους δεν μπορεί να εμφανισθεί ακόμη καμιά σύγκρουση στην προσωπική κατανάλωση. Απ' την άλλη πλευρά, αυτό δε σημαίνει οπωσδήποτε ότι η συσσώρευση είναι αδύνατη. Δεν πρόκειται λοιπόν εδώ για το ότι έχουν απλώς παραχθεί περισσότερα, αλλά για το ότι παρήχθησαν μεν περισσότερα, όχι όμως στην αντίστοιχη αναλογία. Η πραγματοποίηση της υπεραξίας, αντίθετα με τον ισχυρισμό της σ. Λούξεμπουργκ, δεν είναι με κανένα τρόπο αδύνατη. Καθίσταται όμως αδύνατη υπό ορισμένες συνθήκες, και τότε ακριβώς έχουμε να κάνουμε με μια κρίση. «Αναπαραγωγή λοιπόν σε τόσο μεγάλη κλίμακα, πράγμα που είναι το ίδιο με την υπερπαραγωγή καθεαυτή»27.
Έτσι είναι τα πράγματα στην κοινωνία του «κλασικού» καπιταλισμού. Ας στραφούμε τώρα στη σοσιαλιστική κοινωνία.
3. Η σοσιαλιστική κοινωνία. Αν πάρουμε τον «καθαρό τύπο» της σοσιαλιστικής κοινωνίας, θα δούμε ότι εκεί δεν υπάρχουν κρίσεις, το τμήμα όμως των μέσων παραγωγής αυξάνεται ακόμη ταχύτερα απ' ό,τι υπό καπιταλιστική κυριαρχία, και αυτό επειδή εδώ η μηχανή υπεισέρχεται υπό συνθήκες που στον καπιταλισμό δεν έχουν κανένα νόημα.
Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο όμως ικανοποιούνται συγχρόνως οι ανάγκες των πλατιών μαζών όλης της κοινωνίας πολύ περισσότερο απ' ό,τι στις περιπτώσεις των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών που αναφέραμε προηγουμένως.
π' όλα αυτά είναι εύκολο να διαπιστώσουμε πόσο μακριά απ' την αλήθεια είναι η σ. Ρ. Λούξεμπουργκ. Με αφορμή την επεξεργασία ενός αντιμαλθουσιανικού φυλλαδίου, έγραφε ο Μαρξ:
«Εδώ υποτίθεται λοιπόν: 1. η καπιταλιστική παραγωγή, όπου η παραγωγή κάθε επιμέρους σφαίρας παραγωγής και η αύξηση της δε ρυθμίζεται και δεν καθορίζεται άμεσα απ' τις ανάγκες της κοινωνίας, αλλά απ' τις παραγωγικές δυνάμεις, τις οποίες διαθέτει κάθε ένας καπιταλιστής ξεχωριστά, ανεξάρτητα απ' τις ανάγκες της κοινωνίας2. υποτίθεται, εντούτοις, παρ' όλ' αυτά, ότι η παραγωγή γίνεται υπό τέτοιες αναλογίες, σαν το κεφάλαιο να χρησιμοποιείτο στις διάφορες σφαίρες παραγωγής απευθείας απ' την κοινωνία, ανάλογα με τις ανάγκες της.
Κάτω απ' αυτήν την υπόθεση (contradictio in adjecto), δεν θα μπορούσε να λάβει χώρα καμιά υπερπαραγωγή σαν η καπιταλιστική παραγωγή να ήταν απολύτως σοσιαλιστική»28.
Με άλλα λόγια: αν υφίστατο μια σχεδιασμένη οικονομία, δε θα μπορούσε να υπάρξει καμιά κρίση υπερπαραγωγής. Εδώ ο Μαρξ διατυπώνει πολύ καθαρά αυτήν τη σκέψη, σύμφωνα με την οποία η υπερνίκηση της αναρχίας, δηλ. το Σχεδιασμένο, αντιπαρατίθεται στις αντιφάσεις μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης όχι σαν ένας ιδιαίτερος παράγοντας διάλυσης της αντίφασης (παραγωγής και κατανάλωσης), αλλά σαν έκφραση αυτής της διάλυσης. Αντιστρόφως, βρίσκουμε στη σ. Λούξεμπουργκ - όπως φαίνεται απ' το σημείο που αναφέρθηκε παραπάνω, αναφορικά με τα σχήματα του δεύτερου τόμου του «Κεφαλαίου» - απ' τη μια πλευρά μια «έλλειψη αναλογικότητας στην παραγωγή, δηλ. κοινωνικού ελέγχου στη διαδικασία παραγωγής», απ' την άλλη δε «τη βαθιά, θεμελιακή σύγκρουση μεταξύ ικανότητας παραγωγής και ικανότητας κατανάλωσης της καπιταλιστικής κοινωνίας». Και η σ. Λούξεμπουργκ ισχυρίζεται ότι τα σχήματα του δεύτερου τόμου επέτρεψαν κρίσεις «αποκλειστικά λόγω έλλειψης κοινωνικού ελέγχου πάνω στη διαδικασία παραγωγής». Η σ. Λούξεμπουργκ αντιτάσσει ευθέως έναν άλλο παράγοντα. Όπως είδαμε, δίνει μια ακριβή διατύπωση της σκέψης της. Συμπληρωματικά με το παρατεθέν απόσπασμα, γράφει: «Αυτό (το σχήμα του δεύτερου τόμου, Ν. Μπ.) αποκλείει αντιθέτως τη βαθιά θεμελιακή σύγκρουση...» κ.λπ. Δε θα μπορούσε κανείς να εκφράσει πιο ξεκάθαρα μια φανερά λανθασμένη αντίληψη, δε θα μπορούσε να τη διατυπώσει πιο επακριβώς.
Απ' τη σκοπιά της σ. Ρ. Λούξεμπουργκ προκύπτει ότι υπάρχουν κρίσεις και στη σχεδιασμένη Οικονομία, εφόσον εμφανίζεται μια «υποκατανάλωση των μαζών». Με άλλα λόγια: σύμφωνα με την άποψη της σ. Λούξεμπουργκ, στην υποθετική μας κρατικοκαπιταλιστική κοινωνία οι κρίσεις είναι υποχρεωτικές. Εμείς, αντίθετα, δείξαμε ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν κρίσεις29.
Αυτό βεβαίως δεν είναι τόσο δύσκολο να το καταλάβουμε. Πράγματι: Σε τι συνίσταται η έλλειψη σχεδιασμού της Οικονομίας, η ίδια η «αναρχία»: Στο ότι βέβαια μεταξύ των επιμέρους κλάδων της παραγωγής και συγχρόνως μεταξύ της έκτασης της παραγωγής και της έκτασης της προσωπικής κατανάλωσης δεν υφίσταται κανενός είδους αναλογικότητα. Γι αυτό ακριβώς λέει ο Μαρξ για την αναλογική χρήση του κεφαλαίου. 1. «στις διάφορες σφαίρες παραγωγής» και, 2. «ανάλογα με τις ανάγκες». Και οι δύο τάσεις ανήκουν στην έννοια της αναλογικότητας της κοινωνικής παραγωγής. Ή και λαϊκότερα εκφρασμένο: Ας υποθέσουμε ότι είχαμε μια τέλεια αναλογικότητα σε όλους τους κλάδους της παραγωγής και μάλιστα με την έννοια της μονοσήμαντης σχέσης της σε μια κατεύθυνση: απ' τα μέσα παραγωγής προς τα καταναλωτικά αγαθά. Έστω π.χ. ότι η συνολική κοινωνική παραγωγή παρίσταται με την εξής σειρά: άνθρακας, σίδηρος, μηχανές, ύφασμα, έτσι ώστε θα παραγόταν τόσος ακριβώς άνθρακας όσον θα μπορούσε να απορροφήσει η παραγωγή σιδήρου, τόσος σίδηρος όσος θα απαιτείτο για την παραγωγή μηχανών και ομοίως διαμέσου όλης της αλυσίδας των παραγωγικών κλάδων, θα είχαμε εδώ κάποια εγγύηση για τη μη εμφάνιση μιας κρίσης; Όχι. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι παρήχθη περισσότερο ύφασμα απ' ό,τι χρησιμοποιείται, επομένως περισσότερες μηχανές απ' τις αναγκαίες, ομοίως σίδηρος και άνθρακας. Με άλλα λόγια: η δυσαναλογικότητα της συνολικής κοινωνικής παραγωγής δε συνίσταται μόνο στη δυσαναλογικότητα των κλάδων παραγωγής αλλά και στη δυσαναλογικότητα μεταξύ παραγωγής και προσωπικής κατανάλωσης. Ή, για να μιλήσουμε με τα λόγια του Λένιν:
«Η “καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας” και η “αναλογικότητα των διαφόρων κλάδων παραγωγής” δεν αποτελούν με κανένα τρόπο κάποιες ξεχωριστές, ανεξάρτητες ή μη σχετιζόμενες μεταξύ τους προϋποθέσεις. Αντιθέτως: ένα ορισμένο ύψος της κατανάλωσης είναι ένα στοιχείο της αναλογικότητας. Πράγματι, η ανάλυση της πραγματοποίησης έδειξε ότι η δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς για τον καπιταλισμό δε γίνεται τόσο “δαπάνη” (auf Kosten) των καταναλωτικών αγαθών όσο “δαπάνη” των μέσων παραγωγής. Εκ τούτου συνάγεται ότι ο πρώτος τομέας της κοινωνικής παραγωγής (η κατασκευή μέσων παραγωγής) μπορεί και πρέπει να αναπτύσσεται ταχύτερα απ' το δεύτερο τομέα (κατασκευή καταναλωτικών αγαθών). Εκ τούτου όμως δεν προκύπτει αυτονόητα σε καμιά περίπτωση ότι η κατασκευή μέσων παραγωγής μπορεί να αναπτυχθεί εντελώς ανεξάρτητα απ' την κατασκευή καταναλωτικών αγαθών και χωρίς να έχει καμία σχέση με αυτήν»30.
Ας εξετάσουμε το ίδιο ζήτημα από μια κάπως διαφορετική πλευρά: Υποθέτουμε μια αναλογικότητα ανάμεσα στους διάφορους κλάδους παραγωγής όπως ήδη το διατυπώσαμε: σε μια κατεύθυνση, και μάλιστα αυτήν απ' τον άνθρακα προς το ύφασμα. Για τη λειτουργία της κοινωνικής αναπαραγωγής, το ίδιο σημαντική είναι και η αντίθετη κατεύθυνση, δηλ. απ' το ύφασμα προς τον άνθρακα. Και το ύφασμα πρέπει να πουληθεί για να μπορεί να το αντικαταστήσει μια μηχανή κ.λπ. Αναπαριστούμε εκ νέου τον τύπο της κοινωνικής αναπαραγωγής: κατά το χωρισμό της συνολικής κοινωνικής παραγωγής σε δύο μέρη, δηλ. το χωρισμό σε παραγωγή μέσων παραγωγής και παραγωγή καταναλωτικών αγαθών, πρέπει τα υλικά τμήματα του προϊόντος να ανταλλάξουν αμοιβαία ης θέσεις τους βάσει μιας ορισμένης σχέσης. Βέβαια το γεγονός δεν περιορίζεται στη μετακίνηση των προϊόντων απ' το πάνω «πάτωμα» (παραγωγή μέσων παραγωγής) στο κάτω (παραγωγή καταναλωτικών αγαθών). Πρέπει αντιθέτως να επακολουθήσει και μια μετακίνηση απ' το κάτω «πάτωμα» στο επάνω βάσει μιας καθορισμένης, αυστηρά προδιαγραμμένης σχέσης.
Αναφέρουμε εδώ εκ νέου τον τύπο μας*:
Από αυτόν προκύπτει, όπως ξέρουμε, η βασική προϋπόθεση της διαδικασίας αναπαραγωγής, της οποίας η έκφραση είναι η ισότητα:
ή, που είναι το ίδιο:
Όταν είναι το σ2 + β2ς - α, > μ, + β, , δηλ. όταν είναι μεγαλύτερο απ' ό,τι το μελλοντικό μεταβλητό κεφάλαιο στην παραγωγή μέσων παραγωγής, τότε θα έχουμε μπροστά μας μια υπερπαραγωγή καταναλωτικών αγαθών. Όμως ο συνολικός μηχανισμός της αναπαραγωγής έχει και μιαν άλλη πλευρά, η οποία αφορά πολύ πιο άμεσα το προς λύσιν πρόβλημα. Δηλαδή: Κατά την ανάλυση της κοινωνικής αναπαραγωγής είδαμε ότι η αντικατάσταση των υλικών στοιχείων ακολουθεί διαφορετικούς δρόμους. Τα μέσα παραγωγής παίρνουν τις θέσεις τους μέσω πράξεων ανταλλαγής μεταξύ των καπιταλίστων.
* σ=σταθερό κεφάλαιο, μ=μεταβλητό κεφάλα, ο, α=το τμήμα της υπεραξίας που δαπανούν οι καπιταλίστες για προσωπική κατανάλωση, β0 το προοριζόμενο για συσσώρευση τμήμα της υπεραξίας που δαπανάται για την αγορά πρόσθετων μέσων r αραγωγής, βμ =το προοριζόμενο για συσσώρευση τμήμα της υπεραξίας που δαπανάται για τους μισθούς των προσθετών εργατών (Σ.τ.Μ.)
Σ' ό,τι αντιθέτως αφορά τα καταναλωτικά αγαθά, αυτά διατηρούν τη θέση τους, εφόσον παριστούν ένα στοιχείο του μεταβλητού κεφαλαίου, υπαγορευμένα σε πράξεις αγοράς της εργασιακής δύναμης από τους καπιταλιστές και αγοράς καταναλωτικών αγαθών απ' τους εργάτες. Χωρίς αυτά είναι αδύνατη η αναπαραγωγή. Χωρίς τέτοιες πράξεις, κατά τις οποίες ο εργάτης πουλάει την εργασιακή του δύναμη και αγοράζει καταναλωτικά αγαθά, η διαδικασία της αναπαραγωγής είναι αδιανόητη. Τα σχήματα του δεύτερου τόμου του «Κεφαλαίου» όχι μόνο δεν αποκλείουν αυτήν την αγοραστική πράξη (όπως θα φαινόταν αν κάποιος έδινε βάση στις εξηγήσεις της σ. Ρ. Λούξεμπουργκ) αλλά και μάλιστα τη θέτουν ως προϋπόθεση.
Επομένως:
Πρώτον. Η σωστή λειτουργία της κοινωνικής αναπαραγωγής απαιτεί μια σωστή αναλογία μεταξύ των καταναλωτικών αγαθών των εργατών και των άλλων μερών του συνολικού κοινωνικού προϊόντος.
Δεύτερον. Το αξιακό άθροισμα της όλης εργασιακής δύναμης ή το άθροισμα των εργατικών αμοιβών, οι οποίες καταβάλλονται σε όλους τους εργάτες, συμπεριλαμβανομένων και των πρόσθετων εργατών του νέου κύκλου παραγωγής, πρέπει να εξοφληθεί, να είναι ίσο με την αξία των καταναλωτικών αγαθών των εργατών. Αν παραστήσουμε το πρώτο μέγεθος με V, θα έχουμε:
Αυτή όμως η ισότητα δεν αντικατοπτρίζει καμία εκ των προτέρων σταθεροποιημένη αρμονία. Αν στην πραγματικότητα δεν υφίσταται, αυτό συμβαίνει εξαιτίας των αντιφατικών τάσεων του καπιταλισμού (η προσπάθεια για αύξηση μεν της παραγωγής, αλλά και για μείωση της εργατικής αμοιβής), που η φύση τους είναι αυθόρμητη. Έτσι, η δυναμική του καπιταλισμού οδηγεί στο εξής:
δηλ. σε μια δυσαναλογικότητα μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το ύψος της εργατικής αμοιβής π.χ. στην παραγωγή μέσων παραγωγής δεν εξαρτάται κατά αντίστοιχο τρόπο από την εκτίμηση του ποσού αξίας, το οποίο παράγεται στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών για τους εργάτες. Το ίδιο ελάχιστα καθορίζεται η έκταση αυτής της παραγωγής απ' το ύψος της ζήτησης, η οποία δε μπορεί καθόλου να υπολογιστεί. Εκ τούτου προκύπτει ότι η δυσαναλογικότητα μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης των μαζών δεν μπορεί να διαχωριστεί απ' τη γενική δυσαναλογικότητα της διαδικασίας παραγωγής.
Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αυτό το συμπέρασμα αποκτά μια ακόμη βαθύτερη έννοια, όταν κάποιος αναπαριστά το συνολικό μηχανισμό της διαδικασίας αναπαραγωγής στην ολότητα της. Οι απολογητές οικονομολόγοι αρνήθηκαν τις κρίσεις, μεταξύ των άλλων και για λόγους μιας «μεταφυσικής ισορροπίας μεταξύ πωλητών και αγοραστών», παραγωγών και καταναλωτών. Ο Μαρξ γράφει πάνω σ' αυτό:
«Δεν υπάρχει λοιπόν τίποτε πιο ανούσιο, για να αρνηθείς τις κρίσεις, απ' τον ισχυρισμό ότι καταναλωτές (αγοραστές) και παραγωγοί (πωλητές) ταυτίζονται στην καπιταλιστική παραγωγή. Διαχωρίζονται τελείως. Εφόσον συνεχίζεται η διαδικασία αναπαραγωγής, μπορεί κάποιος να ισχυρισθεί αυτήν την ταύτιση μόνο για τον έναν στους 3.000 παραγωγούς, δηλ. καπιταλιστές. Είναι επίσης λανθασμένη η άποψη ότι οι καταναλωτές είναι παραγωγοί. Ο ιδιοκτήτης ακινήτου (εισόδημα από ακίνητο) δεν παράγει, πλην όμως καταναλώνει. Το ίδιο συμβαίνει και με το χρηματικό κεφάλαιο»31.
Με άλλα λόγια: Ο Μαρξ υποδεικνύει τον ιδιαίτερο ρόλο του εργάτη στη διαδικασία της κυκλοφορίας. Οι εργάτες δεν αγοράζουν κανένα μέσο παραγωγής, αν και αυτοί το καταναλώνουν παραγωγικά, δεν το καταναλώνουν όμως για τους εαυτούς τους. Οι εργάτες πουλάνε ένα εμπόρευμα αλλά όχι αυτό που παράγουν στα εργοστάσια. Τι κρύβεται λοιπόν πίσω απ' όλα αυτά, απ' τη σκοπιά της αναπαραγωγής;
Πρέπει αρχικά να προσέξουμε το εξής: Η καπιταλιστική κυκλοφορία διαφέρει απ' την απλή κυκλοφορία εμπορευμάτων μεταξύ των άλλων και στο ότι μεταξύ των κυκλοφορούντων στην αγορά εμπορευμάτων φιγουράρει η εργασιακή δύναμη, η οποία έχει χρηστική και ανταλλακτική αξία. Αυτό όμως σημαίνει ότι, από κοινωνικής σκοπιάς, επομένως και απ' τη σκοπιά της συνολικής κοινωνικής αναπαραγωγής, η εργασιακή δύναμη στην καπιταλιστική κοινωνία παράγεται ακριβώς σαν εμπόρευμα.
Απ' την άλλη πλευρά, γνωρίζουμε ότι η «πραγματική» μορφή του κεφαλαίου, η παραγωγική του μορφή, εξεταζόμενη όχι απ' τη σκοπιά της αξίας, αλλά από υλικής σκοπιάς, παριστά μια σύνδεση των μέσων παραγωγής με τη ζωντανή εργασιακή δύναμη, όχι όμως με τα καταναλωτικά αγαθά. Τα καταναλωτικά αγαθά εμφανίζονται εδώ, κατά κάποιον τρόπο, σαν συνδετικός κρίκος. Δεν μπορούν στη φυσική τους μορφή να είναι στοιχείο του λειτουργούντος παραγωγικού κεφαλαίου, και η αξία τους πρέπει αναπόφευκτα να μετατρέπεται σε αξία της εργασιακής δύναμης, της οποίας η φυσική μορφή ανταποκρίνεται στη φυσική μορφή των μέσων παραγωγής. Οι μορφές του παραγωγικού κεφαλαίου είναι κατ' αυτόν τον τρόπο τα μέσα παραγωγής και η εργασιακή δύναμη. Συγχρόνως αντιστοιχεί σ' αυτό η κίνηση της εργασιακής δύναμης στην αγορά των εμπορευμάτων στα πλαίσια της διαδικασίας κυκλοφορίας. Τι αντιστοιχεί όμως σ' αυτό στη σφαίρα παραγωγής του δεδομένου εμπορεύματος; Είδαμε ότι η παραγωγή καταναλωτικών αγαθών για τους εργάτες είναι η έμμεση παραγωγή της εργασιακής δύναμης, σωστότερα, η προϋπόθεση αυτής της παραγωγής. Η βάση της άμεσης διαδικασίας παραγωγής της εργασιακής δύναμης αποτελεί όμως τη διαδικασία της προσωπικής κατανάλωσης. Εκ τούτου προκύπτει, χωρίς άλλο, ότι η δυσαναλογικότητα μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης απεικονίζει μια δυσαναλογικότητα της παραγωγής και με μια αμεσότερη, πιο στενή έννοια, συγκεκριμένα, μιας δυσαναλογικότητας ανάμεσα στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών και στην παραγωγή μισθωτής εργασιακής δύναμης.
Συνήθως, κατά την ανάλυση των κρίσεων εξετάζεται μόνο ελάχιστα ή σχεδόν καθόλου το γεγονός ότι η εργασιακή δύναμη εμφανίζεται μεταξύ των εμπορευμάτων. Και τούτο αν και εδώ, όπως ήδη διευκρινίστηκε, έχουμε να κάνουμε με ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της καπιταλιστικής ανταλλαγής και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αν η εργασιακή δύναμη υπεισέρχεται στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων, πρέπει τότε οι αντιφάσεις, που είναι χαρακτηριστικές για την παραγωγή εμπορευμάτων, να εμφανίζονται και εδώ σε πιο σύνθετη μορφή. Η αντίφαση μεταξύ της αξίας χρήσης των εμπορευμάτων και της ανταλλακτικής αξίας τους εμφανίζεται εδώ με τη μορφή της αντίφασης μεταξύ της παραγωγής υπεραξίας, η οποία επιδιώκει μια χωρίς φραγμούς επέκταση, και της περιορισμένης αγοραστικής δύναμης των μαζών, η οποία πραγματοποιεί την αξία της εργασιακής τους δύναμης. Αυτή η αντίφαση βρίσκει τη λύση της ακριβώς με τις κρίσεις.
Ας επιστρέψουμε τώρα στον κεντρικό άξονα της συζήτησης μας. Στο τέλος του θεωρητικού τμήματος της μελέτης του για τις κρίσεις, γράφει ο κ. Τουγκάν-Μπαρανόφσκι:
«Αν η παραγωγή ήταν οργανωμένη σχεδιοποιημένα, η αγορά θα είχε μια πλήρη γνώση της ζήτησης και επίσης τη δύναμη να κατανείμει αναλογικά την παραγωγή, να μεταφέρει ελεύθερα εργασία και κεφάλαιο από ένα βιομηχανικό κλάδο στον άλλον, θα μπορούσε δε, όσο και αν είχε μειωθεί η κατανάλωση, να εξασφαλίσει το να μην ξεπερνάει η προσφορά εμπορευμάτων τη ζήτηση»32.
Αυτή η πρόταση είναι απολύτως σωστή, εκτός αν κάποιος ασκούσε κριτική στην ορολογία («αγορά», «εμπόρευμα» κ.λπ. σε οργανωμένη παραγωγή). Η ατυχία όμως του Τουγκάν-Μπαρανόφσκι είναι ότι αυτή η σωστή πρόταση αντιτίθεται διαμετρικά με την όλη θεωρία του. θεωρούμε χρήσιμο να την υποβάλλουμε σε μια κριτική ανάλυση, επειδή κάτι τέτοιο θα επέτρεπε την ακόμη πιο συγκεκριμένη διατύπωση της λύσης του προβλήματος.
Σύμφωνα με τον Τουγκάν-Μπαρανόφσκι, στον όρο της σχεδιασμένης παραγωγής ανήκει η γνώση της ζήτησης. Τι σημαίνει αυτό;
Ο όρος ζήτηση δεν είναι καθόλου μια απλή έννοια. Περιλαμβάνει ζήτηση για άνθρακα, ζήτηση για μηχανές, ζήτηση για σίδηρο κ.λπ., με μια λέξη ζήτηση για μέσα παραγωγής. Εδώ ανήκουν επίσης η ζήτηση για ψωμί, για υφάσματα, ζήτηση για καταναλωτικά αγαθά. Όσο έχουμε να κάνουμε με ένα από ταξική σκοπιά ανταγωνιστικό κοινωνικό καθεστώς, η «γνώση της ζήτησης» δεν προϋποθέτει μόνο γνώση της ζήτησης για μέσα παραγωγής, αλλά και γνώση της ζήτησης των καταναλωτών απ' την πλευρά των εργατών και των καπιταλιστών. Δεν θα υπάρχει κρίση. Αυτή θα λείψει, μεταξύ των άλλων, και επειδή η αμοιβαία εξάρτηση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης είναι γνωστή και δεδομένη, επομένως υπάρχει ακριβώς αυτό το οποίο θεωρητικά απορρίπτει ο κ. Τουγκάν-Μπαρανόφσκι, που συνέθεσε μια θεωρία της αγοράς με τη βοήθεια αποσπασμάτων της μαρξικής ανάλυσης, τα οποία αυτός ο μορφωμένος άνδρας, τα επεξεργάστηκε με λάθος τρόπο. Απ' την άλλη πλευρά, αυτή η πλάνη του Τουγκάν-Μπαρανόφσκι επιτρέπει να φανεί πιο ξεκάθαρα η θέση ότι το «επίπεδο κατανάλωσης» είναι ένα απ' τα στοιχεία αναλογικότητας των προϊόντων. Ας παρατηρήσουμε κάπως πιο λεπτομερειακά τη δομή της σχέσης (συσχέτισης - Zusammenhang) των διαφόρων κλάδων παραγωγής μεταξύ τους.
Πλησιέστερα στην κατανάλωση, ανάμεσα σε μια σειρά από κλάδους παραγωγής, βρίσκεται η παραγωγή «μέσων διατροφής, ενδυμάτων και κατοικίας». Κάθε ένας απ' αυτούς του υποτομείς διασπάται σ' έναν τρομερό αριθμό περαιτέρω ανεξάρτητων κλάδων παραγωγής. Σε σχέση μ' αυτή τη σειρά των παραγωγικών κλάδων βρίσκεται μια σειρά βιομηχανιών παραγωγής μέσων παραγωγής, οι οποίες διασπώνται οριζόντια και κατακόρυφα σ' ένα αμέτρητο πλήθος παραγωγικών κλάδων, τόσο αναλόγως της συγγένειας των προϊόντων που κατασκευάζουν με διαφορετικού είδους καταναλωτικά αγαθά, όσο και αναλόγως της σχέσης των μέσων παραγωγής μεταξύ τους. Ο Τουγκάν-Μπαρανόφσκι φτάνει στο παράδοξο συμπέρασμα ότι «η παραγωγή είναι ανεξάρτητη από την κατανάλωση» μόνο και μόνο επειδή αναλύει τη σχέση αποκλειστικά σε μια σφαίρα: δηλαδή στη σφαίρα της σχέσης των διαφόρων βιομηχανιών μεταξύ τους στο πεδίο της παραγωγής μέσων παραγωγής. Πρώτον, παραβλέπει τις αναλογίες μεταξύ της παραγωγής μέσων παραγωγής και της παραγωγής καταναλωτικών αγαθών (πράγμα με το οποίο ασχοληθήκαμε ήδη), δεύτερον, αγνοεί τελείως το πρόβλημα των αναλογιών μεταξύ των διαφόρων παραγωγικών κλάδων στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών, κάτι που ξενίζει ιδιαιτέρως τους οπαδούς της θεωρίας περί οριακού οφέλους. Αν κάποιος εξετάσει όλες αυτές τις σχέσεις, τότε προκύπτει οπωσδήποτε αυτονόητα το ακόλουθο αποτέλεσμα:
Μια αλλαγή στη ζήτηση των καταναλωτών πρέπει αναπόφευκτα να μεταβάλλει επίσης, 1. τις αναλογίες μεταξύ των επιμέρους κλάδων παραγωγής στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών, 2. τις αναλογίες μεταξύ των διαφόρων παραγωγικών κλάδων που παράγουν μέσα παραγωγής, λόγω της σχέσης μεταξύ των δύο θεμελειακών κλάδων της κοινωνικής παραγωγής. Με άλλα λόγια: η μεταβολή του προϋπολογισμού κατανάλωσης της κοινωνίας επιφέρει αναπόφευκτα και μιαν ανακατάταξη μεταξύ των διαφόρων σφαιρών της κοινωνικής εργασίας. Το γεγονός ότι αυτή η μεταβολή καθορίζεται με τη σειρά της από μια μεταβολή στην παραγωγή, δεν είναι σε θέση να αλλάξει τα πράγματα καθόλου.
Εκ τούτου αναδεικνύεται το «στοιχείο της κατανάλωσης» όχι ως μια αυτόνομη υπόσταση (μια πλάνη στην οποία πέφτουν και ο Τουγκάν-Μπαρανόφσκι και η σ. Ρ. Λούξεμπουργκ, φθάνοντας όμως οι δύο τους σε εκ διαμέτρου αντίθετα αποτελέσματα), αλλά ως ένα απ' τα στοιχεία της συνολικής αναλογικότητας ή δυσαναλογικότητας της κοινωνικής παραγωγής.
Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα αναφορές μας, δεν υπάρχουν δυσκολίες στο να ανακαλύψουμε τις μεθοδολογικές ρίζες της πλάνης της σ. Ρ. Λούξεμπουργκ. Ο οργανισμός της καπιταλιστικής κοινωνικής παραγωγής είναι μια «ενότητα από αντιθέσεις». Οι απολογητές βλέπουν σ' αυτήν μόνο τον παράγοντα της ενότητας. «Η απολογητική», γράφει ο Μαρξ, «συνίσταται στην παραποίηση των πιο απλών οικονομικών σχέσεων και ειδικά στο να προκρίνεται η ενότητα έναντι της αντίθεσης»33. Σε κάποιο άλλο σημείο ο Μαρξ δίνει και πάλι, σε σχέση με τη θεωρία περί κρίσεων, μια λαμπρή σύνοψη αυτών των απολογητικών ασκήσεων. Γράφει:
«Η αγορά (το αγοράζειν - Kauf) και η πώληση είναι (στην πραγματικότητα, Ν. Μπ.) διαχωρισμένες, όπως και το εμπόρευμα απ' το χρήμα και η χρηστική αξία απ' την ανταλλακτική. Αντιθέτως προϋποτίθεται (απ' τους αστούς λόγιους, Ν. Μπ.) ότι δεν λαμβάνει χώρα διαχωρισμός αλλά ανταλλακτικό εμπόριο (εμπόριο αντιπραγματισμού, Σ.τ.Μ.). Η κατανάλωση και η παραγωγή είναι διαχωρισμένες· υπάρχουν παραγωγοί που δεν καταναλώνουν τόσα όσα παράγουν, και καταναλωτές που δεν παράγουν. Προϋποτίθεται όμως ότι κατανάλωση και παραγωγή ταυτίζονται. Ο καπιταλιστής παράγει απευθείας για να αυξήσει το κέρδος του, για χάρη της ανταλλακτικής αξίας και όχι της απόλαυσης. Προϋποτίθεται ότι αυτός παράγει απευθείας και μόνο για χάρη της απόλαυσης. Με την προϋπόθεση ότι οι υφιστάμενες στην καπιταλιστική παραγωγή αντιθέσεις - οι οποίες εξάλλου εξισορροπούνται, μια διαδικασία εξισορρόπησης, η οποία όμως εμφανίζεται συγχρόνως σαν κρίση, σαν βίαιη σύνθεση των διασπαζόμενων ροπών που υφίστανται η μια χωρίς να λαμβάνει υπόψη της την άλλη, οι οποίες όμως συνέχονται μεταξύ τους - δεν υπάρχουν, δεν είναι δυνατόν φυσικά αυτές . να γίνουν αντιληπτές. Σε κάθε βιομηχανικό κλάδο, κάθε ένας καπιταλιστής, ξεχωριστά, παράγει σε σχέση με το κεφάλαιο του, αδιαφορώντας για τις ανάγκες της κοινωνίας. (...) Προϋποτίθεται ότι παράγει κατά τέτοιον τρόπο σαν να επρόκειτο για επιταγή της κοινωνίας»34.
Η σ. Ρ. Λούξεμπουργκ βλέπει πολύ καθαρά αυτό το λάθος των απολογητών. Υπάρχει όμως κι ένα ακόμη λάθος. Πρέπει να φανεί όχι μόνο η αντίθεση αλλά και η ενότητα. Στις κρίσεις αυτή η ενότητα επιβάλλεται με στοιχειώδη δύναμη, ενώ σύμφωνα με τη σ. Λούξεμπουργκ αυτή η ενότητα είναι εντελώς αδύνατη. Με άλλα λόγια: η σ. Λούξεμπουργκ ψάχνει στον καπιταλισμό επιπόλαιες, τυπικάλογικές (formallogische) αντιθέσεις, που δεν είναι δυναμικές, που δεν αναιρούνται, που δεν είναι στοιχεία μιας αντιφατικής ενότητας, αλλά που αρνούνται κατ' απόλυτο τρόπο αυτήν την ενότητα. Στην πραγματικότητα, αντιθέτως, έχουμε να κάνουμε με διαλεκτικές αντιθέσεις, οι οποίες είναι αντιθέσεις μιας ολότητας, που αναιρούνται περιοδικά και διαρκώς αναπαράγονται, για να τινάξουν στον αέρα όλο το καπιταλιστικό σύστημα σε κάποιο ορισμένο στάδιο ανάπτυξης, δηλαδή να καταστρέψουν, μαζί με τον εαυτό τους, το προηγούμενο είδος της ενότητας.
* Το κείμενο αυτό αποτελεί το 3ο Κεφάλαιο (από τα 5) της πολεμικής μπροσούρας του Μπουχάριν «Ο ιμπεριαλισμός και η συσσώρευση του κεφαλαίου» («Der Imperialismus and der Akkumulation des Kapitals»), που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στα γερμανικά το 1925. Το 4ο κεφάλαιο της μπροσούρας, που αναφέρεται στη θεωρία του ιμπεριαλισμού, είχε δημοσιευθεί στο τεύχος 3 των Θέσεων.
Για τη σημασία και την επικαιρότητα της παρέμβασης του Μπουχάριν στο πλαίσιο της ιστορικής μαρξιστικής συζήτησης για τις οικονομικές κρίσεις, βλ. το σχετικό κείμενο του Γ. Μηλιού, στο παρόν τεύχος των Θέσεων.
Η μπροσούρα του Μπουχάριν από την οποία προέρχεται το παρόν κείμενο πρόκειται να κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις «Εξάντας», που μας παρεχώρησαν φιλικά το δικαίωμα για αυτή την προδημοσίευση. (Σ.τ. Σύνταξης).
1. Κ. Marx, Kapital, τόμο; Ill, 2, σελ. 20, Hamburg 1919. Εφιστούμε την προσοχή του αναγνώστη στο ότι το απόσπασμα έχει ληφθεί από τον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου», ο οποίος σύμφωνα με τη Rosa Luxemburg, τον Tugan-Baranowsky και πολλούς άλλους περιέχει αντικρουόμενα στοιχεία με τα (αναπαραγωγικά, Σ.τ.Μ.) σχήματα του δεύτερου τόμου του «Κεφαλαίου».
2. Κ. Marx, Theorien über den Mehrwert, Stuttgart 1921, τόμος II, 2, σελ. 269, υποσημείωση. Η τελευταία πρόταση υπογραμμίσθηκε από εμένα, Ν. Μπ.
3. Στα ρωσικά η αντίστοιχη λέξη είναι «συστηματικά». Σημείωση του μεταφραστή από τα ρωσικά.
4. Στα ρωσικά αντίστοιχα «μη συστηματική». Σημείωση του μεταφραστή από τα ρωσικά.
5. Wladimir Iljin, Απάντηση στον κύριο Π. Νεσυτάνοφ, «Schiisn» No 12, Δεκέμβριος 1899. Επανέκδοση στο Ν. Λένιν. Άπαντα, τ. II, σελ. 498 (ρωσικά).
6. M.J. Tugan - Baranowsky, Οι περιοδικές βιομηχανικές κρίσεις, 4η έκδοση, Σμόλενσκ 1923 (ρωσικά). Παρεμπιπτόντως αυτή η έκδοση περιέχει ένα πρόλογο του συντρόφου Β. Σμουσκόφ, ένα κείμενο που αποτελεί τεκμήριο της πλήρους άγνοιας του συγγραφέα του, και σύμφωνα με το οποίο οι μαρξιστές αποκρούουν τη θέση ότι η καπιταλιστική παραγωγή «δημιουργεί από μόνη της μια αγορά», ενώ ο Μαρξ δεν μας έδωσε «κάποια νομιμοποιημένη [;!] και λεπτομερώς [;!] αναπτυγμένη διδασκαλία για τις κρίσεις» και άλλα παρόμοια. Φαίνεται ότι αρχίζει σε μας να διαδίδεται μια κατηγορία αυτόκλητων θεωρητικών, που στα δημιουργήματα τους μοιάζουν να πιστεύουν ότι με την τόλμη και μόνο μπορούν να μετακινήσουν όρη.
7. M.J. Tugan Baranowsky op. cit. σελ. 205.
8. M.J. Tugan Baranowsky op. cit. σελ. 212.
9. Στο ίδιο, σελ. 212.
10. MJ. Tugan Baranowsky op. cit. σελ. 213.
11. Στο ίδιο, σελ. 212.
12. M.J. Tugan Baranowsky, Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας, 2η έκδοση, σελ. 40, Πετρούπολη 1911.
13. Στο ίδιο, σελ. 45.
14. M.J. Tugan Baranowsky, Οι περιοδικές βιομηχανικές κρίσεις, 4η έκδοση, Σμόλενσκ 1923 (ρωσικά), σελ. 205. «Uεωρώ ως βασική τάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης τη συνεχή μείωση του μεριδίου της λαϊκής κατανάλωσης», σελ. 213.
15. M.J. Tugan Baranowsky, Αρχές κ.λπ., σελ. 441. Το ότι εδώ πρόκειται για εργασιακές αξίες γίνεται φανερό από τα συμφραζόμενα και τις γραφικές προσθήκες. Μια ακριβέστερη περιγραφή μπορεί να βρει ο αναγνώστης στη μελέτη μας «Eine Ökonomie ohne Wert», στο «Neue Zeil», Jahrg. 1913 14, Bd. l, η οποία είναι αφιερωμένη στη θεωρία της διανομής.
16. Στο ίδιο, σελ. 44041.
17. R. Luxembrug, Die Akkumulation des Kapitals, Gesammelte Werke, Bd. VI, σελ. 266, Berlin 1923.
18. Στο ίδιο, σελ. 268.
19. Στο ίδιο, σελ. 270.
20. Κ. Marx, Theorien über den Mehrwert, τόμος II, 2, σελ. 313.
21. Κ. Marx, Theorien über den Mehrwert, τόμος III (Διάλυση της σχολής του Ricardo, Ακόμα μια φορά ο συγγραφέας του «Inquiry»), σελ. 139, υποσημείωση.
22. Κ. Marx, Theorien über den Mehrwert, τόμος II, σελ. 295.
23. Στο ίδιο, σελ. 293, πρβλ. επίσης σελ. 309.
24. Στο ίδιο, σελ. 272.
25. Στο ίδιο, σελ. 292. Οι τελευταίες λέξεις υπογραμμίσθηκαν από μένα, Ν. Mit.
26. «Αλλά συγχρόνως αυτά τα σχήματα (τα σχήματα του Μαρξ, Ν. Μπ.) δείχνουν ότι στην καπιταλιστική παραγωγή μπορεί να προχωρήσει ανεμπόδιστα η αναπαραγωγή τόσο σε απλή όσο και σε διευρυμένη κλίμακα, μόνο όταν αυτές οι αναλογίες παραμένουν αναλλοίωτες. Αντιστρόφως, μπορεί η κρίση να εμφανιστεί και στην απλή αναπαραγωγή, σε περίπτωση τραυματισμού της αναλογίας... Δεν έπεται λοιπόν κατά κανένα τρόπο ότι η κρίση πρέπει να έχει τις αιτίες της στην υποκατανάλωση των μαζών, η οποία είναι εγγενής στην καπιταλιστική παραγωγή... Επίσης η δυνατότητα μιας γενικής υπερπαραγωγής εμπορευμάτων δεν προκύπτει από αυτά τα ίδια τα σχήματα. Αντίθετα, αυτά αφήνουν να διαφαίνεται σαν δυνατή κάθε επέκταση της παραγωγής, η οποία μπορεί τελικά να λάβει χώρα με τις υπάρχουσες παραγωγικές δυνάμεις» (Rudolf Hilferding, Das Finanzkapital, 2η έκδοση, σελ. 339, Βιέννη 1920. Οι υπογραμμίσεις δικές μου, Ν. Μπ.). Για να είμαστε δίκαιοι πρέπει να σημειώσουμε ότι και ο κύριος Τουγκάν δέχεται μια γενική υπερπαραγωγή, μόνο όμως «σαν μια ιδιαίτερη έκφραση μιας μερικής υπερπαραγωγής, μιας δυσαναλογικής κατανομής της κοινωνικής εργασίας κάτω από σχέσεις χρηματικής οικονομίας» (Μ. J. Tugan Baranowsky, Οι περιοδικές βιομηχανικές κρίσεις, 4η έκδοση, Σμόλενσκ 1923 [ρωσικά], σελ. 265).
27. Κ. Marx, Theorien über den Mehrwert, τόμος II, 2, σελ. 317. (Οι υπογρ. δικές μου, Ν. Μπ.).
28. Κ. Marx, Theorien über den Mehrwert, τόμος III, σελ. 137. «Ακόμα μια φορά ο συγγραφέας της Inquiry». (Η τελευταία υπογράμμιση δική μου, Ν. Μπ.).
29. Ο υποψιασμένος αναγνώστης δεν θα έχασε φυσικά από τη ματιά του ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με τους αφηρημένους «ιδανικούς τύπους» των κοινωνικών σχηματισμών και όχι με εμπειρικά δεδομένα κοινωνικά καθεστώτα.
30. Wladimir Iljin, Παρατηρήσεις στο ζήτημα της θεωρίας της αγοράς. «Nautschnoje Odosrenje» No1, Ιανουάριος 1899. Τυπώθηκε εκ νέου στο Ν. Λένιν. Άπαντα, τόμος II, σελ. 474 (ρωσικά). Οι υπογρ. τουΛένιν.. . . .
31. Κ. Marx, Theorien über den Mehrwert, τόμος II, 2, σελ. 297.
32. M.J. Tugan Baranowsky, Οι περιοδικές βιομηχανικές κρίσεις, σελ. 2818.
33. Κ. Marx, op. cit., σελ. 274.
34. Κ. Marx, op, cit, τόμος III, σελ. 140, υποσημείωση.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου