Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Γκεόργκ Λούκατς: Οι δυο Εποχές του Αστικού Υλισμού


Οι δυο Εποχές του Αστικού Υλισμού

Για την Εκατονταετηρίδα του ΜόλεσοτFREE photo hosting by Fih.gr

Στην αρχή της 18ης Μπριμέρ του ο Μαρξ
παραθέτει τη δήλωση του Χέγκελ «“ότι όλες οι μεγάλες πράξεις και πρόσωπα στην
παγκόσμια ιστορία εμφανίζονται δυο φορές, σαν να λέμε”. Ξέχασε να προσθέσει:
“Την πρώτη φορά σαν τραγωδία, τη δεύτερη σαν φάρσα”». Αυτή η φράση
συνταιριάστηκε αναφορικά με την ιστορία της κοινωνικο-πολιτικής επανάστασης,
αλλά επίσης φαίνεται αληθινή για την ιστορία των πολιτικών “επαναστάσεων”.
Γιατί ενώ ο (αστικός) υλισμός του 18ου αιώνα, ο υλισμός του Χόλμπαχ και του
Ελβέτιου, ήταν μια επαναστατική πράξη με την αληθινή έννοια της λέξης, ο
θορυβώδης “υλισμός” του 19ου αιώνα (Λούντβιχ Μπίχνερ, Βογκτ, Μόλεσοτ) ήταν μια
κούφια ηχώ εκείνου του μεγάλου κινήματος, μια άδεια χειρονομία από μετριότητες
που είχαν γίνει άτακτες. Αυτό είναι ήδη προφανές από μια πρώτη, επιφανειακή
ματιά στη διδασκαλία τους: δεν περιέχει ούτε μια σταθερή πρόταση που να μην
είχε ήδη προβληθεί από τους υλιστές του προηγούμενου αιώνα. Στο μεταξύ,
ωστόσο, είχε συντελεστεί η μέγιστη από τις αναπτύξεις στην ανθρώπινη σκέψη, η
ανάπτυξη της διαλεκτικής μεθόδου και η μετατροπή της σε μια
επαναστατική-υλιστική διαλεκτική – μια ανάπτυξη που οι παπαγάλοι του υλισμού
είτε απέτυχαν να αναγνωρίσουν ή το έκαναν με εχθρική ακατανοησία. Συνεπώς, δεν
στράφηκαν προς αυτό που ήταν ήδη το πιο προοδευτικό στρώμα στην εξέλιξη της
κοινωνίας: το προλεταριάτο (*Ο Γκεόργκ Λούκατς ήταν επιφανής Ούγγρος
μαρξιστής φιλόσοφος και λογοτεχνικός κριτικός. Το παρόν είναι ένα από το άρθρα
του στη Ρότε Φάνε, εφημερίδα του ΚΚ Γερμανίας, γραμμένα και δημοσιευμένα το
1922. Περιλήφθηκε στο αφιέρωμα στον Λούκατς στον τόμο 1 της Μαρξιστικής
Σκέψης, σελ. 257-59).

Γκεόργκ Λούκατς


Ο υλισμός του 18ου αιώνα είχε σταθεί ο τρόπος σκέψης των (τότε) επαναστατικών αστικών τάξεων. Στην εκδοχή του του 19ου αιώνα βρήκε μόνο οπαδούς σε μια αστική τάξη που είχε ήδη γίνει αντιδραστική.

Αυτό δεν ήταν σύμπτωση. Γιατί αναφορικά με την ιστορική επικαιρότητα και την κοινωνική επιρροή ενός δόγματος, αυτό που έχει σημασία δεν είναι τόσο η αφηρημένη αλήθεια που μπορεί να περιέχει ή η πρωτοτυπία των δηλώσεών του για τα “τελικά πράγματα”. Αυτό που έχει σημασία είναι κατά πόσο μπορεί να εξηγήσει τα θεμέλια της κοινωνικο-ιστορικής ύπαρξης των ανθρώπων, κατά πόσο και σε ποια κατεύθυνση αυτή η εξήγηση επηρεάζει τις κοινωνικές πράξεις τους. Οι διακηρυγμένες αλήθειες που το δόγμα περιέχει, δηλώσεις για το Θεό, τη Φύση, κοκ., μπορεί να είναι ακριβώς οι ίδιες στην ουσία και όμως να ασκούν εντελώς διαφορετικές λειτουργίες σε διαφορετικές στιγμές της ανάπτυξης. Το ίδιο δόγμα μπορεί να έχει μια επαναστατική επιρροή σε μια περίσταση και μια αντεπαναστατική σε μια άλλη.

Και αυτή ήταν η μοίρα της ποικιλίας του υλισμού του 19ου αιώνα. Η υλιστικά προσανατολισμένη απόρριψη του Χέγκελ και του γερμανικού ιδεαλισμού από τον Φόιερμπαχ υπήρξε ένα ορόσημο στη διανοητική εξέλιξη όλης της εποχής. Είτε έπρεπε να οικοδομήσει κανείς τα επιτεύγματα της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, τη διαλεκτική μέθοδο ως ένα μέσο ερμηνείας της ιστορίας, σε μια αληθινή, ζωτική και αποτελεσματική γνώση των κοινωνικο-ιστορικών αναπτύξεων με τη βοήθεια αυτού του υλισμού (όπως έκαναν ο Μαρξ και ο Ένγκελς), ή απλά κάποιος χρονοτριβούσε και συνεπώς απέρριπτε τη γνώση της κοινωνικο-ιστορικής ύπαρξης των ανθρώπων. Ο τελευταίος δρόμος ήταν αυτός που ακολούθησε ο αστικός υλισμός, ο υλισμός των Μπίχνερ, Μόλεσοτ και άλλων.

Αυτό εξηγεί τη διανοητική αποτυχία τους αναφορικά με τα προβλήματα της κοινωνίας και της ιστορίας. Στο έξοχο βιβλίο του για την ιστορία του υλισμού, ο Πλεχάνοφ υποδεικνύει τους αναπόφευκτους περιορισμούς της σκέψης του Χόλμπαχ και του Ελβέτιου: την ανικανότητά τους να αποκτήσουν μια δυναμική ερμηνεία της ιστορίας και να συλλάβουν τη σχέση ανάμεσα στις ανθρώπινες πράξεις και τα κοινωνικά γεγονότα. Είτε ερμήνευαν την κοινωνία ως απλά το προϊόν της ανθρώπινης σκέψης, της “κοινής γνώμης” κοκ., ή θεωρούσαν τον άνθρωπο ως το προϊόν του κοινωνικού του περιβάλλοντος. Ήταν ανίκανοι να ολοκληρώσουν τη διαλεκτική ενότητα της αντίληψης ότι οι άνθρωποι κάνουν όντως την ιστορία τους, αλλά ότι αντικειμενικές, κοινωνικές κινητήριες δυνάμεις παρ’ όλα αυτά επηρεάζουν τις πράξεις τους.

Εντούτοις – στο 18ο αιώνα, αυτό το δόγμα ήταν μια επαναστατική πράξη. Γιατί αυτό που διακυβευόταν τότε ήταν να μετακινηθούν οι φεουδαρχικοί φραγμοί που εμπόδιζαν το αστικο-καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής. Αλλά εννοιολογικά, οι φεουδαρχικές μορφές παραγωγής εκφράζονταν πάντα με θρησκευτικές μορφές. Δηλαδή, η φύση της φεουδαρχικής σχέσης ανάμεσα στον αφέντη και το δούλο, το αφεντικό και τον μαθητευόμενο – αφού ήταν μια άμεση, συγκεκριμένη σχέση εξάρτησης ενός ανθρώπου από έναν άλλο και όχι, όπως στον καπιταλισμό, μια αφηρημένα συμβολαιακή, μεσολαβημένη σχέση – φαινόταν στα μυαλά των ανθρώπων σαν μια δοσμένη από το Θεό τάξη, ως το θείο έλεος κάθε εξουσίας, και ως επιβεβλημένη υποταγή και υπακοή. Έτσι, η διάλυση, με συγκεκριμένους οικονομικούς όρους, των φεουδαρχικών οικονομικών μορφών έπρεπε να συνταιριαστεί με τη διανοητική διάλυση αυτών των θρησκευτικών μορφών. Ως αποτέλεσμα της διάλυσης του φεουδαρχικού παραγωγικού συστήματος και της μετάβασης σε ένα καπιταλιστικό σύστημα μισθωτής εργασίας, μανιφατούρας, κ.λπ., αυτές οι μορφές έγιναν όλο και πιο αδύνατες και αφηρημένες (αρκεί να θυμηθούμε την ανάπτυξη από τη μεσαιωνική θρησκεία στο θεϊσμό και τον ντεϊσμό). Παρ’ όλα αυτά, αυτές οι μορφές έπρεπε να αντιπαρατεθούν καθαρά και άμεσα με την έννοια της νέας οικονομικής τάξης ώστε να αποκτηθεί η νίκη του πιο προωθημένου συστήματος παραγωγής και στο ιδεολογικό επίπεδο επίσης. Αλλά αυτή η έννοια ήταν η εσωτερική λογική κάθε συντελούμενου γεγονότος. Το δόγμα, δηλαδή, ότι συμφυείς, αυτόνομοι και διαρκείς νόμοι διέπουν με ένα ορθολογικό τρόπο όλες τις εκφράσεις της ανθρώπινης ζωής, χωρίς Θεό και θεία αυθεντία, αλλά επίσης και χωρίς την παρέμβαση της ανθρώπινης θέλησης· συνεπώς ότι αυτή η ανάπτυξη – η καπιταλιστική οικονομία – έπρεπε να αφεθεί μόνο στις δικές της επινοήσεις, και να μην εμποδίζεται ανορθόλογα από το φεουδαρχισμό, ώστε να επιφερθεί μια κοινωνική τάξη σε συμφωνία με το λόγο και με την καθολική ευτυχία: ο καπιταλισμός.

Αλλά ο καπιταλισμός θεμελιώνεται βασικά πάνω σε ένα φαταλισμό προς τις κοινωνικές δυνάμεις «με τον οποίο οι άνθρωποι ελέγχονται αντί να τις ελέγχουν»· βρίσκει έκφραση σε ένα «φυσικό νόμο βασισμένο στην έλλειψη συνείδησης των μετεχόντων» (Ένγκελς). Επομένως αυτοί οι νόμοι πήραν τη μορφή φυσικών νόμων, όχι τάσεων στην εξέλιξη της κοινωνίας. «Ο αστικός υλισμός», λέει ο Ένγκελς, «απλά θέτει αντιμέτωπο στον άνθρωπο τη Φύση αντί για το χριστιανικό Θεό». Έτσι αυτή η θεώρηση, που ήταν προορισμένη να έχει ένα επαναστατικό αντίκτυπο για όσο και στο βαθμό που το διαφιλονικούμενο ζήτημα ήταν η απομάκρυνση των φεουδαρχικών εννοιών, ήταν βέβαιο ότι θα μετατρεπόταν σε αντιδραστική τη στιγμή που οι άνθρωποι θα άρχιζαν να αποκτούν επίγνωση, στην προλεταριακή σκέψη, της δικής τους κοινωνικής ύπαρξης. Γιατί, από τη μια μεριά, η διαρκής φυσική λογική όλης της ύπαρξης παραμέρισε το χριστιανικό Θεό, που ήταν τώρα περιττός, και την αρχή αυθεντίας που συνδεόταν με αυτό το Θεό. Από την άλλη μεριά, ωστόσο, αντικατέστησε την παλιά, δοσμένη από το Θεό τάξη, με μια νέα – και εξίσου διαρκή – τάξη: τη λογική και ορθολογική καπιταλιστική τάξη.

Ο φυσικοεπιστημονικός υλισμός ήταν μια μορφή της καπιταλιστικής ανάπτυξης (πβλε τα οξυδερκή σχόλια του Μαρξ, στο “Κεφάλαιο”, για τη σχέση του μηχανιστικού δόγματος του Ντεκάρτ και του Βάκωνα με την περίοδο της μανιφατούρας). Συνεπώς αυτός ο υλισμός πρέπει να αποτύχει εκεί που είχε αποτύχει η πιο άμεση ιδεολογική μορφή της αστικής τάξης, τα κλασικά οικονομικά: με το πρόβλημα της ιστορίας. Δεν μπορεί να αιτιολογήσει την ιστορική προέλευση της καπιταλιστικής κοινωνίας με όλες τις ιδεολογικές μορφές της – επειδή δεν θέλει να εξάγει το αναπόφευκτο συμπέρασμα από μια γνώση του ιστορικού ερχομού της στην ύπαρξη: την αναπόφευκτη ιστορική πτώση της. Σε αυτό το σημείο όπου οι εξελίξεις αρχίζουν να ξεπερνούν τον καπιταλισμό, γίνεται έτσι εξίσου ένα ιδεολογικό εμπόδιο στην ιστορική διαδικασία όπως η πίστη στο Θεό που είχε ξεπεράσει ήταν ένα εμπόδιο στις αναπτύξεις του 18ου αιώνα. Έτσι η ιστορική κωμωδία που εκφράζεται στην αναζωογόνηση του υλισμού στο 19ο αιώνα έγκειται στη μεγαλοποιημένη χρήση του όλων των επαναστατικών χειρονομιών του πραγματικά επαναστατικού υλισμού του 18ου αιώνα, όταν ο προσανατολισμός και η επιρροή του έχουν γίνει εντελώς αντιδραστικοί.

*Ο Γκεόργκ Λούκατς ήταν επιφανής Ούγγρος μαρξιστής φιλόσοφος και λογοτεχνικός κριτικός. Το παρόν είναι ένα από το άρθρα του στη Ρότε Φάνε, εφημερίδα του ΚΚ Γερμανίας, γραμμένα και δημοσιευμένα το 1922. Περιλήφθηκε στο αφιέρωμα στον Λούκατς στον τόμο 1 της Μαρξιστικής Σκέψης, σελ. 257-59.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου